Ζούμε στην εποχή της μανίας με τους αριθμούς και τις μετρήσεις. Ολα είναι μετρήσιμα: οι επιδόσεις των μαθητών στο σχολείο, το εισόδημα των πολιτών, η ταχύτητα των αυτοκινήτων, ο χρόνος διάρκειας ενός αγώνα, η αποδοτικότητα των υπαλλήλων, η εκλογική δύναμη των κομμάτων, τα βήματα που κάνουμε κάθε μέρα. Ενδεχομένως να μην υπάρχει καμία διάσταση της ζωής μας που να μην είναι μετρήσιμη και να μην αποτιμάται με έναν αριθμό.
Είναι τόσο αυτονόητο αυτό που δεν θέτουμε υπό αμφισβήτηση την «αντικειμενικότητα» των μετρήσεων και δεν αναρωτιόμαστε αν η ποσοτικοποίηση και η αξιολόγηση με βάση τις μετρήσεις σημαίνει ότι ταυτόχρονα αξιολογείται και η ποιότητα ή αν τελικά η έμφαση στην ποσότητα υποβαθμίζει και περιθωριοποιεί την ποιότητα.
Η κυρίαρχη αυτή αντίληψη που επιβάλλει την ποσοτικοποίηση κάθε δραστηριότητας έχει επικρατήσει τις τελευταίες δεκαετίες και στα πανεπιστήμια αλλοιώνοντας την ιστορική φυσιογνωμία του πανεπιστημιακού θεσμού και οδηγώντας σε έναν παγκόσμιο ανταγωνισμό που αποτυπώνεται στις διεθνείς κατατάξεις. Αλλά ας δούμε πρώτα πώς φτάσαμε ως εδώ.
Η κρίσιμη ιστορική καμπή βρίσκεται στην εποχή της Βιομηχανικής Επανάστασης και της μετάβασης στη νεωτερικότητα, στα τέλη του 18ου αιώνα. Τότε όχι μόνο αλλάζει η αντίληψη του χρόνου, που γίνεται γραμμικός και μετρήσιμος, όπως δείχνει η εξάπλωση των ρολογιών – αρχικά στις πλατείες των πόλεων και εν συνεχεία ως ατομικό αξεσουάρ – αλλά πλέον και η οικονομική δραστηριότητα μετριέται με βάση τον χρόνο.
Ενδιαφέρει η παραγωγικότητα και όχι η παραγωγή αυτοτελώς, δηλαδή το ποσό της παραγωγής σε συγκεκριμένο χρόνο. Πρόκειται για μέτρηση της επίδοσης η οποία επεκτείνεται με εντυπωσιακή επιτυχία και στους αθλητικούς αγώνες. Ενώ στην αρχαιότητα δεν υπήρχε καμία καταγραφή επίδοσης σε κανένα άθλημα και σημασία είχε μόνο ποιος ήταν ο νικητής, στη νεωτερική Ευρώπη ξεκινά από τον 19ο αιώνα η λεπτομερής καταγραφή των ρεκόρ («to record» σημαίνει «καταγράφω»).
Η επίδοση καταγράφεται με αριθμούς, είτε πρόκειται για μέτρα είτε για λεπτά, και γίνεται μια όλο και πιο επεξεργασμένη διαδικασία πάνω στην οποία στηρίζεται ο παγκόσμιος αθλητισμός και βεβαίως οι σύγχρονοι Ολυμπιακοί Αγώνες. Τα ρεκόρ στον στίβο μετριούνται σήμερα με υποδιαιρέσεις του δευτερολέπτου και με μια εξελιγμένη τεχνολογία μέσω της οποίας πιστοποιείται η ακρίβεια της μέτρησης. Ωστόσο, το κυνήγι των ρεκόρ έχει εν τέλει αυτονομηθεί από τους σκοπούς του αθλητισμού και των αγώνων και έχει γίνει αυτοσκοπός. Ετσι έχουμε καταλήξει στη χρήση απαγορευμένων ουσιών και στο ντόπινγκ ώστε να γίνουν δυνατά εξωπραγματικά ρεκόρ.
