Προ ημερών από χείλη κορυφαίου υπουργού ελέχθη σε δημόσια τοποθέτησή του ότι η αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας στην περίπτωση του σκανδάλου του ΟΠΕΚΕΠΕ συνίσταται (αλλά και εξαντλείται), παρά την εκ μέρους της διαπίστωση ανάγκης διερεύνησης πιθανών ποινικών ευθυνών εμπλεκομένων υπουργών, στο να προτείνει «απλώς» στα αρμόδια θεσμικά όργανα της χώρας μας το εξής: «αν θέλετε, δείτε το».
Αφήνω ασχολίαστο το στίγμα της πολιτικής ενσυναίσθησης που εμπεριέχεται στην εν λόγω τοποθέτηση. Πολλά θα μπορούσαν να λεχθούν, αλλά η κριτική αποτίμηση οφείλει ούτως ή άλλως, φρονώ, να επικεντρώνεται κυρίως στα αντανακλαστικά των ψηφοφόρων εκάστου πολιτικού.
Ας μη «χαϊδεύουμε αφτιά»: η ψήφος συνεπάγεται ευθύνη, κι αν αυτό το στίγμα επιδοκιμάζεται, το πρόβλημα έγκειται κυρίως στον επιδοκιμάζοντα και όχι στον εκπέμποντα αυτό.
Περιορίζομαι συνεπώς στη νομική διάσταση του θέματος: Ακόμα κι αν ετίθετο θέμα υιοθέτησης της προσέγγισης ότι τα υπό διερεύνηση εγκλήματα πρώην, νυν – τούτο είναι για μένα αδιάφορο – υπουργών (λ.χ. σύσταση εγκληματικής οργάνωσης) ετελέσθησαν στο πλαίσιο «εκτέλεσης των υπουργικών τους καθηκόντων», οι εθνικές νομοθετικές ρυθμίσεις οιασδήποτε τυπικής ισχύος, ήτοι και οι συνταγματικές, δεν δύναται να δρουν ως «πολιορκητικός κριός» για την αναίρεση της κανονιστικής εμβέλειας των ενωσιακών διατάξεων για τις αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.
Διαφορετική προσέγγιση θα οδηγούσε στο νομικό absurdum, κάθε κράτος-μέλος, το οποίο δεν διαθέτει θεσμικές ανασχέσεις και προσεγγίζει την ΕΕ απλώς ως έναν κουμπαρά προς λεηλασία, να δύναται να θεσπίσει ή διατηρεί σε ισχύ συνταγματικές διατάξεις που θα συγκροτούσαν ένα πλαίσιο de facto ασυλίας για το εγχώριό του πολιτικό προσωπικό έναντι των αρμοδιοτήτων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.
Αν όλα αυτά φαίνονται σε κάποιους υπερβολικά «πιεστικά» ή και «αποικιοκρατικά» (πράγματι, και αυτό ελέχθη), ας αποβάλουν το δήθεν φιλοευρωπαϊκό τους προσωπείο και ας μας πουν ευθέως αυτό που επιθυμούν: μια Ευρώπη «όταν και όπως μας συμφέρει», μια Ευρώπη ως «σημαία ευκαιρίας».
Ας είμαστε ειλικρινείς: μείζον τμήμα της ελληνικής πολιτικής τάξης, ενδεχομένως και των πολιτών, προσεγγίζει διαχρονικά τη συμμετοχή της χώρας στο ευρωπαϊκό ενωσιακό εγχείρημα ως ευκαιρία για «ρεσάλτο»: η Ευρώπη είναι «καλή» όταν η επίκληση αυτής και του Δικαίου της διευκολύνει στην υλοποίηση υστερόβουλων πολιτικο-επιχειρηματικών σκοπιμοτήτων και «κακή» όταν εγείρει – κατ’ εμέ μάλιστα ενίοτε υπερβαλλόντως ήπια και διστακτικά – αξιώσεις τήρησης κάποιων στοιχειωδών κανόνων δικαιοκρατικής λειτουργίας στα κράτη-μέλη.
Στην περιβόητη επίκαιρη περίπτωση μάλιστα του σκανδάλου του ΟΠΕΚΕΠΕ δεν πρόκειται καν περί αυτού: η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία εγείρει μια αυτονόητη αξίωση διερεύνησης φαινομένων καταλήστευσης ενωσιακών πόρων, γεγονός που ουδείς αμφισβητεί ότι έχει λάβει χώρα – ούτε καν οι φερόμενοι ως συμμετέχοντες στους κατ’ ιδίαν αποκρουστικούς τους διαλόγους που έχουν δει το φως της δημοσιότητας.
Ακόμη ηχούν στα αφτιά μας τα λεχθέντα για την επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (με αφορμή δημόσια τοποθέτησή της για την τραγωδία των Τεμπών), ότι «δεν δεχόμαστε κομισάριους ή δερβέναγες για να μας πουν τι θα κάνουμε στη χώρα μας». Δικαιολογημένα ο νους γυρίζει στο σχετικώς πρόσφατο παρελθόν ενθυμούμενος ομοιότητες: η δημαγωγία είναι ο διαχρονικός αντίπαλος του φιλελεύθερου κράτους δικαίου.
Ο κ. Αντώνης Μεταξάς είναι καθηγητής Ευρωπαϊκού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.



