Σε μια εποχή λογοτεχνικής βοής, όπου το εντυπωσιακό και το θορυβώδες συχνά κυριαρχούν, η σουηδή συγγραφέας Ια Γκένμπεργκ καταφέρνει να ξεχωρίσει με έναν τελείως διαφορετικό τρόπο: με τη σιωπή, την αφαίρεση και τη δύναμη της μνήμης. Το μυθιστόρημά της με τίτλο «Οι λεπτομέρειες» (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Gutenberg) είναι ένα ήσυχο αλλά βαθιά συγκινητικό έργο, που λειτουργεί περισσότερο σαν ψίθυρος παρά σαν κραυγή.
Tο τέταρτο στη συγγραφική της διαδρομή, βραβεύθηκε με το August Prize το 2022, χαρακτηρίστηκε ένα από τα «καλύτερα βιβλία του 2023» από τον «New Yorker», έφτασε στη βραχεία λίστα του Διεθνούς Βραβείου Booker το 2024, ενώ το 2025 περιλήφθηκε στη longlist του Διεθνούς Βραβείου Λογοτεχνίας του Δουβλίνου.
Η Γκένμπεργκ ξεκίνησε να γράφει το συγκεκριμένο βιβλίο από μια εντελώς προσωπική στιγμή: άνοιξε ένα παλιό βιβλίο και βρήκε μια αφιέρωση 25 ετών, γεγονός που την ώθησε να ξεκινήσει τη συγγραφή με αφετηρία αυτή την εμπειρία.
Mε τον ίδιο τρόπο δηλαδή που η πρωταγωνίστριά της, σωματικά εξαντλημένη και ξαπλωμένη με πυρετό, καθώς ξεφυλλίζει ένα παλιό αγαπημένο βιβλίο, βρίσκει ένα σημείωμα από έναν πρώην εραστή. Ετσι πυροδοτείται μια ροή μνήμης και ενσώματων εντυπώσεων, με την αφήγηση να περιστρέφεται γύρω από πρόσωπα-κλειδιά στη ζωή της αφηγήτριας: την καλύτερή της φίλη, τον πατέρα των παιδιών της και τη βασανισμένη μητέρα της.
«Ηθελα να αποδώσω αυτά τα πρόσωπα ως ολόκληρους ανθρώπους, ολοκληρωμένες προσωπικότητες που ο καθένας μας θα μπορούσε να αναγνωρίσει. Εστίασα στη σχέση τους με την αφηγήτρια και στην ικανότητά της να τους «εγκολπώνεται» χωρίς να τους κρίνει.
Δεν υπάρχει, στην πραγματικότητα, πολλή επιλογή όταν γράφεις, τα πράγματα προκύπτουν σταδιακά καθώς η ιστορία παίρνει μορφή. Αλλά τα τέσσερα πρόσωπα του βιβλίου εμφανίστηκαν με πολύ καθαρό τρόπο σε εμένα και μόλις άρχισαν να ζουν μέσα μου, άρχισαν να κάνουν πράγματα που ταίριαζαν απόλυτα με τον χαρακτήρα τους. Ημουν επίσης πολύ προσεκτική να τα αγαπώ σε όλη τη διάρκεια. Είναι πολύ εύκολο να πέσεις στην παγίδα τού να κοιτάς αφ’ υψηλού μια «drama queen» όπως η Νίκι ή έναν ταλαιπωρημένο τύπο όπως ο Αλεχάντρο, να αρχίσεις να γράφεις για αυτούς με απόσταση. Αλλά αυτό θα υπονόμευε εντελώς τον σκοπό του βιβλίου».
Γράψε μου το τηλέφωνό σου
Μία από τις πιο γοητευτικές αρετές του βιβλίου είναι το ότι εκτυλίσσεται στην προ-ψηφιακή εποχή: τη δεκαετία του ’90 και τις αρχές του 2000, όταν οι άνθρωποι μπορούσαν ακόμη πραγματικά να χαθούν, να εξαφανιστούν από τη ζωή σου χωρίς ίχνος, αφήνοντας πίσω μόνο αναμνήσεις και αποσπασματικές λεπτομέρειες.
«Ναι, αυτό ήταν προϋπόθεση. Τα 90s ήταν μοντέρνα με πολλούς τρόπους, αλλά όχι ακόμη ψηφιακά. Οπότε ήταν απολύτως δυνατό – όπως πολλοί θυμόμαστε – να χάσεις τα ίχνη κάποιου σε μια ουρά έξω από ένα εστιατόριο, κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού στην Ευρώπη ή απλώς επειδή κάποιος μετακόμισε χωρίς να αφήσει νέα διεύθυνση. Είχες έναν τηλεφωνικό κατάλογο, θυμόσουν απ’ έξω δεκάδες αριθμούς. Ξυπνούσες μετά από ένα πάρτι με έναν αριθμό γραμμένο στο μπράτσο σου με κραγιόν. Εχω ψάξει για κάποιον ακριβώς όπως περιγράφεται στο κεφάλαιο για τη Νίκι. Αν σήμερα έχανα τα ίχνη κάποιου στην Ευρώπη, θα έπιανα το κινητό μου για να τον βρω. Είναι πιο βολικό, αλλά πολύ λιγότερο ελκυστικό λογοτεχνικά».
Παρόλο που γράφτηκε μέσα στην πανδημία, μια περίοδο κατά την οποία άθελά μας πολλοί βρεθήκαμε αντιμέτωποι με τον στοχασμό και την αναδρομή, το βιβλίο της Γκένμπεργκ δεν είναι μόνο προσωπικό: φέρει και μια συλλογική αίσθηση παύσης. Η ατμόσφαιρα που δημιουργεί είναι πυκνή, μελαγχολική, σχεδόν υπνωτιστική. Οπως η ίδια εξηγεί, δεν την ενδιαφέρει η φυσιοκρατική ακρίβεια, ούτε οι εκτενείς περιγραφές.
