Μνήμες δεκαετιών μιας θεατρικής μυσταγωγίας
Του Μάρκου Καρασαρίνη
Το εφετινό φεστιβάλ αρχαίας τραγωδίας εγκαινιάσθηκε προχθές υπό καλούς οιωνούς στο θέατρο της Επιδαύρου. Ο αστερισμός του Ευριπίδη αποδείχθηκε μαγνήτης ισχυρότατος για την προσέλκυσι φίλων της κλασσικής μας καλλιτεχνικής κληρονομιάς».
Γράφοντας για την παράσταση της «Εκάβης» σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή, η οποία στις 19 Ιουνίου 1955 εγκαινίασε επίσημα το Φεστιβάλ Επιδαύρου (είχε προηγηθεί το προηγούμενο καλοκαίρι ο «Ιππόλυτος» του Δημήτρη Ροντήρη και το 1938 η «Ηλέκτρα» του ιδίου), στο «Βήμα» της 21ης Ιουνίου ο Γεώργιος Αποστολόπουλος, τόνιζε την επιτυχία μιας «πνευματικής γιορτής» (αλλά και «καλά μελετημένης, καλά ωργανωμένης και καλά εκτελεσμένης καλλιτεχνικής και τουριστικής εξορμήσεως») που συγκέντρωσε ένα πλήθος 15 χιλιάδων περίπου θεατών.
Σε παράπλευρο δημοσίευμα ο Παύλος Παλαιολόγος έκανε λόγο για «θέαμα μεγαλειώδες», «θρησκευτική μυσταγωγία», «σταθμό στην ιστορία του Τουρισμού». Ο νεότευκτος θεσμός, αποτέλεσμα οργανωτικής πρωτοβουλίας του υπουργού Προεδρίας Γεώργιου Ράλλη, υπήρξε εξαρχής εξαιρετικά δημοφιλής, κάτι που πιστοποίησε και η προσέλευση στις επόμενες παραστάσεις, του «Οιδίποδα Τυράννου» στις 26 Ιουνίου και τις 2 Ιουλίου, του «Ιππόλυτου» την 1η Ιουλίου.
Με τη συμπλήρωση φέτος εβδομήντα ετών από την πρώτη εκείνη επίσημη παρουσία του, το Φεστιβάλ Επιδαύρου, το οποίο την τελευταία πενταετία μετρά περίπου 250.000 θεατές ετησίως, έχει πλέον πίσω του μια μακρά, επιτυχημένη ιστορία.
Σε αυτήν περιλαμβάνονται όλα τα κορυφαία ονόματα του ελληνικού καλλιτεχνικού χώρου όπως και μείζονες ξένες παρουσίες και συνεργασίες, από τον Πίτερ Χολ, τον Πέτερ Στάιν και τον Τόμας Οστερμάγερ ως την Πίνα Μπάους, τη Μονσεράτ Καμπαγέ, τον Ζεράρ Ντεπαρντιέ και τον Κέβιν Σπέισι.
Από τον ανεξάντλητο αριθμό των παραστάσεων και την πληθώρα των μεγάλων ερμηνειών ο καθένας κρατά στη μνήμη του τις δικές του εμπειρίες, τις δικές του εμβληματικές στιγμές όπως δείχνουν τα κείμενα των Λυδίας Κονιόρδου, Στάθη Λιβαθινού και Εύας Νάθενα στο σημερινό αφιέρωμα των «Νέων Εποχών».
Ολοι θα αναγνώριζαν την ατμόσφαιρα που αποδίδει ο Παύλος Παλαιολόγος από τον Ιούνιο του 1955, «τα σπιθίσματατα των αναπτήρων και τις φωτεινές τελείες των τσιγάρων», «τη συγκρατημένη ανάσα της μάζας», τη διαχρονική αίσθηση που προκαλεί «το θέαμα και η στιγμή αυτή της συναντήσεως των δύο κόσμων που χωρίζει το πλήθος των αιώνων.
Την Επίδαυρο δεν την απομυθοποίησα
Της Εύας Νάθενα
Χρόνια μιλώ για την Επίδαυρο με τα ίδια λόγια. Περίπου λέω πως ήταν πάντα ένας ιδιαίτερος μαγνήτης για μένα. Πως την ιστορία της την έμαθα αφού αναρωτήθηκα, σε μικρή ηλικία, γιατί με έλκει τόσο… Κι ενώ βίωσα αυτό που θα λέγαμε «Γνωριμία μ’ έναν τόπο», στην πραγματικότητα άρχισα να τη γνωρίζω όταν επέστρεφα ξανά και ξανά, όλα μου τα καλοκαίρια, σε όλες τις παραστάσεις, από τα 18 μου κι έπειτα. Κάποιες χρονιές δεν μπορούσα να περιμένω ως το καλοκαίρι.
