Το ελληνικό κοινό είχε χειροκροτήσει για πρώτη φορά τη Λιζ Λίντστρομ το 2009: τότε η αμερικανίδα υψίφωνος είχε εμφανιστεί στον διπλό ρόλο της Ελίζαμπετ και της Αφροδίτης στον «Τανχόιζερ», μια παραγωγή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής που είχε φιλοξενηθεί στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.

Διάσημη για τις ερμηνείες της στα έργα του Βάγκνερ, του Ρίχαρντ Στράους και του Πουτσίνι, η Λίντστρομ επιστρέφει στην Αθήνα με τον πιο εμβληματικό ρόλο της: θα είναι η «Τουραντότ» του Τζάκομο Πουτσίνι στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού, στη νέα παραγωγή της ΕΛΣ που σκηνοθετεί ο Αντρέι Σερμπάν για το Φεστιβάλ Αθηνών (σε μουσική διεύθυνση Πιερ Τζόρτζιο Μοράντι).

Πρόκειται για την όπερα με την οποία η υψίφωνος έκανε το ντεμπούτο της το 2003 αλλά και γνώρισε έναν από τους μεγαλύτερους θριάμβους της καριέρας της όταν το 2009 την τραγούδησε για πρώτη φορά στη Μητροπολιτική Οπερα της Νέας Υόρκης, αντικαθιστώντας την τελευταία στιγμή μια διάσημη συνάδελφό της που είχε ακυρώσει την προγραμματισμένη εμφάνισή της.

Εκτοτε δεν υπάρχει μεγάλο θέατρο όπου να μην έχετε ερμηνεύσει ξανά και ξανά το έργο. Πόσο άνετα νιώθετε τώρα που ξαναφοράτε το κοστούμι της Τουραντότ, δεδομένου ότι θεωρείται ένας από τους πιο απαιτητικούς ρόλους για τη φωνή της δραματικής υψιφώνου;

«Ας πούμε πως είναι μια γυναίκα που τη γνωρίζω καλά! Τη γνωρίζω απόλυτα, θα έλεγα, έπειτα από τις 220 και κάτι παραπάνω φορές που την έχω «συναντήσει» στη σκηνή. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν παραμένει ένας δύσκολος ρόλος που χρειάζεται ιδιαίτερη συγκέντρωση και φωνητική ρώμη».

Αν στην όπερα εχθρός της Τουραντότ θεωρείται κάθε άνδρας που προσπαθεί να την υποτάξει, νομίζω πως στην πραγματικότητα η χειρότερη εχθρός της είναι η Λιου, ο γυναικείος συμπρωταγωνιστικός ρόλος που συχνά κερδίζει τη μερίδα του λέοντος στο χειροκρότημα. Γιατί είναι εύκολο να συμπαθήσεις την τρυφερή και ανθρώπινη Λιου που θυσιάζει τη ζωή της για την αγάπη. Πώς όμως να συμπαθήσεις τη σκληρόκαρδη και απρόσιτη Τουραντότ;

«Αυτό είναι ένα θέμα (γελάει) όταν ερμηνεύεις την Τουραντότ και πρέπει να περάσεις τον χαρακτήρα της στο κοινό με τρόπο που να μην είναι μονολιθικός, που δεν την κάνει εντελώς αντιπαθητική. Είναι πάντα μια μεγάλη πρόκληση, όσες φορές και αν την έχεις ερμηνεύσει.

Ως γνωστόν, ο ρόλος είναι πολύ δύσκολος φωνητικά, δεν είναι όμως μεγάλος σε διάρκεια. Η Τουραντότ εμφανίζεται στη σκηνή αργά και λέει πολύ λίγα. Πρέπει λοιπόν να βρεις τις στιγμές – γιατί δεν έχεις πολύ χρόνο για να δημιουργήσεις μια πιο βαθιά συναισθηματική σχέση με τον ρόλο – για να περάσεις στο κοινό και εκείνες τις λεπτομέρειες, και εκείνες τις πλευρές του χαρακτήρα της που θα την κάνουν πιθανώς πιο συμπαθητική.