Aποφεύγει τις τεχνικές λεπτομέρειες, εκτός αν εξυπηρετούν την ουσία. Για τη συγγραφέα, τα πάντα περιστρέφονται γύρω από τον τόνο – έναν ελαφρώς μελαγχολικό απόηχο που αντηχεί σταθερά καθ’ όλη τη διάρκεια της αφήγησης.
«Η γραφή ήταν πολύ επίπονη, ξαναέγραφα τα πάντα συνεχώς. Τις περισσότερες μέρες ξεκινούσα από την αρχή. Πολλά κόπηκαν, γι’ αυτό και το βιβλίο είναι τόσο σύντομο. Ολη η διαδικασία περιστρεφόταν γύρω από την πίστη σε αυτόν τον ελαφρώς μελαγχολικό τόνο που αντηχούσε στο κεφάλι μου και τη διαγραφή όλων των λέξεων και φράσεων που δεν ταίριαζαν ακριβώς. Ηθελα επίσης το βιβλίο να είναι συμπαγές, πυκνό, σχεδόν σαν σοκολατένια τρούφα. Ούτε μία λέξη παραπάνω, ούτε μία λιγότερη. Και, πάνω απ’ όλα, καθόλου περιττή φλυαρία. Να μοιάζει σαν μια ψιθυριστή συνομιλία σε ένα νεκροκρέβατο».
Το τοπικό που είναι παγκόσμιο
Κάπως έτσι, το βιβλίο, παρά το σουηδικό του πλαίσιο, καταφέρνει να μιλήσει σε ένα διεθνές κοινό, χωρίς να ακολουθεί τις εμπορικές τάσεις ή να υποκύπτει στις επιταγές της αγοράς. Η συγγραφέας δεν ενδιαφέρεται να ευθυγραμμιστεί με ό,τι θεωρείται μοντέρνο ή να αντιδράσει σε υπάρχουσες σχολές. Οπως λέει χαρακτηριστικά: «Δεν έχω πραγματική αίσθηση των σύγχρονων λογοτεχνικών τάσεων, πιστεύω ότι συμβαίνουν όλα τα είδη τάσεων ταυτόχρονα. Οι «Λεπτομέρειες» δεν γράφτηκαν ως αντίθεση σε κάτι, απλώς προέκυψαν ως το βιβλίο που γεννήθηκε αυτή τη φορά που κάθισα να γράψω».
Η σχέση της Γκένμπεργκ με το λογοτεχνικό και εθνικό της περιβάλλον είναι αποστασιοποιημένη, σχεδόν παιγνιώδης. Δεν επιδιώκει να εκπροσωπήσει κάποιο «σουηδικό» στίγμα, ούτε εντάσσει το έργο της σε κάποιο ευρύτερο κίνημα.
Το περιγράφει με γλαφυρή ειρωνεία: «Η Σουηδία είναι μια μικρή χώρα και μια μικρή γλωσσική περιοχή, οπότε δεν νομίζω ότι υπάρχουν προσδοκίες. Ορίστε μια κρυπτική μικρή συγγραφέας από μια κρυπτική μικρή χώρα με μια γλώσσα που κανείς δεν καταλαβαίνει. Δεν αισθάνομαι ότι εκπροσωπώ τίποτα. Επιπλέον, όλη εκείνη η τάση του Nordic Νoir, με τους σουηδούς αστυνομικούς να λύνουν βίαιες δολοφονίες, πλέον ξεφουσκώνει. Εχουμε φυσικά εξαιρετικούς συγγραφείς, γνωστούς διεθνώς, ζωντανούς και μη. Αλλά εγώ δεν ανήκω στη δική τους κατηγορία».
Παρότι δεν θεωρεί το έργο της πολιτικό, η Γκένμπεργκ αναγνωρίζει ότι η αφήγηση μιας ανοιχτά αμφιφυλόφιλης γυναίκας όπως η ηρωίδα της έχει προκαλέσει αντιδράσεις σε κάποιες χώρες, κάτι που αναδεικνύει πτυχές κοινωνικής προσλαμβάνουσας, ανεξαρτήτως της πρόθεσης: «Ολοι οι συγγραφείς δουλεύουν μέσα σε ένα πλαίσιο, και φυσικά με ενδιαφέρουν τα κοινωνικά ζητήματα και η πολιτική. Μεγάλωσα σε ένα κοινωνικό κράτος πρόνοιας, με όλα όσα αυτό συνεπάγεται, και έζησα την ενήλικη ζωή μου μέσα στον 21ο αιώνα, με όλες του τις αλλαγές στη δημόσια σφαίρα, τις τάσεις και τις πνευματικές μεταστροφές. Ολοι μας διαμορφωνόμαστε από την εποχή μας. Αλλά το να προσπαθείς να γράψεις για το παρόν μέσα από πολιτικές συζητήσεις ή απεικονίζοντας συγκεκριμένες εξελίξεις, δεν είναι για εμένα. Αλλοι είναι πολύ καλύτεροι στο να εκφράζουν απόψεις ή να συμβάλλουν στον δημόσιο διάλογο. Σε κάποιες χώρες, ωστόσο, το γεγονός ότι η αφηγήτρια είναι ανοιχτά αμφιφυλόφιλη προκάλεσε αντιδράσεις, κάτι που, όσο παράξενο κι αν ακούγεται, εξακολουθεί να θεωρείται προβληματικό σε ορισμένα μέρη του κόσμου. Οπότε, με αυτή την έννοια το βιβλίο είναι ελαφρώς πολιτικό, αν και δεν ήταν αυτός ο σκοπός μου».