Επαιρνα τα κλειδιά του σπιτιού του Διονύση Φωτόπουλου, μέσα στον χειμώνα, και μετρούσα τις πιο ωραίες μοναχικές διακοπές, τις πιο ωραίες βόλτες. Η σύνδεση με το θέατρο ήταν ουσιαστική και στεκόταν για χρόνια σε μια απόσταση, από πρόθεση και με σεβασμό. Ημουν θεατής!
Προχώρησα σε πολλές εξερευνήσεις. Βρήκα τη γωνιά μου στο Ασκληπιείο, τη θάλασσα που αγάπησα, το μονοπάτι που με οδήγησε σε ένα εκκλησάκι χτισμένο σε θεμέλια ναού της Αθηνάς και, κυρίως, το σπίτι, στο οποίο ζω πια τα καλοκαίρια – με την οικογένειά μου. Στην Επίδαυρο, όλα μπορούν να γίνουν μεταφυσικά αν θέλεις. Το να ξυπνώ το πρωί και να μπορώ να δω από το παράθυρό μου το Μικρό Θέατρο είναι δώρο.
Οι χώροι ανασκαφής γύρω του αλλάζουν το τοπίο κι αυτό το βρίσκω συγκινητικό. Είναι και αυτή η συνέχεια, που μας καθιστά όλους θαμώνες τόσων και τόσων θεατρικών παραστάσεων και στιγμών.
Κι ενώ ευτύχησα να δημιουργήσω μια περιοδική, καθημερινή κανονικότητα – ανέλαβα μέσα μου το καθήκον να ανάβω τα καντήλια σ’ αυτό το έρημο εκκλησάκι, έκανα φίλους ντόπιους, δούλεψα στο θέατρο, φιλοξένησα ανθρώπους, μοιράστηκα βράδια με κουβέντες ως το ξημέρωμα, είδα, είδα, είδα παραστάσεις –, ωστόσο την Επίδαυρο δεν την απομυθοποίησα. Την κρατώ, εκεί, στο δέος της πρώτης φοράς.
Από τις παραστάσεις στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου που φύλαξα να θυμάμαι ξεχωρίζω δύο, από τα παλιά και οι δύο, μια που ο χρόνος δεν έχει κάνει την αποτίμησή του για τις πιο πρόσφατες ακόμη μέσα μου. Η παράσταση «Ιων» του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία Λυδίας Κονιόρδου και σκηνογραφία, καθοριστική για την παράσταση, του δασκάλου μου, Διονύση Φωτόπουλου, έμεινε σίγουρα στην καρδιά μου.
Ηταν το 2003. Από τη μακέτα και την αφίσα της ήδη, κατάλαβα ότι κάτι ωραίο έρχεται. Η αισθητική ήταν κυρίαρχη και επέβαλε πήχη ψηλό. Στην αφίσα, αυτή η ποιητική αφαιρετική εικόνα με πλάτη το νέο παιδί που τρέχει μαζί με πουλιά, σε μια παλέτα ζεστή, όπως και στην παράσταση, προοιωνιζόταν μια δουλειά που, όταν τέλειωσε, είπα «χάρμα οφθαλμών!»… Παιδί της εικόνας και εγώ η ίδια, και δη της δραματοποιημένης εικόνας, δεν μπορούσα να μη συγκινηθώ και, κυρίως, να μην ταυτιστώ.
Η άλλη παράσταση ήταν ο «Ηρακλής Μαινόμενος» του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία του Μιχαήλ Μαρμαρινού, το 2011. Εναν χρόνο νωρίτερα ο σύζυγός μου, παραγωγός του κινηματογράφου, είχε προβεί στην αγορά ενός λεωφορείου του ’50, προκειμένου να παίξει σε μια ταινία.
Η ταινία δεν έγινε ποτέ, του έμεινε όμως το λεωφορείο και τότε είπα παρηγορητικά: «Μη θλίβεσαι, στην επόμενη παράσταση που θα κάνω στην Επίδαυρο, σκοπεύω να φέρω τον θίασο των ηθοποιών, σαν ταξιδιώτες από μακριά!».
