Κάθε χρόνο, όταν ολοκληρώνει τις εργασίες της η παγκόσμια διάσκεψη για το κλίμα (COP), ακολουθεί μεγάλη συζήτηση για την αποτελεσματικότητα της Συμφωνίας του Παρισιού και του συστήματος διεθνούς συνεργασίας για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής γενικότερα. Μετά την τελευταία διάσκεψη στο Μπακού του Αζερμπαϊτζάν το 2024, η συζήτηση αυτή είναι περισσότερο έντονη για πολλούς λόγους.
Οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου εξακολουθούν να αυξάνονται, παρά τις υποσχέσεις και τα φιλόδοξα σχέδια για τη μείωση των επιβλαβών αερίων του θερμοκηπίου και τη μετάβαση σε καθαρές μορφές ενέργειας. Το 2024 ήταν το θερμότερο έτος που έχει καταγραφεί στην ιστορία, ενώ οι καταστροφικές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής είναι πιο συχνές, έχουν διάρκεια και είναι εμφανείς. Επιπλέον, οι τεταμένες γεωπολιτικές αναμετρήσεις θέτουν πρωτοφανείς προκλήσεις για την πολυμερή συνεργασία.
Στην πραγματικότητα, η Συμφωνία του Παρισιού είχε θετική επιρροή. Από το 2015, τη χρονιά που υπογράφηκε (τέθηκε σε ισχύ το 2016), πολλά κράτη αλλά και επιχειρήσεις, περιφέρειες και δημοτικές αρχές άρχισαν να παίρνουν πιο σοβαρά το θέμα της κλιματικής αλλαγής και να επεξεργάζονται σχέδια μετάβασης σε καθαρές μορφές ενέργειας και προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή. Αρκετά κράτη θέσπισαν εθνικούς κλιματικούς νόμους για να ορίσουν συγκεκριμένα μέτρα για ενεργοβόρους τομείς της οικονομίας τους, χρονοδιαγράμματα εφαρμογής και μηχανισμούς παρακολούθησης.
H Συμφωνία αποδείχθηκε ανθεκτική παρά την (πρώτη) αποχώρηση των ΗΠΑ ήδη το 2016, ενώ εξακολουθεί να καθοδηγεί τη θεσμική συνεργασία για το κλίμα. Σήμερα υπάρχει μεγαλύτερη κατανόηση ως προς τα αίτια και τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, αλλά και ως προς τις πολιτικές που πρέπει να σχεδιαστούν και να υλοποιηθούν για τη διαχείρισή της.
Βεβαίως υπάρχουν μεγάλες καθυστερήσεις στην εφαρμογή των απαραίτητων δράσεων. Ωστόσο, γι’ αυτό δεν ευθύνεται αποκλειστικά το υφιστάμενο σύστημα διεθνούς συνεργασίας. Υπάρχει μια παρανόηση σχετικά με τον τρόπο που η Συμφωνία του Παρισιού σχεδιάστηκε να λειτουργεί. Η Συμφωνία δεσμεύει τα συμβαλλόμενα μέρη να καταθέτουν εθνικά σχέδια δράσης για τη μείωση των εκπομπών και για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, να τα αναθεωρούν ανά 5ετία, να επιχειρούν την εφαρμογή τους και να καταθέτουν περιοδικές εκθέσεις στα Ηνωμένα Εθνη ως προς την πρόοδο.
Ομως, η διαπραγμάτευση αυτών των σχεδίων δεν γίνεται σε διεθνές επίπεδο. Τα κράτη αποφασίζουν. Ούτε υπάρχουν κυρώσεις αν τα κράτη αποτύχουν να τα εφαρμόσουν. Η ιδέα ήταν ότι ένα τέτοιο πλαίσιο διεθνούς συνεργασίας θα εξασφάλιζε οικουμενική συμμετοχή, που είναι αναγκαία για τη διαχείριση της κλιματικής αλλαγής, ενώ ο περιοδικός διεθνής έλεγχος θα ασκούσε πολιτική πίεση για την εφαρμογή των εθνικών στόχων.
