Είχα διαβάσει παλιά ένα ανέκδοτο, σύμφωνα με το οποίο στην Κρήτη τα όπλα τα λένε «κομπιουτεράκια» επειδή οι άνθρωποι εκεί «έτσι λύνουν τους λογαριασμούς τους». Δεν είναι και τόσο μακριά από την πραγματικότητα – η Κρήτη είναι το Τέξας της Ελλάδας, όλοι το ξέρουν αυτό. Ακόμα και οι δικοί μου συγγενείς, που είναι σχετικά ήσυχοι σε σχέση με άλλους, εμπίπτουν στον μέσο κρητοτεξανικό ανθρωπότυπο.

Να, για παράδειγμα, μια φορά, ένας εκ των θείων μου, ο Λ. – Θεός σχωρέσ’ τον –, είχε αφήσει το όπλο του φόρα παρτίδα πάνω στο τραπέζι του σπιτιού του στα Χανιά. Οταν ο παππούς μου – Θεός σχωρέσ’ τον κι αυτόν – τον ρώτησε πώς δεν φοβάται να κυκλοφορεί με το κουμπούρι μες στο σπίτι, η απάντηση του θείου Λ. ήταν: «Κι αν μου πειράξει κανείς τη γυναίκα;». Ηταν μια απολύτως λογική απάντηση για τα δεδομένα, την οποία ο παππούς μου δεν μπορούσε παρά να δεχθεί. Εξάλλου, η ανασφάλειά του πήγαζε από το γεγονός ότι στο σπίτι κυκλοφορούσαν παιδιά, όχι από τη θέα του όπλου καθαυτή ή την αμφίβολη νομιμότητά του.

Ο παππούς δεν είχε τέτοιου είδους όπλα, βέβαια, είχε όμως κυνηγετικές καραμπίνες, με όλες τις άδειες που όφειλε να έχει ως κυνηγός, όπως και καθένας εκ των πολλών ανδρών στην οικογένειά μου, του πατέρα μου συμπεριλαμβανομένου, που ασχολούνται με το κυνήγι ως χόμπι. Γενικώς η κυνηγετική καραμπίνα ήταν για μένα ανέκαθεν ένα οικείο αντικείμενο του νοικοκυριού, παρούσα σε κάθε σπίτι όπου σύχναζα.

Και ακριβώς μάλιστα επειδή επρόκειτο για νόμιμα όπλα, που χρησίμευαν για μια συγκεκριμένη, εξίσου νόμιμη ασχολία, δεν τα αντιμετώπιζα καν ως όπλα, αλλά ως εργαλεία. Απλώς υπήρχαν γύρω μου, επικίνδυνα στον ίδιο βαθμό που ήταν επικίνδυνο εκείνο το μυτερό σίδερο για να χαρχαλεύεις τα κούτσουρα στο τζάκι ή η σούπερ παχύρρευστη χλωρίνη στο ντουλάπι με τα απορρυπαντικά. Μόνο σε καμιά γιορτή, όταν κάποιος έριχνε στον αέρα με την καραμπίνα, συνειδητοποιούσα πως αυτά τα μαραφέτια είχαν λίγο ευρύτερη φονική εμβέλεια από τη χλωρίνη.

Και πάλι όμως, μου φαινόταν κάπως «ερασιτεχνική» η μπαλοθιά με το κυνηγετικό όπλο. Υπήρχαν καλύτερα όπλα εκεί έξω από τις καραμπίνες. Μπορεί να μη μου ήταν το ίδιο οικεία, αφού οι κοντινότεροι συγγενείς μου είχαν (κατά βάση) λευκό ποινικό μητρώο, αλλά δεν μου ήταν κι άγνωστα. Μάλιστα, ως παιδάκι κι εγώ μια φορά ρώτησα τη μητέρα μου τι χρειαζόμασταν για να αποκτήσουμε κι εμείς ένα τέτοιο όπλο, από τα καλά. «Α», με διαφώτισε η μαμά, «δεν γίνεται, επειδή για να πάρεις τέτοιο όπλο θες ειδική άδεια, που να λέει ότι απειλείται η ζωή σου».

