Γιατί επιστρέφουμε στο πρόσφατο παρελθόν;

Γράφει ο Μάρκος Καρασαρίνης

«Το παρελθόν δεν πεθαίνει ποτέ. Δεν είναι καν παρελθόν». Η διάσημη φράση του Γουίλιαμ Φόκνερ από το μυθιστόρημα Requiem for a Nun έγινε ακόμη πιο διάσημη από τη δεκαετία του ’80 και μετά όταν οι σπουδές της μνήμης (memory studies) γνώρισαν αλματώδη ανάπτυξη. Για τους μελετητές της ιστορίας βέβαια το παρελθόν έτσι κι αλλιώς δεν πεθαίνει ποτέ γιατί ο απόηχός του, τα επιβιώματά του, οι χρήσεις του συνοδεύουν το μέλλον.

Κανόνες συγκροτούνται, γενεαλογίες διαμορφώνονται, ταυτότητες και συλλογικές αναπαραστάσεις αρθρώνονται χάρη σε μια επιλεκτική ανάγνωση του παρελθόντος – αν, για παράδειγμα, το έθνος κατά τον Ερνέστο Ρενάν είναι ένα «καθημερινό δημοψήφισμα», είναι ταυτόχρονα μια διαρκής επιβεβαίωση και αναδιατύπωση των περασμένων. Οι φέτες του παρελθόντος που επιλέγονται από τις διάφορες κοινωνικές ομάδες, ο δημόσιος λόγος που εκφέρεται, ο συμβολικός χαρακτήρας που προβάλλεται εκφράζουν πτυχές ενός ποικίλου ανήκειν. Παρακολουθώντας κανείς παρόμοιες αφηγήσεις μπορεί να ανιχνεύσει τροπές και μετασχηματισμούς στην αυτοεικόνα των κοινωνιών.

Γι’ αυτό είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα η διάχυτη στην ελληνική δημόσια σφαίρα πρόσληψη ενός συγκεκριμένου αφηγήματος που επικαλείται φλοίδες του 20ού αιώνα: η γενιά του ’30, η ποιητική τριανδρία Καβάφη – Σεφέρη – Ελύτη, το μουσικό δίδυμο Χατζιδάκι – Θεοδωράκη, η νεοκλασική αρχιτεκτονική, ο ασπρόμαυρος κινηματογράφος, το «ελληνικό καλοκαίρι», εσχάτως το πρώτο στάδιο της μακράς Μεταπολίτευσης ή αυτόνομα η δεκαετία του ’80, με προσμείξεις και προσθαφαιρέσεις, συλλογικά ή κατά μόνας, προβάλλονται ως αντιπροσωπευτικό πρότυπο της σύγχρονης ελληνικής ταυτότητας, συγκρίνονται υπαινικτικά ή ευθέως με ένα υποδεέστερο σήμερα, αποβαίνουν αντικείμενο νοσταλγικής αναπόλησης.

Οπως συμβαίνει σε παρόμοιες συνθέσεις, τα συστατικά στοιχεία δεν είναι απαραίτητο να ταιριάζουν μεταξύ τους, ούτε η συναρμογή τους να είναι άψογη, αρκεί η αποδοχή που απολαμβάνουν στο συλλογικό φαντασιακό. Τα ουσιαστικά ερωτήματα έχουν να κάνουν με όσα βρίσκονται στο υπέδαφος αυτής της αποδοχής. Συνδέεται με την ανάδυση μνημών συγκεκριμένων ηλικιακών ομάδων, αποτελεί εμπλουτισμό ή παγίωση μιας θέασης ήδη εδραιωμένης;

Υποδεικνύει αναπροσαρμογές ρευμάτων σκέψης ή ιδεολογικές μετατοπίσεις; Και είναι τελικά αυτή η «ελληνική νοσταλγία» ιδιοτυπία της δικής μας κοινωνίας με αναφορά αποκλειστικά σε εκείνη ή συνιστά ενδεχομένως αντανάκλαση διεργασιών παγκόσμιου χαρακτήρα στην εποχή της ρευστής νεωτερικότητας;

Οχι όλα τώρα, όχι όλα μαζί

Γράφει ο Γιάννης Αντιόχου

Σε περιόδους κρίσης ή δυσαρέσκειας του παρόντος, ο δημόσιος λόγος στην Ελλάδα κάνει ένα γνώριμο τέχνασμα: επιστρέφει στο παρελθόν, όχι από συντηρητισμό, αλλά από μια σχεδόν σωματική ανάγκη για συνοχή. Επιστρατεύει για παράδειγμα τη Γενιά του ’30 ως θεμέλιο σοβαρότητας, ως αδιαπραγμάτευτη κιβωτό ποιότητας ώστε να αναδείξει ένα μέτρο σύγκρισης σε σχέση με την παραγόμενη εγχώρια λογοτεχνία· τα νεοκλασικά, ως ενοχικό ενθύμιο όσων κατεδαφίσαμε· τη Μεταπολίτευση και τα 80s, ως εποχές πλήρους – κατά προτίμηση, λησμονημένης – αυτοπεποίθησης, κ.ά. Το σήμερα παραμένει ανολοκλήρωτο.

