Παρότι ανήκει στη γενιά των millennials, δε θα βρει κανείς τον Δημήτρη Σκύλλα να ξημεροβραδιάζεται στα κοινωνικά δίκτυα ως πομπός επιδοκιμασίας για ψύλλου πήδημα και δέκτης φιλαυτίας με το καντάρι. Αντιθέτως, μπορεί να τον συναντήσει κάποιο βράδυ στο Σύνταγμα. Να κάθεται φορώντας τα ακουστικά του σε ένα παγκάκι της πλατείας, σαν αλητόγατος, όπως ο ίδιος γλαφυρά περιγράφει, και να παρατηρεί τον κόσμο.

Φωτογραφία: Ανδρέας Σιμόπουλος
Ναι, η εικόνα, οι συνήθειες, η στάση ζωής και η κοσμοθεωρία του συνθέτη που στα 38 χρόνια του μετρά ήδη μια συνεργασία με την ορχήστρα του BBC, έχει δει τον εαυτό του να γίνεται ντοκιμαντέρ, έχει συνθέσει μουσική για παραστάσεις του Εθνικού Θεάτρου και έχει το προνόμιο να είναι ο πρώτος resident artist του οργανισμού Istanbul Modern, απέχουν παρασάγγας από εκείνο που ενδεχομένως έχει κανείς αποκρυσταλλωμένο στον νου του για τους δημιουργούς μουσικής.
Κι αυτά ακριβώς είναι τα στοιχεία που κάνουν τις συνθέσεις και τις ιδέες του ενδιαφέρουσες και τον ίδιο έναν αναντίρρητα γοητευτικό συνομιλητή.
Την Μεγάλη Τετάρτη η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών θα ερμηνεύσει στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών το νέο του έργο-ανάθεση με τίτλο «The Judgment Day». Ο ίδιος μοιράζεται τις σκέψεις του λίγες ώρες πριν ακούσει το έργο που έγραψε στον τοίχο του σπιτιού του στο Βόλο να παίρνει για πρώτη φορά ζωή στην αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης».
Ποιο είναι το εδώ και το τώρα ενός πολυπράγμονα και αγαπητού συνθέτη;
Στα 38 μου είμαι εκεί που θέλω να είμαι. Προφανώς πάντα θέλουμε παραπάνω, γιατί είμαστε ανικανοποίητα όντα. Η δουλειά μου πάει πολύ καλά. Τι σημαίνει πάει πολύ καλά; Σημαίνει ότι μέχρι τώρα έχω υπάρξει τυχερός. Δεν έχω γράψει ποτέ ούτε μια νότα που δεν θέλω. Ποτέ. Κάνω πάντα ό,τι θέλω. Με προσωπικό κόστος.

Φωτογραφία: Ανδρέας Σιμόπουλος
Αλλά ό,τι αφήνω πίσω μου – ασχέτως αν κάποιες φορές μου αρέσει πολύ και άλλες όχι τόσο- είναι επιλογή μου. Όταν κάνεις ποιότητα, είναι πάρα πολύ δύσκολο να κάνεις καριέρα, αλλά, αν βρεις έναν τρόπο να κάνεις την ποιότητα που θέλεις και να ζεις επαρκώς, θεωρώ ότι αυτό είναι επιτυχία.
Πιστεύετε ότι βοηθά η προσωπικότητά σας;
Eχω ένα όραμα, μένω πιστός σ’ αυτό και το πολεμάω. Είναι πολύ δύσκολο να σπάσουν τα τείχη των στερεότυπων και του establishment της κλασικής μουσικής, είναι ένας χώρος πολύ δύσκολος, αλλά το κάνω όπως θέλω. Και πρέπει να πω πως αυτή η μουσική πασχίζει να βρει το κοινό της.
Θεωρώ ότι παγκοσμίως οι συνθέτες δεν ασχολούμαστε πάρα πολύ με το κοινό και δεν προσπαθούμε να προωθήσουμε τη δουλειά μας. Eχουμε μείνει σε μια ελιτίστικη ας πούμε φυλακή, ομπρέλα, φωλιά, πείτε το όπως θέλετε.
