Με τα πρώτα ενέσιμα φάρμακα κατά της παχυσαρκίας να γνωρίζουν εκρηκτική επιτυχία, περισσότερες από δέκα φαρμακοβιομηχανίες αναπτύσσουν θεραπείες νέας γενιάς που περιορίζουν το σωματικό λίπος ενώ παράλληλα διατηρούν τη μυϊκή μάζα.

Οι λεγόμενοι «αγωνιστές GLP-1», μια κατηγορία φαρμάκων στην οποία ανήκουν η σεμαγλουτίδη και η τιρζεπατίδη, βοηθούν τους παχύσαρκους ασθενείς να χάσουν το 15 με 20 τοις εκατό του σωματικού τους βάρους, ταυτόχρονα όμως προκαλούν απώλεια μυϊκής μάζας που ορισμένοι γιατροί θεωρούν ανησυχητική.

Στις κλινικές δοκιμές της σεμαγλουτίδης, έως και το 40% της απώλειας βάρους προερχόταν από μείωση της μυϊκής μάζας και της σωματικής δύναμης, ένα δυνητικά σοβαρό πρόβλημα για τους ηλικιωμένους ασθενείς που κινδυνεύουν από πτώσεις.

Τη λύση θα μπορούσε να δώσει μια σειρά από πειραματικά φάρμακα που δοκιμάζονται είτε μόνα τους είτε σε συνδυασμό με αγωνιστές GLP-1. Τα περισσότερα από αυτά αναπτύχθηκαν αρχικά για την αντιμετώπιση διαφόρων μορφών μυϊκής ατροφίας και δυστροφίας και βάζουν στο στόχαστρο πρωτεΐνες του ανθρώπινου οργανισμού που διεγείρουν την αύξηση των μυών ή περιορίζουν την αποδόμησή τους.

Περίπου οι μισές υποψήφιες θεραπείες αναστέλλουν τη δράση της μυοστατίνης, μιας πρωτεΐνης που φρενάρει την αύξηση των μυών, ενώ άλλες στοχεύουν την ακτιβίνη, μια πρωτεΐνη που παίζει ρόλο στην αύξηση των μυών και πολλές άλλες βιολογικές λειτουργίες.

Η Eli Lilly, η Scholar Rock, η Regeneron, η BioHaven και η Veru είναι μερικές από τις εταιρείες που αναπτύσσουν τέτοιες θεραπείες. Πρώτη παρουσίασε αποτελέσματα η Veru, η οποία ολοκλήρωσε τον Ιανουάριο τα αποτελέσματα κλινικής μελέτης σε 168 ασθενείς.

Το πειραματικό φάρμακο, με την ονομασία ενομποσάρμη, βοήθησε εθελοντές μεγάλης ηλικίας να χάσουν 71% λιγότερη μυϊκή μάζα όταν συνδυαζόταν με σεμαγλουτίδη. Τα δεδομένα για το αντίστοιχο φάρμακο της Eli Lilly, την μπιμαγκρουμάμπη, αναμένονται εντός του έτους, ενώ σε εξέλιξη βρίσκονται οι μελέτες μέσου σταδίου για την τρεβογκρουμάμπη της Regeneron.

Ακόμα πάντως κι αν τα αποτελέσματα των δοκιμών είναι ενθαρρυντικά, η αμερικανική Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) είναι απίθανο να εγκρίνει τα νέα φάρμακα αν δεν τεκμηριωθούν συγκεκριμένα οφέλη για την υγεία, όπως για παράδειγμα μείωση του κινδύνου πτώσης και κατάγματος.