Το δίλημμα τέθηκε σχεδόν πάνω στις στάχτες και τα ερείπια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου: «Κανόνια ή βούτυρο;». Η αρχιτεκτονική του μεταπολεμικού κόσμου, όμως, δεν θεμελιώθηκε πάνω στη θεωρητική επιλογή, αλλά στην πρακτική ικανότητα. Η Αμερική, ως αλώβητη νικήτρια, μπορούσε να παράγει και τα δύο. Η Ευρώπη, ως κατεστραμμένη σύμμαχος, περιορίστηκε στην παραγωγή βουτύρου – αυτό ήταν το μεταπολεμικό της θαύμα. Για την άμυνά της στον νέο διπολικό κόσμο θα φρόντιζε η προστάτιδα υπερδύναμη.

Για πρώτη φορά στην ιστορία της, η Γηραιά Ηπειρος είχε αποστρατιωτικοποιηθεί. Το μιλιταριστικό πνεύμα των περασμένων αιώνων είχε ενταφιαστεί πριν ακόμη γραφτούν οι τίτλοι τέλους του Ψυχρού Πολέμου με την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ. Εμειναν μόνο μερικές δεκάδες πυρηνικές κεφαλές που είχε κατασκευάσει η Γαλλία του Ντε Γκωλ στο όνομα κάποιας αμυντικής αυτονομίας. Δεν ήταν παρά τα απομεινάρια μιας εποχής ή απλώς μια γαλλική παραδοξότητα, όπως εκείνη που έκανε το γαλλικό επιτελείο να επιμένει υπερήφανα στο bleu horizon και το pantalon rouge της στρατιωτικής στολής έως το 1915. Εως τότε και επί έναν ολόκληρο χρόνο, με το μπλε και το κόκκινο να ξεχωρίζουν σαν σουρεαλιστική πινελιά στον γκρίζο καμβά της Κεντρικής Ευρώπης, οι γάλλοι στρατιώτες γίνονταν ο πιο εύκολος κινούμενος στόχος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Ενας «Μεγάλος Πόλεμος» τελείωσε και μετά ένας δεύτερος και έπειτα ένας τρίτος, χωρίς ευτυχώς να πέσει μισή σφαίρα και ακόμη ευτυχέστερα χωρίς να πληκτρολογηθεί ένας μυστικός κωδικός και να πατηθεί το κουμπί. Ηταν ο πιο αναίμακτος θρίαμβος που είχε ζήσει η ανθρωπότητα και μάλλον, επειδή ποτέ στο παρελθόν δεν είχε νικήσει το βούτυρο χωρίς τα κανόνια του, ειπώθηκε ότι αυτό ήταν το «τέλος της Ιστορίας». Ακόμη και αν η πλάνη ή η παρανόηση διορθώθηκε σχετικά γρήγορα, ήταν το τέλος μιας εποχής. Οχι όμως και το τέλος ενός κόσμου.

Ο μεταπολεμικός κόσμος καταρρέει σήμερα με τη διάρρηξη της συμμαχίας από την Αμερική του Ντόναλντ Τραμπ πάνω στην οποία θεμελιώθηκε, αναπτύχθηκε και υπερίσχυσε. Η κατάρρευσή του συμπίπτει με τα 80 χρόνια από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου – κάτι οπωσδήποτε μοναδικό αν σκεφτεί κανείς πως τα θαύματα κρατάνε τρεις μέρες. Πώς το λένε οι Γάλλοι; «Δεν υπάρχει θαύμα που να κρατάει». Λένε ακόμη, εδώ και τουλάχιστον μία τριετία, πως αυτή είναι η εποχή της «πολεμικής οικονομίας». Είναι με άλλα λόγια η εποχή των κανονιών, αλλά δεν πρόκειται για παραδοξότητα, το ίδιο λένε και οι Σκανδιναβοί και οι Πολωνοί και οι Ιταλοί και οι Γερμανοί που ετοιμάζονται να επενδύσουν σχεδόν 1 τρισ. εκατομμύριο ευρώ στην πολεμική οικονομία και αφού πείσουν τους υπόλοιπους πως θα ξορκίσουν και το τελευταίο φάντασμα του παρελθόντος.

Αρκούν το χρήμα και τα ξόρκια; Οχι ακριβώς. Λείπει η ισχύς, κυρίως όμως λείπει ο χρόνος. Ακόμη και ως ευρωπαϊκό κονσόρτσιουμ, η ευρωπαϊκή πολεμική μηχανή θέλει χρόνια για να αναπτυχθεί – η Μπούντεσβερ δεν στήνεται από τη μία μέρα στην άλλη. Μένει έτσι ένας περίπου σύμμαχος, κάπως μιλιταριστής και όχι και τόσο Ευρωπαίος, τον οποίο η Ευρώπη αντιμετωπίζει ως πρόκληση αλλά και ως ανάγκη: ευρωπαϊκή άμυνα δεν υπάρχει χωρίς κάτι από μια «συμπαραγωγό» Τουρκία.

Σε αυτές τις συνθήκες και αυτή την εποχή το δίλημμα για την Ελλάδα δεν είναι «κανόνια ή βούτυρο», πράγματα που ούτως ή άλλως ποτέ δεν διέθετε σε άφθονες ποσότητες. Είναι «προσαρμογή ή απομόνωση». Είναι ανάμεσα σε μια εθνικά υπερήφανη εμμονή και μια διαπραγματευτική ευελιξία. Ή θα ενταχθεί στο πνεύμα της εποχής των κανονιών. Ή θα γίνει ο πιο εύκολος κινούμενος στόχος μετά τους τρικολόρ, ανδρείους, αλλά και νεκρούς Γάλλους του περασμένου αιώνα.