Σε κάθε περίπτωση, αυτό που θα πρέπει να λάβουμε υπόψη είναι ότι αν το 2015 είχαμε το σημερινό γεωπολιτικό και οικονομικό πλαίσιο, η Συμφωνία του Παρισιού δεν θα είχε καν υιοθετηθεί. Το γεγονός ότι υπάρχει ένα ενεργό θεσμικό πλαίσιο το οποίο δεσμεύει τόσο τις αναπτυγμένες όσο και τις αναπτυσσόμενες χώρες να ακολουθήσουν ένα μονοπάτι αποτελεί σημαντικό επίτευγμα της πολυμερούς διπλωματίας.
Σε λίγες ημέρες ξεκινά στο Μπελέμ του Αμαζονίου η 30ή διάσκεψη για το κλίμα (COP 30). Δέκα χρόνια μετά την υιοθέτηση της Συμφωνίας του Παρισιού, οι κυβερνήσεις αναμένεται να παρουσιάσουν αναθεωρημένα και πιο φιλόδοξα εθνικά σχέδια για τη μείωση των επιβλαβών εκπομπών και να διαπραγματευτούν ένα νέο πλαίσιο χρηματοδότησης και δίκαιης μετάβασης.
Τα εθνικά σχέδια έπρεπε να έχουν κατατεθεί από τον Φεβρουάριο του 2025, ωστόσο λίγες ήταν οι χώρες που το έπραξαν εντός προθεσμίας. Περισσότερα σχέδια κατατέθηκαν κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, ενώ ορισμένοι μεγάλοι ρυπαντές, όπως η ΕΕ (η ΕΕ καταθέτει συνολικό δικό της σχέδιο και όχι τα κράτη-μέλη χωριστά), δεν έχουν ακόμα ανταποκριθεί.
Ενα μεγάλο ερώτημα είναι αν αυτά τα σχέδια θα ευθυγραμμίζονται με τον στόχο της αποτροπής περαιτέρω υπερθέρμανσης του πλανήτη και αν θα καλύπτουν όλους τους ενεργοβόρους τομείς και τα αέρια του θερμοκηπίου. Ενα επιπλέον ερώτημα είναι αν αυτός ο τρίτος γύρος εθνικών σχεδίων δράσης για την κλιματική αλλαγή θα ευθυγραμμίζεται με την απόφαση για την απομάκρυνση από τα ορυκτά καύσιμα και την αύξηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, απόφαση της COP 28 στο Ντουμπάι το 2023.
Η εγκυρότητα της απόφασης αυτής και ο δεσμευτικός της χαρακτήρας επιβεβαιώθηκαν και από το Διεθνές Δικαστήριο Δικαιοσύνης στην εμβληματική γνωμοδότηση που εξέδωσε τον περασμένο Ιούλιο σχετικά με τις υποχρεώσεις των κρατών για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.
Μία από τις πρωτοβουλίες της Βραζιλίας στην COP 30 είναι η δημιουργία ενός ταμείου για την προστασία των τροπικών δασών, με στόχο τη συγκέντρωση 125 δισ. δολαρίων.
Η επιλογή της διεξαγωγής της διάσκεψης στην παραθαλάσσια πόλη Μπελέμ, η οποία βρίσκεται στις εκβολές του Αμαζονίου, δεν έγινε τυχαία, αλλά η επιλογή αυτή έγινε για να αναδειχθεί ο κρίσιμος ρόλος του τροπικού δάσους στη σταθεροποίηση του κλίματος, καθώς και η καθοριστική συμβολή των αυτόχθονων πληθυσμών στη διατήρηση της βιοποικιλότητας. Το ζήτημα της αποψίλωσης των δασών, και ειδικότερα αυτών του Αμαζονίου, έχει ιδιαίτερη σημασία για τη Βραζιλία, η οποία και φιλοξενεί τη διάσκεψη. Ταυτόχρονα όμως έχει και αμφίσημες όψεις.
