Το σενάριο: Δημοσιογράφος αντιλαμβάνεται ότι κάτι δεν πάει καλά με το κινητό του. Ποιος να τον παρακολουθεί με παράνομο λογισμικό και γιατί; Απευθύνεται στις Αρχές. Κατά… σύμπτωση τη μέρα της καταγγελίας σταματά η παρακολούθησή του από την Υπηρεσία Πληροφοριών της χώρας του.

Ναι, πάλι κατά… σύμπτωση, τον παρακολουθούσε και το κράτος. Αντί απαντήσεων, η κυβέρνηση αλλάζει τον νόμο προκειμένου να μην έχει πια δικαίωμα να μάθει την αλήθεια.

Mήνες αργότερα, πολιτικός αρχηγός καταγγέλλει τη δική του στοχοποίηση με κατασκοπευτικό λογισμικό. Το θέμα προκαλεί χιονοστιβάδα που φτάνει ως το πρωθυπουργικό γραφείο, αφού αποκαλύπτεται ότι το θύμα ήταν ήδη στο στόχαστρο και της Υπηρεσίας Πληροφοριών, που τελεί απευθείας υπό τον Πρωθυπουργό. Πέφτουν κεφάλια. Ακόμη και το δεξί του χέρι εξαναγκάζεται σε παραίτηση. Το σκάνδαλο δοκιμάζει τους θεσμούς της χώρας και την εκθέτει διεθνώς.

Ακολούθως, το ρεπορτάζ αποκαλύπτει ευρύ δίκτυο παρακολουθήσεων: υπουργοί, σύντροφοι και συνεργάτες τους, επιχειρηματίες, δημοσιογράφοι, ακόμη και καλλιτέχνες στο στόχαστρο.

Νομότυπα κοριός «ακούει» ακόμη και τον αρχηγό των Ενόπλων Δυνάμεων. Οι στόχοι δηλώνουν αμήχανα ότι θα ζητήσουν να ερευνηθεί το θέμα, αλλά τελικά ποτέ δεν προσφεύγουν στη Δικαιοσύνη. Δεν τους ενδιαφέρει άραγε ή μήπως φοβούνται πως όσα αποκαλυφθούν θα κλονίσουν το οικοδόμημα που υπηρετούν;

Ομως, μισό λεπτό! Μήπως οι κοινοί στόχοι αποδεικνύουν ότι το κράτος χρησιμοποιεί και παράνομα εργαλεία για να παρακολουθεί όποιον θέλει; «Οχι» απαντά η κυβέρνηση. Ανατριχιαστική λεπτομέρεια: Για να μολύνει τα κινητά των στόχων, το παράνομο λογισμικό χρησιμοποιεί ευαίσθητα δεδομένα που μόνο το κράτος γνωρίζει. Στοιχεία, για παράδειγμα, από το σύστημα εμβολιασμού. Πώς έχει πρόσβαση αν δεν είναι το ίδιο το κράτος από πίσω;

Ελέγχει κανείς; Κατ’ αρχάς η αρμόδια Ανεξάρτητη Αρχή. Ο πρόεδρός της δέχεται επίθεση από το κυβερνών κόμμα και φιλικά ΜΜΕ. Και – κατά σύμπτωση και πάλι – λίγο πριν από κρίσιμη συνεδρίασή της, η κυβέρνηση, με συνταγματική ακροβασία, αλλάζει το ΔΣ πετώντας εκτός ενοχλητικά μέλη.

Ο σεναριογράφος βάζει τώρα στο παιχνίδι και τη (διορισμένη από την κυβέρνηση) ηγεσία της Δικαιοσύνης. Τι κάνει; Λίγο πριν από τις διώξεις κατά αξιωματούχων που συνδέονται με την ΥΠ, αφαιρεί τον φάκελο από τους εισαγγελείς που ερευνούσαν και τον παραδίδει σε ανώτερο λειτουργό – με το επιχείρημα της «αναβάθμισης».

Εκείνος «ξεχνά» να καλέσει κρίσιμους μάρτυρες κι ενώ έχει στα χέρια του ονόματα υπαλλήλων της ΥΠ που κατά μαρτυρία χειρίζονταν το παράνομο λογισμικό, δεν ερευνά. Ταινία είναι, ό,τι θέλουμε κάνουμε.

Αυτός ο κορυφαίος εισαγγελέας καταλήγει τελικά πως οι κοινές παρακολουθήσεις είναι… σύμπτωση. Η ηγεσία της Δικαιοσύνης μελετά το ογκώδες πόρισμα μέσα σε μόλις τρεις ημέρες και βάζει την υπόθεση στο αρχείο σε ό,τι αφορά το κράτος.

Δυο χρόνια μετά τέσσερις ιδιώτες δικάζονται για πλημμέλημα. Αποκαλύπτεται ότι οι κατηγορούμενοι είναι σε ανοιχτή γραμμή με κυβερνητικούς βουλευτές. Δεν ανοίγει μύτη. Το σενάριο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Οποιαδήποτε ομοιότητα με γεγονότα και πρόσωπα είναι… σύμπτωση. Αλλωστε, γίνονται τέτοια πράγματα;