Στα πεζοδρόμια της πόλης ανθίζουν οι τσίχλες, τα χάρτινα φλιτζάνια από φρέντο με γάλα αμυγδάλου, τα μοσχομυριστά δωράκια που αφήνουν στο διάβα τους τα κατοικίδια και προσπερνούν οι ιδιοκτήτες τους. Στους τοίχους το αναρριχώμενο φυτό που ξεχωρίζει, που σαν ζιζάνιο έχει πνίξει τα γιασεμιά του παρελθόντος και έχει απλωθεί παντού, φέρει την επιστημονική ονομασία «αφίσα της ριζοσπαστικής αυτοοργάνωσης». Το βλέπουμε όπου και αν στρέψουμε το βλέμμα μας, σε προσόψεις κτιρίων, σε κολόνες, σε κάδους απορριμμάτων, σε στάσεις λεωφορείων. Είναι πιθανώς το πρώτο φυτό μετά τον πάπυρο τα φύλλα του οποίου διαβάζονται.

Διαβάζω κι εγώ κατηφορίζοντας από του Γκύζη προς το Κέντρο και διασχίζοντας τα τυραννισμένα Εξάρχεια: «Η Τροχαία εναντίον μας, αλλά οι δρόμοι μάς ανήκουν». Τι σημαίνει αυτό; Υποθέτω πως δεν καταλαβαίνουν ούτε εκείνοι που το έγραψαν, που το τύπωσαν και το κόλλησαν με επαναστατικό πάθος σε εκατοντάδες σημεία. Πού βρίσκουν τα λεφτά για τέτοιου είδους δράσεις; Και ποιοι είναι; Πιθανώς φοιτητές ή ελεύθεροι σκοπευτές πολιτικού λόγου, μπορεί να είναι απλώς η Ελένη και ο Τάκης από το Παγκράτι που μια φορά διάβασαν Μπακούνιν και τους άλλαξε τη ζωή. Πίσω από κάθε αφίσα που γράφει «Να σπάσουμε τα δεσμά του περιπάτου στην Πανεπιστημίου» κρύβεται πιθανώς ένας άνθρωπος που δουλεύει οκτάωρο στο Δημόσιο, που τα απογεύματα πηγαίνει την κόρη του στο θεατρικό παιχνίδι και που έχει συνδρομή στο Netflix, αλλά δεν του φαίνεται.

Συνεχίζω να διαβάζω και να προσπαθώ να αποκρυπτογραφήσω τα «αναρριχώμενα»: «Πιες, μωρό μου, το γάλα σου, και όταν μεγαλώσεις να θυμάσαι ότι ένας πλασιέ υπουργός Υγείας έδωσε το DNA σου σε κάτι επιχειρήσεις για να έχουν τον έλεγχο των κυττάρων σου». «Νεανική απειθαρχία. Στα χρόνια της καραντίνας η απείθαρχη εργατική τάξη αναδύθηκε με πάταγο και φανέρωσε κρυφές δυνατότητες». «Οχι άλλο τέχνη στο Πεδίο του Αρεως». «Τρία χρόνια από τη δολοφονία του χιμπατζή. Το Αττικό Ζωολογικό Πάρκο φυλακίζει, βασανίζει και δολοφονεί». «Τα μίντια λένε ψέματα, η ασφάλεια στα πανεπιστήμια χρειάζεται για να μαντρωθεί η ελεύθερη σκέψη». Ολα αυτά σε μια πόλη που ήδη ασφυκτιά από διαφημίσεις, αφίσες για live που έγιναν ή που θα γίνουν, ενοικιαστήρια που έχουν ξεμείνει στους στύλους εδώ και δεκαετίες και προεκλογικές αφίσες πολιτικών από την εποχή που το ΠαΣοΚ διεκδικούσε την εξουσία.

Τι μένει τελικά από τον πυρετό της αφισοκόλλησης και από το αντάρτικο της μπαρουφολογίας; Μια πόλη λερωμένη. Μια άποψη χωρίς αποδέκτη. Και μια αίσθηση βιασμού της αισθητικής, αδιαφορίας για το περιβάλλον, ακόμα και βίας που εύκολα μπορεί να στραφεί εναντίον σου: «Θες να νοικιάσεις την οδό Καλλιδρομίου; Ξανασκέψου το» διαβάζω σε μια αφίσα με το σκίτσο ενός καρχαρία που δείχνει απειλητικά τα δόντια του: «Θα μας βρεις απέναντί σου». Αμπελοφιλοσοφίες, απειλές, ασχήμια και οπτική ρύπανση, με το αστικό περιβάλλον να υποβαθμίζεται διαρκώς. Ενα περιβάλλον τόσο τοξικό που στο τέλος δεν μένει τίποτα ζωντανό – ούτε η ίδια η άποψη (ακόμα και η πιο βλακώδης) που παλεύει να ακουστεί. «Εντός τού πραγματικά ανεστραμμένου κόσμου, η αύξηση του μισθού είναι μια στιγμή της μείωσής του» διαβάζω και συνεχίζω να περπατώ νιώθοντας κομπάρσος σε έργο του Ιονέσκο.