Τη στιγμή που είδα να συμβαίνει αυτό, στην παράσταση του Μιχαήλ, δεν θα την ξεχάσω! Είδα μεν να γκρεμίζεται ένα όνειρο δικό μου, αλλά χωρίς αίσθημα ιδιοκτησίας, αμέσως αφέθηκα να ενθουσιαστώ με αυτό που έβλεπα, που ήταν κάτι ανάμεσα σε οπτικοποιημένο ποίημα και ταινία του Θεόδωρου Αγγελόπουλου στην Επίδαυρο.
Σε αυτή την παράσταση, η κινησιολογία του Κωνσταντίνου Ρήγου, δε, συνέβαλε στο να δημιουργηθεί ένας από τους καλύτερους Χορούς που έχω δει, ένας υπέροχος χορός γερόντων. Το καλοκαίρι της Επιδαύρου είναι οι παραστάσεις του. Κι εμείς οι τυχεροί που τις κοινωνούμε και συνωμοτούμε.
H κυρία Εύα Νάθενα είναι σκηνογράφος και σκηνοθέτρια.
Στα χέρια του Κουν η κωμωδία ήταν κατάφαση στη ζωή
Της Λυδίας Κονιόρδου
Ηταν 15 Αυγούστου 1976! Ημουν σπουδάστρια της σχολής του Εθνικού Θεάτρου. Ούτε ξέρω πώς βρέθηκα στην Επίδαυρο να δω τους «Αχαρνής» του Θεάτρου Τέχνης σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν. Από το σχολείο παρακολουθούσα όλες τις παραστάσεις στο Υπόγειο.
Δυστυχώς, δεν είχα δει τους «Ορνιθες» παρά πολύ αργότερα σε μια αναβίωση. Παράλληλα έβλεπα και παραστάσεις του Εθνικού. Είχα δει κυρίως στο Ηρώδειο τα έργα του Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού.
Ηταν ήδη τολμηρό για την εποχή να ανεβαίνουν έργα του Αριστοφάνη για τη συντηρητική αστική κοινωνία της εποχής, που στις αρχές τα αντιμετώπιζε σχεδόν σαν αρχαία πορνό. Ομως η επιμονή του Σολομού και η παρουσία ευφάνταστων ηθοποιών όπως ο Νέζερ έκαναν τον Αριστοφάνη σταδιακά αποδεκτό και δημοφιλή. Υπήρχε πάντα όμως ένας διακριτικός πουριτανισμός, μια αστική συγκατάβαση, όπως συχνά συνέβαινε για καθετί που είχε σύνδεση με τη λαϊκή έμπνευση.
Οταν λοιπόν μπήκα στον κόσμο του Αριστοφάνη, με τη ματιά του Κουν, συνέβη μέσα μου μια έκρηξη! Δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Ολοι οι χυμοί της λαϊκής έμπνευσης, της χαράς της ζωής, του ρωμαίικου σκωπτικού πνεύματος, της «πλάκας» και του κεφιού στους ηθοποιούς που οργίαζαν μεταξύ τους με πειράγματα και πρωτότυπους αυτοσχεδιασμούς! Ολα αυτά όμως με ποιητική προσέγγιση, παρ’ όλη την τόλμη με τα φαλλικά.
Δεν υπήρχε τίποτα, τίποτα χυδαίο ή φτηνό στην παράσταση! Ο Κουν, με τον Κόντογλου δάσκαλό του, αναγνώριζε την ομορφιά και την ποίηση ακόμα και στην πιο απλή λαϊκή έκφραση. Δεν την υποτιμούσε. Αντίθετα την αναζητούσε με πάθος. Αναδείκνυε τη δύναμη ζωής και την αξία της με σεβασμό και θαυμασμό. Πάντα με οδηγό την αλήθεια.
Οδηγούσε τους ηθοποιούς να παραδοθούν στον οίστρο του Διονύσου και να απογειωθούν. Αυτό το ένιωθες σε όλη τη διάρκεια της παράστασης. Από τους ηθοποιούς, τους πιο έμπειρους, τον Γιώργο Λαζάνη, τον Γιώργο Αρμένη, τον Βασίλη Παπαβασιλείου, τον Κώστα Τσαπέκο, τον Τάκη Μαργαρίτη αλλά και τους μαθητές της σχολής, δεν θα ξεχάσω τη σκηνή με τις γουρουνίτσες με τον Δημήτρη Οικονόμου.
Ο Χορός να είναι ένα μπουλούκι που κινιόταν με έξαρση, οργανικά σε κάθε σκηνή, χωρίς καμία εμφανή «χορογραφία» να ωραιοποιεί την κίνησή του. Η μουσική και τα τραγούδια πάνω σε λαϊκούς δρόμους από τον Χρήστο Λεοντή στα καλύτερά του.