Οσο παράδοξο κι αν ακούγεται, η κατάσταση αυτή έχει την εφαρμογή της και στον πανεπιστημιακό χώρο, όπου παρατηρούμε τις τελευταίες δεκαετίες την έκρηξη του ενδιαφέροντος για την αξιολόγηση και τη μέτρηση της ερευνητικής δραστηριότητας μέσω ενός συνόλου βιβλιομετρικών δεικτών.
Πράγματι, το νέο φετίχ των πανεπιστημίων παγκοσμίως είναι οι «μετρικές» (τα περίφημα metrics), η ποσοτικοποίηση της επιστημονικής επίδοσης και των ερευνητικών επιτευγμάτων σε επίπεδο τόσο προσωπικό όσο και ιδρυματικό. Ενα ευρύ φάσμα βιβλιομετρικών δεικτών (ανάλυση βιβλιογραφικών αναφορών, Journal Impact Factor, δείκτης Hirsch, κ.ά.) άρχισε να χρησιμοποιείται για την αξιολόγηση της ποιότητας και της απήχησης της ερευνητικής παραγωγής ενώ πολλοί άλλοι δείκτες επινοήθηκαν για να μετρούν τις «επιδόσεις» των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων (KPI: «βασικοί δείκτες απόδοσης»).
Στο σύμπαν αυτό η βιβλιομετρία συνδέθηκε με την αξιολόγηση και συνεπώς η βιβλιομετρία έγινε συνώνυμη με την αξία και η αξιοκρατία εκλήφθηκε ως η εφαρμογή των ποσοτικών δεδομένων.
Η μανία με τις μετρικές έχει ωστόσο κάποια ακούσια αποτελέσματα γιατί, αν χρησιμοποιήσεις έναν δείκτη για να παρακολουθήσεις την πρόοδο ή να ενθαρρύνεις μια συγκεκριμένη συμπεριφορά, οι άνθρωποι θα βρουν τρόπους να χειραγωγήσουν ή να αλλοιώσουν αυτόν τον δείκτη ώστε να φαίνονται επιτυχημένοι.
Ουσιαστικά, όταν ένα μέτρο γίνεται στόχος, παύει να αποτελεί καλό μέτρο. Αυτό γίνεται σήμερα στα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα: εφόσον ο δείκτης είναι οι δημοσιεύσεις σε συγκεκριμένα περιοδικά, εφαρμόζονται πολιτικές ενίσχυσης του δείκτη απήχησης, γίνονται συμφωνίες για δημοσιεύσεις κ.λπ. κι έτσι χάνεται ο στόχος που είναι η ποιότητα της έρευνας και το μέσο γίνεται στόχος.
Οι πρακτικές αυτές υπονομεύουν την αξιοπιστία των μετρικών και των δεικτών και δεν θα είχε σημασία να τις σχολιάσουμε, αν δεν επηρέαζαν τις προσλήψεις επιστημονικού προσωπικού, τις επιλογές των υποψήφιων φοιτητών και τις χρηματοδοτήσεις των ιδρυμάτων.
Σε ό,τι αφορά τις διεθνείς κατατάξεις, τα περίφημα rankings, η ποσοτικοποίηση δεν οδηγεί σε αξιοκρατία αλλά στην αναπαραγωγή των ανισοτήτων. Τόσο σε εθνικό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο, ο αγώνας έχει δαρβινικά χαρακτηριστικά: τα μικρά σε μέγεθος πανεπιστήμια, εκείνα μάλιστα που καλλιεργούν ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες κατ’ αποκλειστικότητα ή κατεξοχήν, αγωνίζονται να επιδείξουν επιδόσεις που ποτέ δεν μπορούν να επιτύχουν έναντι των σχολών φυσικών και βιοϊατρικών επιστημών με αποτέλεσμα τη συνεχή τους συρρίκνωση σε όφελος του γιγαντισμού μεγάλων πανεπιστημίων.
Στον ανελέητο αυτό αγώνα να κόψει ένας ερευνητής πρώτος το νήμα έχοντας χιλιάδες ετεροαναφορές ή ένα πανεπιστήμιο να ανέβει ψηλά στο βάθρο των διεθνών κατατάξεων, ο κίνδυνος του ντόπινγκ είναι ορατός. Μεταφορικά βεβαίως, αλλά κυριολεκτικά ως προς τα μέσα εξαπάτησης.
Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι ιστορικός, πρύτανις του Παντείου Πανεπιστημίου.