Ολα βεβαίως εξαρτώνται και από τη συνεργασία με τον σκηνοθέτη. Γιατί είναι κυρίως δουλειά του σκηνοθέτη να δημιουργήσει το πλαίσιο για μια Τουραντότ που δεν θα είναι μόνο ένα τέρας».

«Η όπερα είναι παντού και αφορά τους πάντες. Την ακούμε καθημερινά γύρω μας όλη την ώρα, ακόμα και στις ταινίες, στις τηλεοπτικές εκπομπές, στα βιντεοπαιχνίδια και στις διαφημίσεις»

Στην παράσταση που θα δούμε στο Ηρώδειο πόσο… τέρας θα είναι η Τουραντότ;

«Να συμπληρώσω πως σημασία έχει και ποια εκδοχή της όπερας κάνουμε κάθε φορά. Οπως πιθανώς γνωρίζετε, υπάρχουν διάφορες εκδοχές, με διαφορετικές σκηνές, με διαφορετικά κοψίματα, με διαφορετικά φινάλε. Και αυτό επηρεάζει το αν είναι 100% ψυχρή ή… μετρίως ψυχρή (γελάει).

Η «Τουραντότ» του Ηρωδείου θα έλεγα ότι είναι μια μετρίως ψυχρή εκδοχή, καθώς προσπαθούμε να δώσουμε όσο περισσότερη ψυχή και καρδιά μπορούμε σε αυτή τη γυναίκα. Ο κύριος Σερμπάν έχει μια πολύ δημιουργική ιδέα, και δική μου δουλειά είναι να μπορέσω να πραγματοποιήσω ικανοποιητικά εκείνο που μου ζητάει. Ελπίζω να μην τον απογοητεύσω».

Φωνητικά ποιο είναι το πιο δύσκολο κομμάτι του ρόλου;

«Σίγουρα η είσοδος της Τουραντότ με την πρώτη άρια, το «In questa reggia». Είναι τρομακτικό να ξεκινάς με κάτι τόσο απαιτητικό. Γιατί δεν υπάρχει χρόνος για να στήσεις κάτι σταδιακά. Είναι μια απότομη είσοδος, είναι και μια πολύ δύσκολη παρτιτούρα.

Βγαίνεις και με το «καλημέρα σας» ή πετυχαίνεις ή αποτυγχάνεις! Πρέπει να έχεις πολύ θάρρος για να τραγουδήσεις την Τουραντότ, έτσι νομίζω. Ή πρέπει να είσαι εντελώς τρελή – γιατί και αυτό βοηθάει (γελάει). Νομίζω ότι έχω και από τα δύο, και το θάρρος και αυτή τη λίγη τρέλα που πάντα χρειάζεται για να βγεις στη σκηνή, για να τολμάς και για να πηγαίνεις παρακάτω. Ειδικά σε ένα επάγγελμα σαν το δικό μου».

Πώς λοιπόν θα περιγράφατε σε κάποιον που δεν γνωρίζει πολλά από λυρικό τραγούδι το επάγγελμα που κάνετε;

«Είναι ακριβώς σαν να είσαι επαγγελματίας αθλητής, αλλά χωρίς όλη την ομάδα προπονητών και τη στήριξη που έχει ένας αθλητής για να βγει στο γήπεδο. Εμείς τα κάνουμε όλα αυτά μόνοι μας. Συνήθως έχουμε μια πολύ περιορισμένη ομάδα υποστήριξης. Οπότε, ναι, είναι πραγματικά επίτευγμα να είσαι ενεργός λυρικός τραγουδιστής».

Εχετε ερμηνεύσει έργα του Τζάκομο Πουτσίνι, του Ρίχαρντ Βάγκνερ, του Ρίχαρντ Στράους, για να αναφέρω τους τρεις συνθέτες με τους οποίους έχετε κυρίως συνδέσει το όνομά σας. Ποιος μιλάει πιο βαθιά στην ψυχή σας;

«Αυτό μοιάζει όπως όταν σε ρωτούν «ποιο από τα παιδιά σου αγαπάς περισσότερο;». Πώς μπορείς να ξεχωρίσεις κάποιο; Τους αγαπώ όλους πραγματικά, αγαπώ όλους τους ρόλους τους που έχω ερμηνεύσει. Καθένας έχει τα δικά του ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τις δικές του προκλήσεις.