Μια εποχή με υπερπαραγωγή εικόνων και ένδεια διάρκειας. Ολα είναι θραύσματα: εμπειρίες, σχέσεις, τέχνες. Η πληροφορία υπερισχύει, η κατακτημένη γνώση είναι ελάχιστη, η αφήγηση υποχωρεί και η συγκίνηση διασπάται από ειδοποιήσεις προτού βιωθεί. Γι’ αυτό η νοσταλγία δεν είναι ούτε αθώα ούτε παράλογη. Είναι μια προσπάθεια να επαναφέρουμε το όλον, σ’ έναν κόσμο που εκπαιδεύει τη μνήμη μας να λειτουργεί σαν feed: συνεχές, αδιάκοπο, αδιαφοροποίητο. Κι αν επιστρέφουμε στο παρελθόν, είναι για να θυμηθούμε πώς ήταν η εμπειρία όταν είχε ακόμη ρυθμό και αρχιτεκτονική. Ανθρώπινο να νοσταλγώ δίσκους βινυλίου· τότε που τα άλμπουμ των Κραουνάκη και Νικολακοπούλου – και άλλων – ακούγονταν ως ολόκληρα έργα.

Τον ύστερο Χατζιδάκι των «Μύθων μιας Γυναίκας», έργο που δεν απολογήθηκε για τη συνομιλία ανάμεσα στο προσωπικό και το συλλογικό. Τα βιβλία μυθοπλασίας των δεκαετιών του ’80 και του ’90, που δεν ήταν ναρκισσιστικές εξομολογήσεις με ISBN, ούτε δηλώσεις πολιτικής ορθότητας μεταμφιεσμένες σε λογοτεχνία.

Τη συστολή και την περιπέτεια του να ανακαλύπτεις ανθρώπους χωρίς ψηφιακά ίχνη. Και σκέφτομαι πως αυτή η ύλη νοσταλγίας παρέπεμπε σ’ έναν ρυθμό ζωής, σ’ έναν κόσμο όπου οι εμπειρίες είχαν χρόνο να ολοκληρωθούν.

Ενα μέτρο που το σώμα μπορούσε να αντέξει, να διαβάσει, να επεξεργαστεί και να γνωρίσει. Θα ήμουν όμως ανειλικρινής αν δεν παραδεχόμουν πως βιώνουμε μια ψηφιακή συνθήκη. Οσο προχωρημένη κι αν είναι, δεν έχει βρει τρόπο να δημιουργήσει μνήμη με σταθερότητα (ακόμη). Παράγει δεδομένα, όχι διάρκεια.

Προσφέρει συνδέσεις, όχι απαραίτητα σχέση. Κάνει τα πάντα διαθέσιμα και σχεδόν τίποτα αναγκαίο. Ετσι, το παρελθόν επιστρέφει ως λειτουργικό αντίβαρο, ως υπόμνηση ότι ο άνθρωπος χρειάζεται δομές εμπειρίας για να σταθεί όρθιος. Η απόσταση από τις ιστορίες στα stories μου φαίνεται αγεφύρωτη. Η ζωή μας συμβαίνει δίχως μάρτυρες. Θα τολμούσα να την ονομάσω: εποχή της ανθρωπολογικής διάρρηξης.

Δεν είναι ότι δεν αισθανόμαστε· είναι ότι δεν μπορούμε να αφηγηθούμε τι αισθανθήκαμε.  Ασφαλώς, όλες οι κοινωνίες θυμούνται τις δικές τους «χρυσές εποχές», αλλά σπάνια επιχειρούν να τις αναπαραστήσουν. Στην Ελλάδα, η νοσταλγία δεν λειτουργεί ως ανάμνηση, αλλά ως υπόδειγμα. Δεν τη θυμόμαστε, την αναπαλαιώνουμε. Δεν τη στοχαζόμαστε, την εξιδανικεύουμε. Αντί να σκεφτούμε τι λείπει από το παρόν, αναζητούμε πώς να προσαρμόσουμε το ψηφιακό με το μέτρο του αναλογικού, ώστε να μην αντέχει ούτε το παλιό την επανεμφάνιση, ούτε το καινούργιο τη μίμηση, δίχως να κατανοούμε πως έχει επέλθει οριστική σχάση.