«Θέλω να κάνω πράγματα τα οποία είναι λιτά, όμορφα, βαθιά και πηγαία. Καμιά φορά νιώθω outsider, νιώθω βλάκας, απροσάρμοστος. Σας φαίνομαι τρελός;»
Πώς είναι το αίσθημα να είστε γνωστός και ανερχόμενος συνθέτης, όταν μάλιστα δεν ήταν ακριβώς το όνειρό σας να γίνετε συνθέτης;
Δεν ήταν το όνειρό μου. Ηταν όμως το πεπρωμένο μου. Η δημιουργία η ίδια της μουσικής είμαι εγώ, δεν μπορώ να σας το εξηγήσω. Μου βγαίνει πολύ φυσικά. Αντλώ τη μουσική από την ζωή μου και όχι την ζωή μου από τη μουσική. Γι’ αυτό βάζω τη ζωή μου πρώτα από τη μουσική. Γι’ αυτό και δεν με ενδιαφέρει καθόλου να κάνω μουσική παραπάνω από όσο ζω.
Oλοι οι φίλοι μου λένε «ο Δημήτρης είναι τεμπέλης» ή «Ο Δημήτρης κάνει μόνιμα διακοπές και σταματά λίγες μέρες του χρόνου για να δουλέψει». Αλλά δουλεύω στο κεφάλι μου όλη την ώρα. Πάω έξω, σκέφτομαι τα έργα μου. Είμαι εδώ, σκέφτομαι τα έργα μου. Χορεύω στα πανηγύρια, σκέφτομαι τα έργα μου. Συνέχεια, συνέχεια.

Φωτογραφία: Ανδρέας Σιμόπουλος
Η παραδοσιακή μουσική είναι σημείο αναφοράς στο έργο σας. Αναρωτιέμαι γιατί.
Η παραδοσιακή μουσική είναι πολύ πιο αυθεντική, γνήσια και άμεση από την κλασική μουσική. Προσωπικά δεν ακούω πολύ κλασική μουσική. Ακούω όμως λατρευτική μουσική, θρησκευτική μουσική, η οποία έχει έναν εξωμουσικό παράγοντα, έχει ένα όραμα κι ένα σκοπό, την επαφή με το Θεό.
Και εμένα όλη μου η μουσική προσπαθώ να έχει επαφή με το Θεό, με το ιερό, χωρίς εγώ ίδιος να θεωρούμαι θρησκευόμενος.
Οσο μεγαλώνω καθαρίζει η σκέψη μου για τη μουσική μου και την τέχνη μου. Βρίσκω προβληματικά όλα τα εφέ που έχει η τέχνη, τα τρικς που απεργάζεται. Στο χορό, στο θέατρο, στη μουσική. Υπάρχει πολλή βαβούρα, πολύς εντυπωσιασμός για τα social media, για το Instagram.
Οταν τα βλέπω όλα αυτά νιώθω ότι δεν ανήκω σε αυτή την οικογένεια. Προσωπικά δε με ενδιαφέρει καθόλου το φαίνεσθαι. Μηδέν.
Εσείς με ποιον τρόπο θέλετε να εντυπωσιάζετε;
Με την αλήθεια, με την ουσία θέλω να εντυπωσιάζω. Με το δέος, με το να αγγίζω το πρωτόγονο αίσθημα, το ενστικτώδες των ανθρώπων. Δε με ενδιαφέρουν καθόλου τα τρέχοντα και τα εφήμερα ζητήματα. Η μεγαλύτερη δύναμη της τέχνης είναι η καθαρότητα και η απλότητα.
«Οχτώ μήνες δούλευα το «The Judegment Day». Ξεκίνησα να το γράφω στον τοίχο του σπιτιού μου στον Βόλο με μολύβι».
Και εγώ θέλω να κάνω πράγματα τα οποία είναι λιτά, όμορφα, βαθιά και πηγαία. Καμιά φορά νιώθω outsider, νιώθω βλάκας, απροσάρμοστος. Σας φαίνομαι τρελός;
Καθόλου. Όμως πόσο εύκολο είναι να φτάσετε σε αυτά τα αρχέγονα αισθήματα με τόση πληροφορία γύρω τριγύρω; Δεν έχει ανέβει δυσθεώρητα ψηλά ο πήχης;
Το «The Judgment Day» είναι ένα πολύ καλό παράδειγμα. Καταρχάς να πούμε πως πρόκειται για μια ανάθεση της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, για την οποία θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Λουκά Καρυτινό και τη διοίκηση της ΚΟΑ.
Πριν από δύο χρόνια κάναμε μαζί τον «Χορό του Ζαλόγγου» και τώρα έχω μια άλλη, μεγαλύτερη ανάθεση από την πρώτη ορχήστρα της χώρας. Και μάλιστα εν λευκώ. Το μόνο που μου είπαν ήταν ότι θα είναι Μεγάλη Τετάρτη στο Μέγαρο Μουσικής.