Η δουλειά του Διονύση Φωτόπουλου απογείωνε την προσέγγιση του Κουν. Εδινε με χιούμορ, με ποίηση και με φαντασία απίστευτη όλες τις σκηνές του έργου. Κάθε επεισοδιακή σκηνή ήταν και πιο ευφάνταστα σχεδιασμένη, με μορφές που έδιναν φτερά στους ηθοποιούς να μεταμορφωθούν.
Πώς να ξεχάσω τη σκηνή με τους πρέσβεις με τις κολοκύθες στα κεφάλια, αντί για μάσκες. Και βέβαια η χρήση της μάσκας σε όλες τις μορφές της σαν μέσο εκστατικής υπέρβασης και μεταμόρφωσης.
Πάντα υπήρχε και το στοιχείο του πολιτικού δημόσιου λόγου, όπως και η παράβαση όπου ο ποιητής μιλάει άμεσα στο κοινό, βγάζοντας τη μάσκα, όπως αρμόζει στον Αριστοφάνη, στη μετάφραση του Λεωνίδα Ζενάκου.
Οταν έφτασε στο γλέντι του φινάλε η παράσταση, το χειροκρότημα δεν ήταν αρκετό, ήθελες να ουρλιάξεις από τη χαρά που ένιωθες να σε πλημμυρίζει, από την αίσθηση απελευθέρωσης. Αν η τραγωδία είναι κατά τον Χειμωνά «έρως θανάτου», στα χέρια του Κουν η κωμωδία ήταν η κατάφαση στη ζωή, στον έρωτα για τη ζωή την ίδια, σε όλες τις μορφές της.
Τι ευτυχισμένη εμπειρία!
Η κυρία Λυδία Κονιόρδου είναι ηθοποιός, σκηνοθέτρια, πρώην υπουργός Πολιτισμού.
Η παράσταση που δεν θέλω να ξεχάσω
Του Στάθη Λιβαθινού
Η παράσταση που μου έχει μείνει είναι λίγο σαν τα παιδικά χρόνια. Μεσολαβούν πολλά, αλλά εν τέλει αυτά θυμάσαι – εξαιρώ τις παραστάσεις του θείου μου (σ.σ.: Μάνος Κατράκης), γιατί είμαι προσωπικά συνδεδεμένος.
Η εντύπωση, ανεξίτηλη μέχρι σήμερα, είναι απ’ την «Ορέστεια» του Πίτερ Χολ, το 1982. Μια εξαιρετική δουλειά, που διακρινόταν απ’ την έλλειψη εξωτερικών εφέ και κάθε είδους φορμαλισμού γερμανικής προελεύσεως με τον οποίον είμαστε σχεδόν εμμονικά συνδεδεμένοι στην Ελλάδα.
Εντυπωσίαζε δε με την απλότητα, το βάθος της και τη γνήσια θεατρικότητα που εξέπεμπε. Με τη Λουκία Πιστιόλα το σκάσαμε απ’ τη Σχολή Κατσέλη και είδαμε και τις δύο παραστάσεις. Την πρώτη, κανονικά, καθισμένοι. Τη δεύτερη κρυφά, απ’ την πάροδο, κολλημένοι στα μάρμαρα – δεν είχαμε εισιτήριο.
Ηταν μια «Ορέστεια» παιγμένη από άντρες – υπήρχε μια αυθεντική μετάφραση του τρόπου που παιζόταν ίσως κάποτε η αρχαία τραγωδία. Θυμάμαι ακόμα τη χειρονομία και το σπάσιμο του καρπού της Κλυταιμνήστρας, όταν κράταγε την άκρη του πέπλου της.
Οπως και τον επιβλητικό τρόπο με τον οποίο άνοιγαν οι πόρτες του Παλατιού των Ατρειδών στον «Αγαμέμνονα». Θυμάμαι επίσης την εξαιρετική μετάφραση του Τόνι Χάρισον που μέχρι και σήμερα με στοιχειώνει – δημιουργικά, γιατί ήταν όλη πάνω σ’ έναν ενιαίο ρυθμό. Η μουσική ήταν ζωντανή και οι ηθοποιοί έπαιζαν με μάσκες. Μέσα στις μάσκες, εξαιρετικά κατασκευασμένες, πιθανότατα να υπήρχε κάποιο είδος μικροφώνου – ή μήπως όχι; Υπήρχε πάντως μια έντονη θεατρικότητα χωρίς να επιδεικνύεται.