Οπου εγώ εύλογα ξαναρώτησα: «Ποιος απειλεί τη ζωή του θείου του Γ., ρε μαμά;», όπου η μαμά απάντησε: «Κανείς, παιδί μου». Κι έτσι κατάλαβα, στην τρυφερή εκείνη ηλικία, ότι το όπλο που είχα δει να βγάζει ένας άλλος θείος, ο Γ., σ’ έναν γάμο κάτω στο Νησί δεν είχε άδεια. Και πάλι καλά, δηλαδή. Ο – Θεός σχωρέσ’ τον aussi – θείος Γ. εμπορευόταν μαγιό, έφτιαχνε καταπληκτικό στιφάδο και είχε έναν κατοικίδιο παπαγάλο που τον είχε βαφτίσει επίσης Γ. Ποιος στον κόσμο θα μπορούσε να απειλεί τη ζωή ενός τέτοιου τύπου;

Τώρα που τα σκέφτομαι, πάντως, συνειδητοποιώ ότι ήμουν κάπως τυχερή στην ανατροφή μου, καθότι, αν και εξοικειωμένη από νωρίς με τη θέα των όπλων, οι κοντινότεροι συγγενείς μου – εκείνοι δηλαδή με τους οποίους είχα άμεση επαφή και συμμετείχαν στη διαμόρφωσή μου ως ανθρώπου, όπως ο πατέρας και ο παππούς μου – είχαν κάπου στο πίσω μέρος του μυαλού τους την αίσθηση των ορίων. Ούτε ο παππούς μου ούτε ο πατέρας μου άφηναν τις καραμπίνες αποδώ κι αποκεί.

Τις έβλεπα όταν γυρνούσαν από το κυνήγι και κάθονταν να τις καθαρίσουν, αλλά σίγουρα δεν τις παρατούσαν πάνω στο τραπέζι, ούτε βαρούσαν στον αέρα στους γάμους. Μάλιστα, όταν κάποτε, κάπου στην πρώιμη εφηβεία μου, επηρεασμένη αφενός από την ανάγνωση του Κυνηγετικού όπλου του ιάπωνα συγγραφέα Γιασούσι Ινουέ (1907-1991) και αφετέρου γοητευμένη από τα απαραίτητα για την εργασία αυτή συμπράγκαλα ζήτησα από τον πατέρα μου να μου δείξει πώς ακριβώς έχει η διαδικασία του καθαρισμού, ο πατέρας μου μού είπε ορθά-κοφτά: «Οχι».

Εξάλλου, εγώ είχα δηλώσει από νωρίς την απέχθειά μου για το κυνήγι και τη θλίψη μου για τα καημένα τα πουλάκια που έπεφταν τόσο άδικα, δεν υπήρχε καμία περίπτωση να συμμετάσχω ποτέ στο οικογενειακό χόμπι, οπότε δεν είχα λόγο να ακουμπάω τις καραμπίνες.

Συνεπώς, η όλη άνεσή μου γύρω από τα όπλα τοποθετούνταν σε ένα μεταίχμιο μεταξύ κανονικότητας και μη κανονικότητας. Η θέα μιας κυνηγετικής καραμπίνας εξακολουθεί να μου είναι αδιάφορη – η θέα ενός οποιουδήποτε άλλου όπλου όχι.

Δεν ξέρω να πυροβολώ παρά μόνο θεωρητικά και, πράγματι, δεν είχα λόγο να εξασκηθώ στην πρακτική, επειδή δεν μου αρέσει να σκοτώνω πουλάκια και δεν χαίρομαι στους γάμους. Αν και θα μου ήταν εύκολο, πολύ εύκολο να το κάνω. Αυτή η ευκολία έχει πολλές προεκτάσεις. Εάν το όπλο είναι μπροστά σου, θα το χρησιμοποιήσεις. Η λύση είναι απλή και ξεκάθαρη: Το όπλο δεν πρέπει να είναι μπροστά σου.

