Το βασικό μου θέμα, πάντως, είναι ότι δεν κοιμάμαι».

Το σήμα του έρχεται και φεύγει, ο γκρι ουρανός, ο δρόμος με τα όμοια σπιτάκια, το πρόσωπό του κοντά στην κάμερα, σπάνε όλα σε τετράγωνα που θρυμματίζονται σε πίξελ.

Γιατί δεν κοιμάσαι; τον ρωτάω. Εχεις στρες;

«Οχι. Απλά εδώ δεν έχουν παντζούρια, κανένα δωμάτιο, σε κανένα σπίτι».

Μπαίνει στο σπίτι. Ακούγονται δύο άλλες φωνές που τον χαιρετούν στα ελληνικά. Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς, του λέω.

«Ούτε κουρτίνες έχουν».

Μάλλον έχεις στρες, λέω, που δεν έχεις βρει δουλειά.

«Ρε, δεν έχουν κουρτίνες και παντζούρια και έχει δύο μήνες μέρα εδώ πέρα. Δεν νυχτώνει ποτέ».

Πρώτα, μερικά γεγονότα. Νέοι που δούλευαν τα καλοκαίρια σεζόν στα νησιά πάνε για σεζόν στην Ισλανδία που πληρώνει καλύτερα. Για τις συνθήκες που τους περιμένουν στην Ελλάδα διαβάζουμε τα στοιχεία της Eurostat, για το ποσοστό επιβάρυνσης του κόστους στέγασης· συγκεκριμένα, διαβάζουμε την τελευταία πρόταση της έκθεσης: «Ωστόσο, στην Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι οι νέοι φεύγουν από το πατρικό τους συγκριτικά αργότερα [από τους υπόλοιπους νέους της ΕΕ], το ποσοστό υπερβολικής επιβάρυνσης για στέγαση παραμένει υψηλό» ή, αλλιώς, πάνω από 3 στους 10 νέους Ελληνες δίνουν πάνω από το 40% του μισθού τους στο νοίκι.

Στον ανταγωνιστικό κλάδο της τεχνολογίας, οι προσλήψεις αποφοίτων πανεπιστημίου δείχνουν μειώσεις κοντά στο 50% λόγω αντικατάστασης των θέσεων αρχικού επιπέδου με τεχνητή νοημοσύνη.

Στο Ιντερνετ, μετά το «quiet quitting», όπου εργαζόμενοι μειώνουν την παραγωγικότητά τους στο ελάχιστο δυνατό μην προσμένοντας τίποτα πέραν του να μην απολυθούν, ένας νέος όρος κερδίζει έδαφος: το «job hugging», όπου εργαζόμενοι πιάνονται από τις θέσεις τους με νύχια και με δόντια φοβούμενοι το αβέβαιο χάος της σημερινής αγοράς εργασίας, όπως πιάνεται κανείς από την άκρη του γκρεμού για να μην πέσει στο κενό.

Το πρόβλημα, όμως, με τα γεγονότα, δηλαδή με τις πληροφορίες, είναι ότι είναι ένα τρομερά εύπλαστο υλικό για κάθε λογής αφήγημα. Οι πληροφορίες είναι νουκλεοτίδια, τις παίρνεις, τις βάζεις στην αλληλουχία που επιθυμείς, τις ενώνεις με τους συλλογιστικούς δεσμούς που σε βολεύουν και παράγεις ένα αφηγηματικό DNA.

Αυτό εξάλλου κάνει και η παραπάνω παράγραφος σε ό,τι έχει να κάνει με την εργασιακή πραγματικότητα της χώρας. Δίνει κατεύθυνση. Μια άλλη αλληλουχία θα ήθελε τους νέους εργαζομένους άπληστους, τεμπέληδες και φυγόπονους.

Δεν αξίζει να μείνουμε στα γεγονότα γύρω από το 13ωρο. Ναι, δεν θεσπίστηκε 13ωρη εβδομαδιαία εργασία. Ναι, τα 13ωρα μπορεί να είναι το μέγιστο 37,5 το έτος. Αυτό που αξίζει είναι να κάνουμε ένα βήμα πίσω και να δούμε τα υπάρχοντα αφηγήματα. Αυτό που προσπαθεί να υποστηρίξει η κυβερνητική πολιτική ή, μάλλον, αυτό που προσπαθεί διαρκώς να ανανήψει, το φρανκενσταϊνικό κουφάρι ενός αφηγήματος, και τα αφηγήματα που συναντάμε στον αντίποδα.

Η κυβέρνηση νομοθετεί πάνω στο αφήγημα της εργασιακής ευελιξίας ή, αλλιώς, της εργασιακής απελευθέρωσης. Οποιος θέλει να προκόψει δουλεύει σκληρά. Οσο σκληρότερα δουλεύει τόσο πιο πολύ προκόβει. Το αφήγημα που θέλει να εξάγει διεθνώς είναι ότι το εργατικό δυναμικό της Ελλάδας είναι τρομερά ευέλικτο και άρα προσαρμόσιμο στις ανάγκες της κάθε επιχείρησης.

Το αφήγημα για εσωτερική κατανάλωση λέει ότι οι εργαζόμενοι όχι μόνο μπορούν, αν θέλουν, να δουλέψουν συνεχόμενες δεκατρείς ώρες στον ίδιο εργοδότη και να βγάλουν επιπλέον λεφτά από τις υπερωρίες, αλλά μπορούν και να αρνηθούν να το κάνουν, και μάλιστα ο εργοδότης τους απαγορεύεται να τους απολύσει επειδή αρνήθηκαν. Με λίγα λόγια, το αφήγημα λέει πως ο εργαζόμενος ενδυναμώνεται να πάρει την εργασιακή του ζωή στα χέρια του. Αν θέλει να σκιστεί στη δουλειά, να το κάνει αυτοβούλως.