Το επόμενο πρωί κάνουμε μπάνιο στην Παλαιά Επίδαυρο και μια ομάδα χαρούμενων νεαρών κάνει βουτιές και παίζει μπάλα στην παραλία. Τους ρωτάω αν έχουν σχέση με την παράσταση και μου λένε «εμείς είμαστε – να ο Αίγισθος, εγώ κάνω τον Ορέστη».
Τους ρωτάω επίσης πόσο καιρό κάνανε πρόβες γιατί από τότε με ενδιέφερε το θέμα. Μου απαντούν «έξι μήνες». Δεν είχε ξεκινήσει ακόμα αυτό το ρουλεμάν του «ενάμιση μήνα και παίζουμε» που σκότωσε το θέατρο και του αφαίρεσε κάθε ελπίδα να κάνει θαύματα.
Εκείνο που επίσης θα μου μείνει αξέχαστο ήταν ότι επειδή υπήρχε μία κάποια κοσμικότητα στο γεγονός, το θέατρο ήταν πολύ γεμάτο στην αρχή του «Αγαμέμνονα» – η παράσταση ήταν πεντάωρη.
Δεν θα ξεχάσω ότι στην τελική σκηνή, όπου ο ηθοποιός που έπαιζε, νομίζω, τον Απόλλωνα, ζήτησε τελετουργικά απ’ όλο το κοινό να σηκωθεί όρθιο για να γίνει η τελετή της δίκης του Ορέστη. Κι όπως γύρισα πίσω μου και κοίταξα δεν πρέπει να είχαν απομείνει πάνω από 1.000-1.500 θεατές. Είχε πάει μία το βράδυ.
Νομίζω ότι ήταν απ’ τα πιο σοβαρά προσωπικά και καλομελετημένα εγχειρήματα πάνω στην αρχαία τραγωδία, ανθρώπων που έσκυβαν με αληθινή αγάπη και σεβασμό. Χωρίς να είναι αρχαιολάτρες, ούτε να τους νοιάζει τι σημαίνει ελληνική ή εθνική ταυτότητα. Αλλά βασισμένοι πάνω στο απόλυτο, ολικό θέατρο των μεγάλων τραγικών.
Θυμάμαι τον Χορό, γιατί όλοι οι ηθοποιοί βγαίνανε από αυτόν. Δεν έχανα ούτε μία λέξη. Κι αυτό είναι κάτι για το οποίο η εγγλέζικη σχολή φημίζεται: Ο τρόπος που χειρίζονται τον λόγο και τις καταλήξεις των έξυπνων εγγλέζικων λέξεων που, συνήθως, τελειώνουν σε σύμφωνα.
Υπήρχε μια ακρίβεια και μια χορικότητα αδιανόητη, ηρεμία, ανθρωπιά, μια συνέπεια σε ό,τι συνέβαινε στη σκηνή. Επίσης υπήρχε κι ένα υφέρπον χιούμορ, εγγλέζικο. Ειδικά στη σκηνή της Τροφού του Ορέστη που την έπαιζε και αυτή άντρας, το κοίλο, θυμάμαι, γελούσε.
Παρεμπιπτόντως, στον Χορό των «Ευμενίδων» θυμήθηκα τα λόγια πολλών σοφών του θεάτρου: Οτι εκεί σπάνε τα μούτρα τους όλοι οι σκηνοθέτες. Ισως ούτε ο Πίτερ Χολ να έλυσε αυτό το μαρτυρικό αίνιγμα. Αλλά αυτή η παράσταση σου έμενε στον νου για τη θεατρικότητα και την αισθητική της συνέπεια. Στην υπόκλιση είχε βγει και ο Πίτερ Χολ, νέος, ωραίος, ακμαίος.
Ναι, ήταν μια «Ορέστεια» που δεν θέλω να ξεχάσω. Νομίζω ότι μέχρι και σήμερα θα ήταν ένα σπουδαίο κλειδί για την τραγωδία. Προσωπικά, με επηρέασε πολύ. Και δεν παύει, επειδή με βρήκε απολύτως αφύλακτο και αθώο, να είναι μια απ’ τις παραστάσεις που με γέμισαν αγάπη για το θέατρο.
Το χρώμα της ήταν το λευκό. Μια κατάλευκη παράσταση, σαν τα χρόνια που ζούσαμε – ήμασταν γύρω στα είκοσι, μαζί με την αγαπημένη μου, μέχρι σήμερα, Λουκία Πιστιόλα.
Ο κ. Στάθης Λιβαθινός είναι ακαδημαϊκός, σκηνοθέτης, πρώην καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου.







