Μέσα στη φρίκη των ημερών, μια παθιασμένη συζήτηση διχάζει τον πλανήτη, τόσο τις χώρες όσο και την κοινή γνώμη: Διαπράττει το Ισραήλ γενοκτονία σε βάρος των Παλαιστινίων; Η Ανεξάρτητη Διεθνής Επιτροπή Ερευνας του ΟΗΕ, έχοντας διερευνήσει τα γεγονότα από τις 7 Οκτωβρίου 2023 και αποσκοπώντας να τα αξιολογήσει νομικά, σύμφωνα με τη Σύμβαση για τη Γενοκτονία του 1948, κατέληξε στα εξής (στην έκθεσή της της 16ης Σεπτεμβρίου 2025, www.un.org/unispal/document/commission-of-inquiry-report-genocide-in-gaza-a-hrc-60-crp-3/): Οι ισραηλινές αρχές έχουν ήδη διαπράξει τέσσερις από τις πέντε πράξεις (actus reus) που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση της γενοκτονίας: (α) δολοφονία μελών της ομάδας, (β) πρόκληση σοβαρής σωματικής ή ψυχικής βλάβης στα μέλη της, (γ) σκόπιμη επιβολή συνθηκών διαβίωσης που αποσκοπούν στην εξόντωσή τους (ολική ή μερική) και (δ) επιβολή μέτρων με σκοπό την πρόληψη των γεννήσεων εντός της ομάδας. Η μία πράξη που δεν αποδείχθηκε τεκμηριωμένα είναι η βίαιη μεταφορά παιδιών (κάτι που έχει διαπράξει, για παράδειγμα, η Ρωσία σε βάρος των Ουκρανών).
Το επόμενο ερώτημα είναι εάν υπάρχει η «γενοκτονική πρόθεση» (dolus specialis), για την ύπαρξη της οποίας, κατά την έκθεση, υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις, ιδίως δημόσιες δηλώσεις ισραηλινών ηγετών, αλλά και έμμεσα αποδεικτικά στοιχεία. Τα τελευταία περιλαμβάνουν ιδίως τον σχεδιασμό των στρατιωτικών επιχειρήσεων, οι οποίες προκαλούν θανάτους σε μεγάλη κλίμακα μεταξύ των αμάχων, δημιουργούν συνθήκες διαβίωσης που περιορίζουν ή εμποδίζουν την ανθρωπιστική βοήθεια οδηγώντας σε λιμό και καταστρέφουν συστηματικά κρίσιμες για τους αμάχους υποδομές (υγειονομική περίθαλψη, αποχέτευση, ύδρευση κ.λπ).
Η εκθεση τονίζει ότι η συμπεριφορά αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως απλή παρενέργεια των μαχών, καθιστώντας τη γενοκτονία τη μόνη λογική νομική κατηγοριοποίηση. Καλεί, λοιπόν, όλα τα κράτη να αναλάβουν δράση για να αποτρέψουν τη γενοκτονία και να διευκολύνουν την ανθρωπιστική βοήθεια. Το κύμα αναγνώρισης του κράτους της Παλαιστίνης μπορεί να ιδωθεί και σε αυτό το πλαίσιο.
Η βασική κριτική στα πορίσματα της Επιτροπής αφορά τη (μη) ύπαρξη συγκεκριμένης πρόθεσης να εξοντωθούν οι Παλαιστίνιοι, ως εθνοτική ομάδα, επιμένοντας ότι μόνος σκοπός είναι η (ευπρόσδεκτη) στρατιωτική ήττα της τρομοκρατικής Χαμάς. Αυτό το επιχείρημα ενισχύεται από το γεγονός ότι υπάρχουν δύο εκατομμύρια (το 20% περίπου) άραβες ισραηλινοί πολίτες. Βέβαια, ενώ οι τελευταίοι απολαμβάνουν νομικά ίσα δικαιώματα με τους εβραίους πολίτες, η πραγματικότητα που βιώνουν είναι συχνά αυτή της δομικής ανισότητας. Το Ισραήλ υποστηρίζει, επίσης, ότι τα όργανα του ΟΗΕ, ιδίως το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και οι επιτροπές του, είναι προκατειλημμένα εναντίον του. Δικαιολογεί δε τον πολύ υψηλό αριθμό θυμάτων μεταξύ των αμάχων ως αποτέλεσμα της τοποθέτησης των στρατιωτικών δυνάμεων της Χαμάς σε πυκνοκατοικημένες περιοχές, τον δε λιμό ως μη ηθελημένη παρενέργεια των στρατιωτικών επιχειρήσεων.
Ορισμένοι εμπειρογνώμονες του διεθνούς δικαίου προειδοποιούν ότι ο χαρακτηρισμός όλων των πράξεων ως γενοκτονία ενδέχεται να αποδυναμώσει τον όρο και υποστηρίζουν ότι είναι ορθότερο να μιλάμε για «εγκλήματα πολέμου» ή «εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας». Πράγματι, στα προσωρινά μέτρα που έλαβε (Ιανουάριος 2024), το Διεθνές Δικαστήριο δεν αναγνώρισε τη διάπραξη αλλά τον κίνδυνο γενοκτονίας και διέταξε το Ισραήλ να την αποτρέψει.
Ομως, γιατί είναι στ’ αλήθεια τόσο σημαντικό να καταλήξει κανείς, παίζοντας τον ρόλο του ειδικού στο διεθνές δίκαιο, αν πράγματι αυτό που συμβαίνει στη Γάζα μπορεί νομικά να κατηγοριοποιηθεί ως «γενοκτονία» ή όχι; Ακόμη και αν δεν είναι γενοκτονία, δεν είναι αρκετό, για να κινητοποιήσει τη διεθνή κοινότητα, το να είναι «απλώς και μόνο» εθνοκάθαρση ή εγκλήματα πολέμου ή εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας;
Εν τέλει, η διχαστική πρόσληψη του ερωτήματος περί γενοκτονίας λειτουργεί – ως μη ώφελε – καθησυχαστικά για όσους βρίσκουν – κάποιες ίσως και εύλογες – αντιρρήσεις στον νομικό αυτόν χαρακτηρισμό. Η μη κατάφαση του τελευταίου, ωστόσο, δεν αίρει ούτε τη νομική και ηθική ευθύνη του Ισραήλ ούτε την ευθύνη των άλλων κρατών.
* Η κυρία Λίνα Παπαδοπούλου είναι καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ.