Εικάζω πως, σε 30 χρόνια, εκλείποντας εμείς οι αναλογικοί άνθρωποι, όσα σήμερα λέμε, αισθανόμαστε ή θυμόμαστε θα υπάρχουν ως αποθηκευμένα αρχεία σε κάποια βάση δεδομένων. Οι επίγονοι ίσως να μην αναγνωρίζουν την αφήγηση ως ανάγκη, αλλά ως καθυστέρηση. Η μνήμη πιθανώς θα ανακτάται μέσω κυκλωμάτων, όχι μέσω διηγήσεων. Η συγκίνηση θα είναι προεπιλεγμένη, με παραμέτρους έντασης και διάρκειας.

Το τραύμα θα διαγράφεται αντί να επουλώνεται. Η γνώση θα φορτώνεται, δεν θα κατακτιέται. Και οι σχέσεις θα είναι μια δικτυακή πρόσβαση, όχι παρουσία. Σε έναν τέτοιο κόσμο, το ανθρώπινο μέτρο θα μοιάζει ακατανόητο· αλλά ίσως είναι το μόνο που αξίζει να διατηρηθεί. Γιατί ακόμη κι αν η συνείδηση γίνει λογισμικό, το σώμα ζητά ακόμη χρόνο. Ζητά μια παύση ανάμεσα στο ερέθισμα και στην απάντηση. Ζητά εκείνον τον ανεκπαίδευτο χρόνο όπου γεννιέται το αληθινό.

Αυτό, μου φαίνεται, είναι η γενεσιουργός αιτία της νοσταλγίας μας. Το κοινωνικό και πολιτισμικό μας αντίβαρο, μια επίμονη υπενθύμιση ότι ο άνθρωπος χρειάζεται ένα μέτρο που να μην αποσυντίθεται σε 24ωρα. Μια διάρκεια ικανή να εγγράφεται στην εμπειρία, γεννώντας καταρράκτη έργων, σχέσεων, κοινοτήτων και συγκινήσεων, μια ακρίβεια μέτρου.

Μια ήσυχη φωνή που οι ομήλικοί μου, νοσταλγοί-ωτακουστές, αντιλαμβάνονται σαν μουρμουρητό: «όχι όλα τώρα, όχι όλα μαζί». Είμαστε οι κουρασμένοι άνθρωποι. Πιθανώς ποτέ να μην ήταν εύκολος ο διασκελισμός δύο αιώνων.

Ο κ. Γιάννης Αντιόχου είναι ποιητής και μεταφραστής.

Το πένθος του χαμένου κέντρου

Γράφει ο Νίκος Α. Μάντης

Μια ανάμνηση από τη φοιτητική μου περίοδο στην Αγγλία, στα τέλη της δεκαετίας του ’90: Αρκετοί έλληνες φοιτητές έχουμε μαζευτεί σ’ ένα δωμάτιο του κοιτώνα και παρακολουθούμε στην οθόνη ενός υπολογιστή μια ελληνική ταινία. Πρέπει να είναι ο «Ηλίας του 16ου», ο «Πολυτεχνίτης και ερημοσπίτης», ή κάτι παρόμοιο.

Ενας νεαρός Βρετανός που τυχαίνει να βρίσκεται στην παρέα δείχνει να παραξενεύεται με το φαινόμενο. «Μα αυτό πρέπει να έχει γυριστεί την εποχή των γονιών μας, για να μην πω πιο παλιά» αναρωτιέται. «Είναι σαν να βλέπω εγώ μια ταινία με τον (σ.σ.: αλήστου μνήμης άγγλο κωμικό) Νόρμαν Γουίζντομ. Τι της βρίσκετε;». Τώρα είναι η σειρά των Ελλήνων να απορήσουν με τη στάση του. «Αυτό που βλέπεις», αναφωνούν εν χορώ, «είναι ο αληθινός κινηματογράφος!».

Η σκηνή ετούτη έχει επιστρέψει από τότε πολλές φορές στη μνήμη μου. Συνδέεται με αυτή τη γνώριμη, διάχυτη αίσθηση ότι για ένα ικανό κομμάτι των συμπατριωτών μας εκείνο που είχε κάποτε σημασία και αξία σε τούτη τη χώρα έχει παρέλθει προ πολλού και ότι το μόνο που απομένει σε εμάς, τους άτυχους επιγόνους του, είναι μονάχα να το νοσταλγούμε.

