Η οικονομική ανάπτυξη αποτελεί, και δικαιολογημένα, πάντα ένα θέμα που απασχολεί τον δημόσιο διάλογο. Ας ξεκινήσουμε από τα μέχρι τώρα δεδομένα. Μετά την πανδημία (2021-2024) ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης στην Ελλάδα είναι 4,6%, ο έκτος υψηλότερος στην ΕΕ και σημαντικά υψηλότερος του μέσου όρου της ΕΕ και της ευρωζώνης (2,9% και 2,8% αντίστοιχα).
Ως αποτέλεσμα, η Ελλάδα συγκλίνει προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο: Το 2019, το ελληνικό πραγματικό κατά κεφαλήν εισόδημα σε όρους αγοραστικής δύναμης ήταν 66% του ευρωπαϊκού μέσου όρου και το 2020, στην καρδιά της πανδημίας, 62%. Το 2024 ανέβηκε στο 70%.
Στην κατά κεφαλήν κατανάλωση, το 2019 η Ελλάδα ήταν στο 77% και το 2020 στο 75%. To 2024, ανεβήκαμε στο 81%.
Με την υποστήριξη της συνεχούς μείωσης φορολογικών βαρών, μεταξύ 2019 και 2024, το πραγματικό κατά κεφαλήν διαθέσιμο εισόδημα των ελληνικών νοικοκυριών αυξήθηκε κατά 22%, πέμπτη καλύτερη επίδοση στην ΕΕ. Η επίδοση αυτή θα βελτιωθεί περαιτέρω όταν θα έχουμε τα στοιχεία για το 2025, και ακόμα περισσότερο το 2026, ως αποτέλεσμα της συνεχιζόμενης ανάπτυξης αλλά και των σημαντικών μειώσεων φόρων που ανακοινώθηκαν στη ΔΕΘ.
Στρέφοντας τώρα την προσοχή μας στον ΤΑΑ, δύο σημαντικά αρχικά σχόλια είναι τα παρακάτω.
Πρώτον, οι πολύ σημαντικοί πόροι που έχουμε στη διάθεσή μας είναι το αποτέλεσμα της επιτυχημένης διαπραγμάτευσης που η παρούσα κυβέρνηση έκανε το 2020. Δεύτερο, το ερώτημα «τι θα γίνει μετά το RRF» αναγνωρίζει ότι το εθνικό σχέδιο Ελλάδα 2.0 εκτελείται επιτυχώς. Και πράγματι, με βάση τις αξιολογήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και τις υψηλές επιδόσεις της χώρας μας στις εκταμιεύσεις των ποσών που μας αναλογούν, αυτό ισχύει.
Το Σχέδιο Ελλάδα 2.0 αυξάνει τη μακροχρόνια ανάπτυξη της οικονομίας μέσα από δύο κανάλια.
Πρώτο, τις επενδύσεις τις οποίες χρηματοδοτεί.
Δεύτερο, τις μεταρρυθμίσεις που ενσωματώνει. Tο 2025 και 2026 το Σχέδιο παρουσιάζει μια συγκέντρωση ολοκλήρωσης επενδύσεων. Είναι λοιπόν λογικό, αμέσως μετά τη συγκέντρωση αυτή, ο ρυθμός αύξησης των επενδύσεων να προβλέπεται χαμηλότερος. Οι προβλέψεις που δημοσιεύθηκαν στο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα 2026-2029 δεν λένε ότι θα μειωθούν οι επενδύσεις μετά το 2026. Λένε ότι οι επενδύσεις θα συνεχίσουν να αυξάνονται, από μια πολύ υψηλότερη βάση, με χαμηλότερους ρυθμούς.
Στην πράξη έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι οι επενδύσεις και το ΑΕΠ θα αυξηθούν μετά το 2026 γρηγορότερα από τις προβλέψεις του μεσοπρόθεσμου.
Και αυτό γιατί οι προβλέψεις τεχνικά προκύπτουν από χρονολογικά στοιχεία που δεν ενσωματώνουν (κυρίως σε ό,τι αφορά την επίδρασή τους στις ιδιωτικές επενδύσεις και την παραγωγικότητα) τα αποτελέσματα αναπτυξιακών μεταρρυθμίσεων που έχουν ολοκληρωθεί αλλά δεν έχουν ακόμα παρουσιάσει το συνολικό θετικό τους αποτύπωμα (π.χ. νέοι δικαστικοί χάρτες, κτηματολόγιο), μεταρρυθμίσεων που έχουν ανακοινωθεί αλλά ακόμα δεν έχουν εφαρμοσθεί (π.χ. η φορολογική μεταρρύθμιση της ΔΕΘ, η ένταξη του Χρηματιστηρίου Αθηνών στο Euronext), νέες μεταρρυθμίσεις (π.χ. απλοποίηση διαδικασιών, χρήσεις γης, εισαγωγή ΑΙ στη δημόσια διοίκηση), και νέα μέτρα πολιτικής που θα ανακοινωθούν από τώρα μέχρι τότε.