Φωτογραφία: Ανδρέας Σιμόπουλος
Αποφάσισα να κάνω την «Ημέρα της Κρίσης», να καταπιαστώ δηλαδή με ένα πολύ γνωστό θέμα, το οποίο έχουμε δει σε εκατοντάδες αναπαραστάσεις σε πίνακες ζωγραφικής –μεσαιωνικούς, αναγεννησιακούς, βυζαντινούς-, στην Καπέλα Σιστίνα του Μικελάντζελο και βέβαια στο τρίπτυχο του Ιερώνυμου Μπος. Όλες αυτές οι εικαστικές συνθέσεις σε όλους τους αιώνες έχουν τρία στοιχεία. Τον Χριστό που κατεβαίνει στη Γη ως ο μέγας κριτής, τον Παράδεισο και την Κόλαση.
Ξεκίνησα να σκέφτομαι λοιπόν τι είναι ο Παράδεισος και τι η Κόλαση για μένα. Ξεκίνησα από το ατομικό για να περάσω στο συλλογικό. Κατέληξα πως βασικός άξονας σε όλες τις ερμηνείες είναι η αγάπη. Έτσι αποφάσισα ο Παράδεισος στο έργο μου να αφορά στην ένωση. Άντλησα αναφορές από παραδοσιακά τραγούδια του γάμου, με τα οποία όλοι μας έχουμε κάποια επαφή.
Τι είναι αντίθετο όλου αυτού; Τι θα μπορούσε να είναι η Κόλαση; Ο νταλκάς και η καψούρα. Οπότε η Κόλαση για μένα έγινε μια βουτιά στην Ανατολή. Όλοι μας έχουμε αυτό το guilty pleasure. Όλοι μας αγαπάμε τα καψουροτράγουδα πάνω κάτω. Τα έχουμε ζήσει, τα έχουμε βιώσει, τα έχουμε ακούσει.
Ξεπέρασα πάρα πολλά ακαδημαϊκά κόμπλεξ που είχα με το να φέρω καψουροτράγουδα στην ορχήστρα. Όχι υπάρχοντα βέβαια, αλλά να φτιάξω μελωδίες σε αυτό το δρόμο.
Πόσο καιρό δουλεύατε αυτή την ανάθεση;
Οχτώ μήνες. Ξεκίνησα να γράφω το έργο στον τοίχο του σπιτιού μου στον Βόλο με μολύβι. Θα μπει κανείς και θα νομίζει ότι τρελάθηκα. Είναι πολύ ενδιαφέρον ότι την ίδια εβδομάδα που ξεκίνησα τη σύνθεση ξεκίνησα και την ψυχανάλυση.

Φωτογραφία: Ανδρέας Σιμόπουλος
Είναι μια εξομολόγηση αυτό το έργο. Δεν ξέρω αν έφτιαξα κάτι καταπληκτικό, αλλά πιστεύω ότι έχει τις πιθανότητες να αγγίξει πολλές συλλογικές εμπειρίες και αναμνήσεις του κοινού.
Είμαστε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών πριν από την πρόβα σας με την ΚΟΑ. Αλήθεια, συγκρούσεις ανάμεσα στο δημιουργό και τις ορχήστρες υπάρχουν;
Υπάρχουν, αλλά δεν είναι πραγματικές συγκρούσεις γιατί όλοι έχουμε το ίδιο θέλω. Δεν πρόκειται για κάποια σύγκρουση συμφερόντων. Ολοι το ίδιο πράγμα επιθυμούμε, απλά έχουμε διαφορετικές οδούς, για να πάμε σε αυτήν την κατεύθυνση. Η ορχήστρα είναι σαν την κοινωνία, αν το σκεφτείτε.
Υπάρχει ένας μαέστρος, ο οποίος μπορεί να είναι ο πρόεδρος της δημοκρατίας ή ο πρωθυπουργός, αλλά μπορεί να είναι και δικτάτορας. Και μετά έχουμε την ιεραρχία: το πρώτο βιολί, το πρώτο τσέλο, το πρώτο όμποε, μετά τα δεύτερα όργανα. Ο συνθέτης δεν ξέρω τι είναι. Μάλλον είναι η νομοθεσία. Εκείνος που βάζει το πλαίσιο.
«Βρίσκω προβληματικά όλα τα εφέ που έχει η τέχνη, τα τρικς που απεργάζεται. Υπάρχει πολλή βαβούρα, πολύς εντυπωσιασμός για τα social media, για το Instagram».