Ο Πουτσίνι είναι μεγάλο κομμάτι της ζωής μου – αυτός ο ρόλος, η Τουραντότ, ουσιαστικά μου χάρισε την καριέρα μου, με έκανε την καλλιτέχνιδα που είμαι. Σχεδόν αμέσως μετά πέρασα στον Βάγκνερ και στον Στράους. Τον Στράους τον αποκαλώ «ο τρελός ετεροθαλής αδελφός του Βάγκνερ» (γελάει).

Ο Βάγκνερ είναι σαν μια ηφαιστειακή έκρηξη, και είναι απόλαυση να τον τραγουδάς. Τον λατρεύω. Αλλά μετά έρχεται και «ο τρελός μικρός αδελφός», ο Στράους, με την «οργιαστική» ενορχήστρωσή του και τις ηρωίδες του – αυτές τις γυναίκες που είναι εκτός ελέγχου. Η Ηλέκτρα, η Σαλώμη, η Αριάδνη, αυτές είναι οι γυναίκες που τραγουδάω.

Προσωπικότητες που πάλλονται από συγκλονιστικά συναισθήματα, που βιώνουν γεγονότα που ξεπερνούν τον άνθρωπο. Αγαπώ λοιπόν και τους τρεις συνθέτες, αλλά μου αρέσει να τους εναλλάσσω, να μην τραγουδάω συνέχεια τον ίδιο. Χρειάζομαι τη «μείξη» Πουτσίνι, Βάγκνερ, Στράους. Κρατάει το ενδιαφέρον αμείωτο και τη φωνή μου υγιή».

«Χρειαζόμαστε τη μουσική περισσότερο από ποτέ. Γιατί η μουσική μπορεί να μας οδηγήσει πίσω στην καρδιά μας, στα πιο πλούσια και ακριβά συναισθήματα, την αισθανόμαστε προτού χρειαστεί να τη σκεφτούμε»

Πώς φροντίζετε για την υγεία της φωνής σας όταν ερμηνεύετε ρόλους τόσο απαιτητικούς; Πολλοί συνάδελφοί σας θεωρούν πως ένα ρεπερτόριο όπως το δικό σας – με την Τουραντότ, την Ηλέκτρα, τη Σαλώμη, την Μπρουνχίλντε κ.λπ. – μπορεί να καταστρέψει πρόωρα μια φωνή, όχι;

«Είναι ένα θέμα που με έχει απασχολήσει πολύ. Προσπαθώ κάθε ημέρα να είμαι πολύ προσεκτική με τον τρόπο που χρησιμοποιώ τη φωνή μου. Βασίζομαι σε χρόνια σπουδών, σε χρόνια εκμάθησης και βελτίωσης της τεχνικής. Εξασκούμαι πολύ! Και προσέχω πολύ.

Αποφεύγω να φλυαρώ, δεν συχνάζω σε θορυβώδη περιβάλλοντα. Επίσης προσπαθώ να πίνω αρκετό νερό, να κρατώ ενυδατωμένο τον οργανισμό μου. Αυτά είναι τα μυστικά μου: πολύ νερό και καλή τεχνική. Και προσοχή, πρέπει να τραγουδάς πάντα με όσο το δυνατόν πιο φυσικό τρόπο. Αλλά, για να είμαι ειλικρινής, αυτό δεν είναι πάντα εφικτό. Γιατί όταν βγαίνεις στη σκηνή, πρέπει να τα δώσεις όλα, συχνά όμως δεν μπορείς να αποδώσεις στο 100% των δυνατοτήτων σου.

Παρ’ όλα αυτά, πρέπει να τραγουδήσεις. Αυτό είναι ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα: να είσαι αδιάθετος, εκτός φόρμας, και να πρέπει να τραγουδήσεις, επιστρατεύοντας κυρίως την τεχνική, χωρίς να φανεί πως δεν είσαι στην καλύτερη κατάσταση. Είναι πολύ δύσκολο».

