Στην αρχαιότατη Μπιενάλε Τεχνών της Βενετίας (1895) η αρχιτεκτονική άρχισε να «εκτίθεται» από το 1976. Φαινόταν τότε αδιανόητη η μετατροπή της αρχιτεκτονικής σε εκθεσιακό αντικείμενο· παρ’ όλα αυτά οι εκθέσεις αρχιτεκτονικής εξελίχθηκαν σε διεθνείς Μπιενάλε από το 1991 – παράλληλα με τη διεθνή ανάπτυξη των μουσείων αρχιτεκτονικής – για να αποτελέσουν διαρκή βιτρίνα ιδεών με παγκόσμια επιρροή.

Πέρασαν από πολλές φάσεις, με ιδιαίτερα χαρακτηριστική την εποχή έως τη διεθνή οικονομική κρίση του 2008, όταν το φαινόμενο των starchitects κορυφώθηκε παράλληλα με την υποχώρηση οποιουδήποτε αρχιτεκτονικού κινήματος ως κυρίαρχης ιδεολογίας.

Οι Μπιενάλε αρχιτεκτονικής της Βενετίας στη δεύτερη δεκαετία του αιώνα μας κινήθηκαν ανάμεσα στο υλοποιημένο έργο, τις νέες οικολογικές ευαισθησίες και την ανάδυση της – ανύπαρκτης έως τότε – κοινωνικής προβληματικής. Οι τρεις Μπιενάλε μετά την πανδημία του 2020 εξελίχθηκαν με περίπου κοινά χαρακτηριστικά: έμφαση στην κοινωνική και συλλογική διάσταση της αρχιτεκτονικής, σχεδιασμός απόλυτα συμβατός με τα νέα περιβαλλοντικά αιτήματα, επέκταση της αρχιτεκτονικής εκτός των κυρίαρχων διεθνών κέντρων με αναζήτηση ποιοτήτων στον λεγόμενο Τρίτο Κόσμο και πέραν αυτού.

Πρόκειται για μια αντίληψη καλών προθέσεων που απαλύνει τις τύψεις για τις ευθύνες της καπιταλιστικής Δύσης, με τη συνακόλουθη επαγγελία ενός νέου κόσμου του οποίου πλάστες είναι οι αρχιτέκτονες. Ιδιαίτερα στην εφετινή Μπιενάλε επιστρατεύθηκε η Επιστήμη με μεσσιανικές προθέσεις, έτσι ώστε η πλανητική αλλαγή μέσω μιας αρχιτεκτονικής εργαστηριακών προδιαγραφών να είναι ο προσεχής οικουμενικός στόχος.

Το ζήτημα είναι ότι όλα αυτά συμβαίνουν με την απουσία της αρχιτεκτονικής, είτε ως σχεδίου είτε ως υλοποιημένου έργου. Στην πραγματικότητα η αρχιτεκτονική, ως φυσικό αντικείμενο που μπορεί να κατανοήσει όχι μόνο ο ειδικός αλλά και ο γενικός επισκέπτης της έκθεσης, απουσιάζει. Τα τελευταία χρόνια κάθε Μπιενάλε αποτελεί εννοιολογικό μανιφέστο για τους εντός των τειχών ειδικούς, με συμμετοχές που δεν χρησιμοποιούν τα συμβατικά μέσα παρουσίασης (όψεις, κατόψεις, φωτογραφίες, μακέτες) διότι ελλείπει το αντικείμενο.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ειδικά εφέτος είναι απόκρυφες και δυσθεώρητες – υποπτεύομαι σκόπιμα – ακόμα και οι λεζάντες των συμμετοχών-εγκαταστάσεων, οι οποίες άλλωστε δεν περιγράφουν ή εξηγούν αλλά διατυπώνουν η καθεμιά ένα κόνσεπτ. Σημασία έχει η εκθεσιακή σκηνοθεσία στο Αρσενάλι και κυρίως η ανάδειξη της Προφητείας του διευθυντή (Κάρλο Ράτι) μέσω του συνόλου των συμμετοχών.

Η απουσία υλοποιημένου έργου στην Μπιενάλε της Βενετίας δεν χαρακτηρίζει μόνο την κεντρική έκθεση του διευθυντή αλλά και τα εθνικά περίπτερα χωρών με μεγάλη αρχιτεκτονική παραγωγή που δίχως άλλο θα είχαν τη δυνατότητα για μια διαφορετική εκθεσιακή προσέγγιση. Εφέτος μάλιστα το ζήτημα είναι πιο εμφανές γιατί η Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής συμπίπτει με την Παγκόσμια Eκθεση στην Οζάκα της Ιαπωνίας. Δύο εκθέσεις, δύο διαφορετικοί κόσμοι. Δεν είναι απαραίτητα κακό.

Ωστόσο, οι θρυλικές παγκόσμιες εκθέσεις, που χρονολογούνται από τα μέσα ακριβώς του 19ου αιώνα, αποτέλεσαν ανέκαθεν τη βιτρίνα προωθημένων αρχιτεκτονικών πειραματισμών και έκφρασης της αρχιτεκτονικής της εποχής τους: ας θυμηθούμε ενδεικτικά τον πύργο του Aϊφελ στην έκθεση του Παρισιού του 1889, το γερμανικό περίπτερο του Μις βαν ντερ Ρόε στην έκθεση της Βαρκελώνης το 1929 ή το περίπτερο της Φίλιπς των Ιάννη Ξενάκη και Λε Κορμπιζιέ στην Εκθεση των Βρυξελλών το 1958.

Ως προς τη Βενετία, γίνονται ακόμη αναφορές στην περίφημη έκθεση για τον μεταμοντερνισμό του 1980 (όταν ακόμη δεν υπήρχε η διεθνής Μπιενάλε αρχιτεκτονικής), αλλά από τότε; Η αντίθεση ανάμεσα στην εφετινή έκθεση της Οζάκα και στην Μπιενάλε της Βενετίας, ανάμεσα στο φυσικό αντικείμενο και την αναπαράσταση μιας έννοιας, προβληματίζει για το κατά πόσο το τρέχον μοντέλο της Μπιενάλε μπορεί να είναι βιώσιμο.

Η φυγή στη ρητορική της κοσμογονικής επαγγελίας κρύβει ίσως την αδυναμία πραγματικής σύνδεσης της αρχιτεκτονικής πρακτικής με την ηθική της κοινωνικής αποστολής της. Less hypocrisy more ethics? Εδώ και αν υπάρχουν τύψεις.