Η πρώτη σας συνεργασία με ορχήστρα ήταν με εκείνη του BBC;
Ναι, με πέταξαν σε πολύ βαθιά νερά πολύ νωρίς, χωρίς να έχω εμπειρία. Δεν πιστεύω όμως ότι το έργο απέδωσε όπως θα ήθελα. Ήταν μια ωραία συνθήκη, πήγε καλά, δημιουργήθηκε μια ταινία πάνω σ’ αυτό, το «Afterpop». Αλλά δεν μπορώ να πω «τι ωραία που έχω αυτό το έργο, θέλω να το παίξω ξανά». Μην είμαι όμως αχάριστος. Ήταν μια συνεργασία που μου έδωσε πολλές ευκαιρίες.
Οι ευκαιρίες σας έρχονται γιατί είστε πολύ καλός σε αυτό που κάνετε;
Ναι θα σας απαντήσω. Αφού ήδη με λένε ψώνιο (γελάει). Στην πραγματικότητα ξέρω τι κάνω καλά και τι δεν κάνω. Και μπορώ να σας πω ότι σιγά βρίσκω ολοένα και παραπάνω μια πολύ προσωπική φωνή. Οσο αυτή η προσωπική φωνή γίνεται πιο δυνατή, τόσο πιο πολύ ο κόσμος θέλει να δουλέψει μαζί σου, γιατί θέλουν να δουν αυτό το καινούριο.

Φωτογραφία: Ανδρέας Σιμόπουλος
Επίσης, δεν έχω κανένα θέμα και καμία αλαζονεία να ζητήσω μια δουλειά ή μια συνεργασία. Δεν το παίζω καθόλου ντίβα. Είμαι πολύ καθαρός με τους ανθρώπους και όταν θέλω να δουλέψω με κάποιον απλά το ζητάω. Δε φοβάμαι να εκτεθώ στην απόρριψη. Ζητάω και φτιάχνω χώρο για τον εαυτό μου. Αν ζητήσεις 50 πράγματα θα πάρεις 2. Αν ζητήσεις 10, μπορεί να μην πάρεις τίποτα.
Πού γράφετε περισσότερο μουσική; Στην Αθήνα ή στο Λονδίνο;
Στην Αθήνα σπάνια γράφω μουσική. Στην Αθήνα δεν μπορώ να γράψω μουσική – ίσως μόνο συνθέσεις για το θέατρο. Γενικά είμαι μεγάλος τεμπέλης. Μου αρέσει να περνάω πάρα πολύ χρόνο χωρίς να κάνω τίποτα. Να κοιτάω το ταβάνι. Και μου αρέσει η νύχτα, η βαμπιρική αναζήτηση και το κυνήγι της ζωής.
Οταν δε βγαίνω τα βράδια, φοράω τα ακουστικά μου και ξεκινάω να περπατάω από τα Εξάρχεια προς το κέντρο. Κάθομαι στα πεζούλια στο Σύνταγμα, ακούω μουσική και κοιτάω τον κόσμο. Σαν αλητόγατος. Ψάχνω συνέχεια ερεθίσματα.
«Δε φοβάμαι να εκτεθώ στην απόρριψη. Αν ζητήσεις 50 πράγματα θα πάρεις 2. Αν ζητήσεις 10, μπορεί να μην πάρεις τίποτα».
Μετά την ανάθεση της ΚΟΑ, τι;
Είμαι ο πρώτος resident artist του Istanbul Modern, του μουσείου σύγχρονης τέχνης της Κωνσταντινόπουλης. Με κάλεσαν εκεί για να δημιουργήσω ένα έργο για το ίδιο το μουσείο, το ρόλο του, το κτίριο στο Βόσπορο, την Κωνσταντινούπολη. Λατρεύω να συνεργάζομαι με οργανισμούς μουσείων.
Είναι ένας άλλος χώρος αυτός της σύγχρονης τέχνης που πιστεύω ότι ανήκω εν μέρει. Ο κόσμος εκεί με βλέπει σαν εξωτικό φρούτο γιατί είμαι διαφορετικός. Οπότε δεν έχω να αποδείξω τίποτα. Πάω απλά και παίζω το έργο μου.
Με αυτή την ανάθεση λοιπόν επιστρέφω στη μικρή κλίμακα, έπειτα από τις μεγάλες ορχήστρες και τη μουσική για παραστάσεις της Επιδαύρου. Κι ομολογώ πως έχω αρκετές ανασφάλειες. Γιατί; Διότι εκεί δεν μπορείς να κρύψεις τίποτα. Είσαι εσύ και το πιάνο. Γυμνός.
Info: «The Judgement Day» για κλαρινέτο & ορχήστρα του Δημήτρη Σκύλλα (ανάθεση της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών), τη Μεγάλη Τετάρτη 16/04 στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Ευχαριστούμε το ΜΜΑ για τη φιλοξενία της φωτογράφισης