Ωστόσο το κοινό περιμένει πάντα να ακούσει τον τραγουδιστή όσο πιο αψεγάδιαστο και τέλειο γίνεται. Αυτό πώς το διαχειρίζεται ένας τραγουδιστής τις ημέρες που δεν αισθάνεται καλά;

«Νομίζω πως το κοινό ζητάει μερικές φορές υπερβολικά πολλά, και αυτό είναι εύλογο, αφού δεν μπορεί να είναι μέσα στο κεφάλι και μέσα στο λαρύγγι του τραγουδιστή.

Επίσης, δεν καταλαβαίνει πάντα τη διαφορά ανάμεσα σε μια ζωντανή παράσταση και μια ηχογράφηση. Δεν έχει επίγνωση του πόσο σημαντικό και διαφορετικό είναι το «ζωντανό» θέατρο σε σύγκριση με το να ακούς μια ηχογράφηση καθισμένος στο σαλόνι σου.

Ομως και οι τραγουδιστές είναι άνθρωποι. Υπάρχουν κάποιοι πραγματικά υπεράνθρωποι, που μπορούν να αναπαράγουν την ίδια υπέροχη, λαμπερή φωνή κάθε βράδυ, αλλά είναι ελάχιστοι. Το 90% από εμάς έχουμε μερικές καλές βραδιές, αλλά έχουμε και αρκετές μέτριες βραδιές.

Και, αν είμαστε τυχεροί, έχουμε και δυο-τρεις εκπληκτικές βραδιές μέσα σε έναν χρόνο. Αυτά! Πάντα όμως προσπαθούμε να δώσουμε το καλύτερο, πάντα κυνηγάμε το όνειρο της τέλειας παράστασης, της πιο καταπληκτικής τεχνικής, και της απόλυτης θεατρικής εμπειρίας για το κοινό. Παραμένοντας απλοί άνθρωποι».

Είναι τελικά η όπερα ένα είδος τέχνης που απευθύνεται σε λίγους;

«Θα ήθελα όλο και περισσότεροι απλοί άνθρωποι να κατανοήσουν και να ζήσουν τη μουσική και το ζωντανό θέατρο. Να δουν πόσο ισχυρές μπορούν να είναι αυτές οι συναισθηματικές εμπειρίες.

Γιατί πράγματι υπάρχει η αντίληψη ότι μόνο οι πλούσιοι μπορούν να πάνε στην όπερα ή μόνο εκείνοι που μιλούν ξένες γλώσσες κ.λπ. Ή ίσως εκείνοι που οι παππούδες και οι γιαγιάδες τους τούς έβαζαν να ακούν δίσκους κλασικής μουσικής από τότε που ήταν παιδιά, και γι’ αυτό μπορούν να την καταλάβουν. Αλλά η αλήθεια είναι ότι αυτή η γεμάτη συναίσθημα μουσική είναι παντού και αφορά τους πάντες.

Την ακούμε καθημερινά γύρω μας όλη την ώρα, ακόμα και στις ταινίες, στις τηλεοπτικές εκπομπές, στα βιντεοπαιχνίδια και στις διαφημίσεις. Είναι μια μουσική που, αν της δώσεις λίγη προσοχή, μπορεί να εμπλουτίσει τη ζωή σου, νομίζω».

Αν μπορούσατε να αλλάξετε κάτι στη μουσική βιομηχανία, ποιο θα ήταν αυτό;

«Εμείς οι τραγουδιστές έχουμε γίνει λίγο σαν μια… τσάντα χειρός της μουσικής βιομηχανίας. Είμαστε ένα αξεσουάρ. Ετσι μας χρησιμοποιούν. Χρειαζόμαστε, αλλά δεν είμαστε πάντα στο κέντρο του ενδιαφέροντος, δεν έχουμε την προσοχή που θα μας άξιζε.