Πάνω σε τέτοια αφηγήματα στέκονται και οι συμβάσεις «μηδενικών ωρών», που θέλουν τους ντελιβεράδες freelancers που ορίζουν τις ώρες τους, τα λεφτά τους, τη μοίρα τους σε συνθήκες απόλυτης επισφάλειας.

«Ετρεξα να πάρω τις πίτσες, δεν είχα στηρίξει καλά το μηχανάκι και μέχρι να γυρίσω είχε πέσει πάνω στο δίπλα μηχανάκι, που ‘χε πέσει πάνω στο επόμενο, ντόμινο, ε, δεν το έχω βρει ακόμα, αλλά μου αρέσει. Είναι κουραστικό για το σώμα αλλά όχι για το μυαλό μου».

Δεν σου λείπει η δουλειά σου; ρωτάω.

«Δουλεύω τις μισές ώρες και βγάζω τα ίδια με αυτά που έπαιρνα στο γραφείο. Ούτε καν».

Το αφήγημα της προκοπής: ένα ξαναζεσταμένο αμερικανικό όνειρο, ένα success story σε πακέτο έτοιμου γεύματος για τα μικροκύματα, που τρέχεις να φας ανάμεσα στο πρώτο και το δεύτερο εξιμισάωρο. Ομως η πληροφορία, ο ασταθής παράγοντας, όπως χτίζει το αφήγημα, έτσι μπορεί και να το γκρεμίσει. Γιατί η Ελλάδα μετρά τις περισσότερες ώρες εργασίας στην ΕΕ και ταυτόχρονα τη δεύτερη χαμηλότερη αγοραστική δύναμη στην ΕΕ, μετά τη Βουλγαρία. Πολλοί από εμάς δουλεύουν ήδη πάνω από σαράντα πέντε ώρες την εβδομάδα.

Αρα πού ακριβώς εντοπίζεται το διαπραγματευτικό χαρτί του έλληνα εργαζομένου, του job hugger, που θα αρνηθεί να δουλέψει 13ωρο με τη βεβαιότητα ότι δεν θα απολυθεί, έστω αργότερα, λόγω της απροθυμίας του; Και πού ακριβώς εντοπίζονται οι προοπτικές ευημερίας;

Ο σύγχρονος φιλόσοφος Μπιουνγκ-Τσουλ Χαν, μιλώντας για την ένδεια πειστικών αφηγήσεων στην εποχή της πληροφορίας και του καταναλωτικού storytelling, κάνει τον διαχωρισμό ανάμεσα στα σύγχρονα «μικροαφηγήματα»: τα χλιαρά, τα ασταθή, τα σχετικοποιημένα, που καταρρέουν γιατί δεν διαθέτουν κανέναν πυρήνα αλήθειας, και στις πραγματικές αφηγήσεις, που οφείλουν την ανάδυσή τους σε περίπλοκες διαδικασίες, που εκφράζουν τη «διάθεση μιας εποχής», που αλλάζουν τον κόσμο.

Το 13ωρο ως δικαίωμα. Η ελευθερία του να επιλέξεις δύο δουλειές ή «μία και καλή». Η επιβίωση ως ευημερία. Η εργασία ως προϊόν προς πώληση σε υποψήφιους εργοδότες. Βολεμένα μέσα σε μικροαφηγήματα ενδυνάμωσης, απελευθέρωσης, μετακύλισης της ευθύνης, που δημιουργούν εντυπώσεις για μια μέρα και ύστερα χάνονται μέσα στην ομίχλη μιας ακατανόητης εποχής.

Στα πέριξ, στα διαλείμματα, στην μπίρα μετά τη δουλειά, στο κρεβάτι πριν από τον ύπνο, σε βιαστικές βιντεοκλήσεις με την Ισλανδία, ακούγονται τα απέναντι αφηγήματα. Της υπαρξιακής ματαίωσης, της παραίτησης. Νέων εργαζομένων που ψάχνοντας χρήματα χάνουν το ίδιο το νόημα της εργασίας.

Που αδυνατούν να επενδύσουν σε μια καριέρα γιατί κανείς δεν επενδύει στους ίδιους, όταν εργοδότες ευθαρσώς και απροκάλυπτα ψάχνουν τρόπο να τους αντικαταστήσουν με γλωσσικά μοντέλα, όταν η πολιτεία τούς ενθαρρύνει να γίνουν πιο ευέλικτοι, μπας και τους λυπηθούν.

Οι αφηγήσεις του παρελθόντος φαντάζουν μυθικές. Δεν έχει μείνει ούτε μία να δώσει νόημα και ταυτότητα, να γεννήσει πίστη. Ισως όμως η ζωή να μην αντέχεται χωρίς μια ιστορία στην οποία να μπορούμε να πιστέψουμε. Ισως να μην αντέχεται για πολύ μια παράσταση γεμάτη μίμους που προσπαθούν ακόμα να μας πείσουν πως κάτι υπάρχει στο απόλυτο κενό.

Και ίσως γι’ αυτό ήρθαν κλόουν, στρατιωτικοί και βασιλιάδες να το γεμίσουν.

Ο κ. Φοίβος Οικονομίδης είναι συγγραφέας και τακτικός συνεργάτης του «Βήματος».