Μεγάλο μέρος της αποψίλωσης οφείλεται στην εκτεταμένη βιομηχανική γεωργία, τα προϊόντα της οποίας εφοδιάζουν τις αγορές των αναπτυγμένων χωρών, αλλά και σε εξορύξεις ορυκτών καυσίμων, οι οποίες συνεχίζονται παρά τη δέσμευση για την ταχεία απομάκρυνση από αυτά. Η εσωτερική σύγκρουση συμφερόντων ανάμεσα στην προστασία, αφενός, και τα κέρδη που αποφέρει η αποψίλωση και η εκμετάλλευση, αφετέρου, αποτελεί ένα κρίσιμο ζήτημα, που θέτει το οικονομικό όφελος απέναντι στις περιβαλλοντικές και κοινωνικές επιπτώσεις.
Ενα άλλο μείζον ζήτημα που θα συζητηθεί στο Μπελέμ αφορά την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, και συγκεκριμένα τους δείκτες για την παρακολούθηση της προόδου σχετικά με τον Παγκόσμιο Στόχο για την Προσαρμογή. Ο στόχος αυτός, ο οποίος αναφέρεται στη Συμφωνία του Παρισιού χωρίς όμως να προσδιορίζεται, αφορά τη βελτίωση της προσαρμοστικής ικανότητας, την ενίσχυση της ανθεκτικότητας και τη μείωση της ευπάθειας σε σχέση με την κλιματική αλλαγή.
Μέχρι στιγμής έχουν οριστεί έντεκα στόχοι, οι οποίοι αφορούν συγκεκριμένους τομείς (ύδατα, υγεία κ.ά.) αλλά και τον κύκλο σχεδιασμού και υλοποίησης της προσαρμογής, και τώρα προτείνονται εκατό δείκτες για την παρακολούθηση της προόδου. Ενδεχομένως αυτό να είναι το μείζον ζήτημα για το οποίο θα υπάρξει πρόοδος στο Μπελέμ, με την επιφύλαξη των δεικτών που αφορούν τα μέσα εφαρμογής, συμπεριλαμβανομένης της χρηματοδότησης και της μεταφοράς τεχνολογίας.
Η παγκόσμια ανισότητα δυναμιτίζει ή τουλάχιστον δυσχεραίνει εξαρχής τη συνεργασία για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Η διαίρεση Βορρά – Νότου συχνά απεικονίζεται ως μια διένεξη για τα χρήματα και την τεχνολογία, όμως αυτή η συζήτηση είναι εξαιρετικά πολυεπίπεδη κάτω από την επιφάνεια της οικονομικής και τεχνολογικής υπεροχής. Οι χώρες του Νότου θέλουν οι βόρειες χώρες να αναγνωρίσουν την αδικία αυτής της έμμεσης μορφής κυριαρχίας. Ενδεχομένως η πραγματική πηγή διένεξης να είναι ο διαφορετικός τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνονται την πρόοδο τα κράτη του Βορρά από αυτά του Νότου.
Είναι βέβαιο ότι η ετήσια παγκόσμια διάσκεψη για το κλίμα δεν μπορεί να προσφέρει αφενός ουσιαστικές και αφετέρου όλες τις λύσεις για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, ιδίως όταν απουσιάζει η διάθεση αυτοπεριορισμού από την πλευρά των σημαντικών ρυπαντών. Ουσιαστικές συμφωνίες δεν είναι δυνατό (ή και ρεαλιστικό) να υπάρξουν όταν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων κάθονται περίπου 200 χώρες με διαφορετικά επίπεδα ανάπτυξης, προτεραιότητες, συμφέροντα, ακόμη και διαφορετικά ποσοστά εκπομπών επιβλαβών αερίων. Μπορεί όμως να χρησιμεύσει ως οδηγός για το τι είναι συλλογικά πρόθυμη να κάνει η διεθνής κοινότητα ώστε να αποτρέψει την περαιτέρω υπερθέρμανση του πλανήτη και να υποδείξει τι πρέπει να γίνει για την επίτευξη αυτού του στόχου.
Η κυρία Εμμανουέλα Δούση είναι καθηγήτρια Διεθνών Θεσμών στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του ΕΚΠΑ και κάτοχος της έδρας UNESCO για την Κλιματική Διπλωματία, ειδική σύμβουλος στο ΕΛΙΑΜΕΠ.