Θα ήθελα λίγο περισσότερο σεβασμό για όλους τους ανθρώπους που κοπιάζουν για το θέατρο, για σκηνοθέτες, χορογράφους, τραγουδιστές, ορχήστρα, τεχνικούς και βοηθούς σκηνής. Τίποτε ωραίο δεν μπορεί να συμβεί χωρίς την παρουσία και τη συνεργασία αυτής της τεράστιας ομάδας».

Είστε αισιόδοξη για το μέλλον της όπερας;

«Ναι! Επειδή νομίζω ότι καθώς βομβαρδιζόμαστε από τα social media και την Τεχνητή Νοημοσύνη και είμαστε απορροφημένοι με όλα αυτά που καθημερινά βλέπουμε στα κινητά τηλέφωνά μας, κάποια στιγμή οι άνθρωποι θα θελήσουμε να είμαστε και πάλι μαζί με άλλους ανθρώπους.

Η ανθρώπινη επαφή δεν συγκρίνεται με το να κοιτάς το κινητό σου. Και η τέχνη μπορεί να φέρει κοντά τους ανθρώπους. Το να κάθεσαι σε μια αίθουσα με εκατοντάδες άλλους και να ζεις το θέατρο είναι τελείως διαφορετικό από το να το παρακολουθείς στην οθόνη του tablet σου ή να το ακούς από το κινητό σου».

Τραγουδάτε, αλλά, από όσο γνωρίζω, παράλληλα διδάσκετε και νέους τραγουδιστές. Ποια είναι η συμβουλή που τους δίνετε πιο συχνά;

«Τραγουδήστε με τη δική σας φωνή, με τον δικό σας ήχο. Μη μιμείστε ηχογραφήσεις. Ακολουθήστε την καρδιά σας. Εμπιστευθείτε το ένστικτό σας. Και δημιουργήστε μια πολύ σταθερή τεχνική που θα κρατήσει μια ζωή».

Πόσο εύκολο είναι να ακολουθήσεις την καρδιά σου σε έναν κόσμο γεμάτο θόρυβο και προβλήματα;

«Είναι πολύ δύσκολο. Αλλά γι’ αυτό χρειαζόμαστε τη μουσική περισσότερο από ποτέ. Γιατί η μουσική μπορεί να μας οδηγήσει πίσω στην καρδιά μας, στα πιο πλούσια και ακριβά συναισθήματα, την αισθανόμαστε προτού χρειαστεί να τη σκεφτούμε.

Μας κάνει να νιώθουμε κάτι βαθύ και μετά το μυαλό αρχίζει να θέτει ερωτήματα: «Τι είναι αυτό που νιώθω; Γιατί το νιώθω; Τι μου συμβαίνει;». Πρέπει να ξαναβρούμε αυτά τα συναισθήματα».

Εχετε καλλιτεχνικά όνειρα; Ποιους ρόλους θα θέλατε να τραγουδήσετε στο μέλλον;

«Μετά τις εμφανίσεις στο Ηρώδειο αναχωρώ για τη Σανγκάη, όπου θα ερμηνεύσω για πρώτη φορά ολόκληρο τον ρόλο της Ιζόλδης στην όπερα του Βάγκνερ «Τριστάνος και Ιζόλδη».

Είμαι πολύ αγχωμένη. Είναι όμως ένας ρόλος σπουδαίος, τον οποίο έχω αρχίσει να ερωτεύομαι. Είμαι, πώς το λένε… συγκρατημένα αισιόδοξη (γελάει). Αλλά και ενθουσιασμένη και αισθάνομαι τιμή που με επέλεξαν για να τραγουδήσω τον ρόλο. Ευχηθείτε μου καλή τύχη!».

ΙΝFO

«Τουραντότ»: Ωδείο Ηρώδου Αττικού, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών. Η Λιζ Λίντστροµ θα τραγουδήσει στις παραστάσεις που θα δοθούν την
1η και στις 5

και 8 Ιουνίου. Στις 3 και στις 6 του µήνα τον ρόλο του τίτλου θα ερµηνεύσει

η Κάθριν Φόστερ.

Μέγας Χορηγός: ΔΕΗ.