Ημουν στο δημοτικό, αν θυμάμαι καλά, όταν άκουσα μια είδηση στις ΗΠΑ για ένα παιδί λίγο μικρότερό μου που βούτηξε το όπλο (από τα καλά, όχι κυνηγετική καραμπίνα) της μαμάς του κυριολεκτικά από την τσάντα της και πυροβόλησε έναν συμμαθητή του πάνω σε μια διένεξη για γόμες και μαρκαδόρους. Δεν επρόκειτο για περίπτωση school shooting. Το παιδί πήρε «απλώς» ένα οικείο αντικείμενο, το πίου πίου της μαμάς, πιστεύοντας μάλλον ότι θα προκαλούσε το ίδιο κακό όπως εάν τραβούσε μια τούφα μαλλιά, διότι τα μικρά παιδιά δεν καταλαβαίνουν τι θα πει να θανατώνεις. Καμιά φορά ούτε οι μεγαλύτεροι το καταλαβαίνουν. Δεν καταλαβαίνουν ότι ο θάνατος είναι εθιστικός και αμετάκλητος – αφενός το σώμα και το μυαλό συνηθίζουν, αφετέρου η πράξη δεν ανακαλείται.

Και ακούγοντας αυτή την είδηση, λοιπόν, σκέφτηκα τότε: Ευτυχώς που ο μπαμπάς μου δεν αφήνει την καραμπίνα ξέμπαρκη. Και σκέφτομαι τώρα: Ευτυχώς που ο μπαμπάς μου έχει άδεια γι’ αυτό το μαραφέτι. Ευτυχώς που ο μπαμπάς μου οπλίζει μπροστά σε τσίχλες και φάσσες (ακόμα κι αν το μισώ) και όχι μπροστά σε γείτονες. Ευτυχώς που ο μπαμπάς μου δεν περιμένει από εμένα να μάθω να οπλίζω κι εγώ προκειμένου να κερδίσω τη θέση μου ως άξιου μέλους της οικογένειας. Ευτυχώς που δεν προτιμούμε άλλον τρόπο να «λύνουμε τους λογαριασμούς μας» παρά κόβοντας καλημέρες, όχι νήματα ζωών. Ευτυχώς που προτιμούμε γενικώς να μη μας ζαλίζουν τον έρωτα, ώστε στα συμπαρομαρτούντα να μη μας ζαλίζουν και τον θάνατο, διότι τα βήματα του ούτως ή άλλως ακατάπαυστου χορού του είναι βαριά.

Το μούδιασμα και ο θυμός

Εχει ενδιαφέρον η πόλη στο τέλος μιας νεροποντής. Πώς η ατμόσφαιρα καθαρίζει, πώς ο ήλιος αντικατοπτρίζεται στους νερόλακκους, πώς οι επιβάτες των λεωφορείων, μουδιασμένοι ακόμη από το νανούρισμα του νερού, σέρνουν τριζάτα παπούτσια πάνω στο μουσκεμένο δάπεδο.

Στα πρόσωπά τους διακρίνεται μια αμηχανία, μια στάση ανάμεσα στον θυμό για τη βροχή και στον θυμό για μια μέρα σαν όλες τις άλλες. Γενικώς οι άνθρωποι της πόλης είναι θυμωμένοι, αλλά, στο σύντομο διάστημα που μεσολαβεί ανάμεσα στις δύο σκηνές, μοιάζουν κάπως απορρυθμισμένοι – πολύ αργά για τον έναν θυμό, πολύ νωρίς για τον άλλον, σαν να μην έχουν για λίγο κάτι που να τους ενοχλεί, σαν να έχουν συνηθίσει τόσο να είναι ενοχλημένοι, που χάνοντας την αφορμή χάνουν μαζί και τη φωνή τους, χάνουν αυτό που τους βοηθάει να ξεσπούν, ίσως ρωτώντας εαυτόν υποσυνείδητα «Να βγω;», σαν σαλιγκαράκια που τα έβαλαν να τρέχουν.