Καθώς τα αποτελέσματα των παραπάνω θα ενσωματώνονται στα χρονολογικά στοιχεία, οι προβλέψεις για ΑΕΠ και επενδύσεις, για έτη όπως το 2028 και το 2029, θα αναθεωρούνται ανοδικά, όπως άλλωστε ήδη συμβαίνει σε σχέση με το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα που δημοσιεύθηκε πέρυσι.
Κοιτώντας πιο μακροπρόθεσμα, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μετά το 2019 ο μακροχρόνιος ρυθμός ανάπτυξης της Ελλάδας έχει αυξηθεί, κάτι που αποτυπώνεται και στη σταδιακή αλλαγή του παραγωγικού μας μοντέλου:
Τα στοιχεία της Eurostat δείχνουν ότι η Ελλάδα πετυχαίνει πρόοδο στη δημιουργία οικονομιών κλίμακος, διαφοροποιεί την παραγωγή της προς αγαθά και υπηρεσίες υψηλότερης προστιθέμενης αξίας, και βελτιώνει την επίδοσή της στην καινοτομία. Αποτυπώνεται επίσης στην αύξηση της συνολικής ελληνικής παραγωγικότητας (total factor productivity) που τα τελευταία έξι χρόνια αυξάνεται γρηγορότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Το ΔΝΤ υπολογίζει ότι από το 2019 ως το 2025 ο μακροπρόθεσμος ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας έχει αυξηθεί κατά μισή ποσοστιαία μονάδα και είναι πλέον υψηλότερος από εκείνο της ευρωζώνης, κάτι που προδιαγράφει συνέχεια στην πορεία σύγκλισης. Σε βάθος δεκαετίας, αυτή η αύξηση σημαίνει μια οικονομία μεγαλύτερη κατά 5%. Είναι μια σημαντική διαφορά, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς ότι η Τράπεζα της Ελλάδος υπολογίζει ότι το αποτύπωμα του RRF είναι μια αύξηση του ΑΕΠ κατά 6,9% μέχρι το 2026.
Το επιπλέον 5% αναφέρεται στον χρόνο που θα ακολουθήσει το τέλος του RRF, και είναι επιπρόσθετο της αύξησης που το RRF προκάλεσε στο ελληνικό ΑΕΠ. Και θα αυξηθεί περαιτέρω ως αποτέλεσμα των μεταρρυθμίσεων που συζητήσαμε παραπάνω, η οποία δεν έχει ακόμα αποτυπωθεί στα χρονολογικά στοιχεία με βάση τα οποία και το ΔΝΤ κάνει τις εκτιμήσεις του.
Συμπερασματικά, και μετά το Ταμείο Ανάκαμψης η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει να αναπτύσσεται γρηγορότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Αλλά για να συμβεί αυτό, χρειάζεται συνέχεια στις μεταρρυθμίσεις που ευνοούν την αύξηση της συμμετοχής στην αγορά εργασίας, της παραγωγικότητας, ιδιωτικών επενδύσεων αλλά και δημόσιων επενδύσεων, για τις οποίες θα υπάρχει πολύ σημαντική χρηματοδότηση και από τον νέο Ευρωπαϊκό Προϋπολογισμό και από το εθνικό πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων.
Ομως, βασική προϋπόθεση για αυτά, όπως δείχνουν και οι εξελίξεις σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, είναι η πολιτική σταθερότητα. Η κυβέρνηση είναι η μόνη πολιτική δύναμη η οποία έχει την πολιτική βούληση για να κάνει τις απαραίτητες αναπτυξιακές μεταρρυθμίσεις. Εχει θετικά πεπραγμένα, υψηλή αξιοπιστία, και ένα συγκεκριμένο, δομημένο και πειστικό (όπως αξιολογείται από τις αγορές) σχέδιο για το μέλλον. Οπως καταφέραμε να αλλάξουμε την πορεία της οικονομίας μετά το 2019, έτσι και τώρα θα συνεχίσουμε και θα επιταχύνουμε την ανάπτυξη της οικονομίας μας, προς όφελος του βιοτικού επιπέδου όλων των Ελληνίδων και όλων των Ελλήνων. Τα καλύτερα είναι μπροστά μας.
Ο κ. Μιχάλης Αργυρού
είναι προϊστάμενος του Οικονομικού Γραφείου του Πρωθυπουργού.