Εχει κανείς την εντύπωση ότι, σε οποιαδήποτε καμπάνια της Ελλάδας στο εξωτερικό (ασχέτως του επιμέρους αντικειμένου – μπορεί να αφορά από κρασιά μέχρι ξενοδοχεία και ταινίες) η χώρα μας οπτικοποιείται εδώ και δεκαετίες μέσα από τα ίδια πρόσωπα: η Κάλλας, ο Ωνάσης, ο Αντονι Κουίν ως Ζορμπάς, ο Χατζιδάκις και η Μελίνα, ο Ελύτης και ο Σεφέρης. Ταυτόχρονα, στις τηλεοράσεις και το Διαδίκτυο η νοσταλγία για ένα εξιδανικευμένο παρελθόν «θερίζει»: από τις ταινίες του Φίνου και του Καραγιάννη που παίζουν σε μια αέναη λούπα, διαπαιδαγωγώντας γενιές και γενιές στην εξωστρεφή μονοφωνία τους, ως τα παλιά λαϊκά και έντεχνα τραγούδια (παραγωγής μέχρι τις παρυφές του ’90) που ακούμε ξανά και ξανά σε μερακλωμένες παρέες τηλεοπτικών συνδαιτυμόνων.

Στα social media, μια ατελείωτη χορεία από ασπρόμαυρες ή τεχνητά επιχρωματισμένες φωτογραφίες (εσχάτως με τη χρήση ΤΝ) από την εποχή που μπορεί να υπήρχε πραγματική φτώχεια, αλλά «ο κόσμος ήταν αυθεντικός», τότε που οι πόλεις ήταν όμορφες, προτού η αντιπαροχή να εξαφανίσει τα νεοκλασικά, που η εικόνα τους και μόνο ανακαλεί (πέντε δεκαετίες τουλάχιστον μετά τη μαζική εξαφάνισή τους) μια αίσθηση αμετάκλητα χαμένου παραδείσου.

Αναρωτιέμαι πόσο περίεργο θα μου φάνταζε αν γνώριζα έναν Αμερικανό που θα θεωρούσε ότι η «αληθινή μουσική» έχει σταματήσει στην εποχή του Ελβις. Ή ότι ο «αληθινός κινηματογράφος» έχει τελειώσει με τον Ηλία Καζάν και τον Τζον Χιούστον. Πώς θα μου φαινόταν, στις εκθέσεις βιβλίου, στα περίπτερα των Γάλλων να μη φιγουράριζαν οι τρέχοντες δημοφιλείς συγγραφείς τους, αλλά ο Αντρέ Ζιντ και ο Μαρσέλ Προυστ – κάτι που συμβαίνει με τις δικές μας αντιπροσωπείες, όπου στο σχετικό υλικό εμφανίζονται μονίμως ο Καβάφης, ο Καζαντζάκης και ο Σεφέρης ως ό,τι πιο σύγχρονο και αντιπροσωπευτικό έχει να λανσάρει η λογοτεχνία μας.

Κάποιοι θα πουν, «αυτή είναι η αγελάδα μας, αυτό το γάλα κατεβάζει»∙ δεν γίνεται μια μικρή χώρα σαν τη δική μας να έχει αδιάλειπτη παραγωγή προσωπικοτήτων και ταλέντων. Κάποτε ίσως ακμάζαμε. Τώρα πια όχι. Υπάρχει κάποια αντικαταστάτρια της Κάλλας και δεν τη γνωρίζουμε;

Ωστόσο τα ιερά τέρατα είναι παντού εξίσου αναντικατάστατα. Εκείνο που αλλάζει από χώρα σε χώρα δεν είναι μόνο η παραγωγή ταλέντων, αλλά και το βλέμμα στον ίδιο τον εαυτό. (Που με τη σειρά του ενδεχομένως να παίζει ρόλο και στην παραγωγή των επόμενων ταλέντων.) Στη χώρα μας έχω την εντύπωση ότι κάπως σαν όλα να τα πλακώνει εκείνο το πένθος για το «χαμένο κέντρο» που διαβάζαμε παλαιότερα σε στοχαστές της νεο-ορθοδοξίας.

Και που εκτείνεται σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της ελληνικής ζωής, καλύπτοντας το αχανές πεδίο που ξεκινάει από τον Χρήστο Βακαλόπουλο και καταλήγει στον Μάκη Δελαπόρτα. Επηρεάζοντας εξίσου τόσο τον απλό κόσμο όσο και τις κρατικές υπηρεσίες.

Στο βιβλίο Η Ακύρωση του Μέλλοντος, ο Μαρκ Φίσερ μιλάει για κάτι παρόμοιο. Για το γεγονός ότι από το μεταμοντέρνο και μετά τα πάντα μοιάζουν με ρεπλίκες∙ στη μουσική, στο σινεμά, στην ίδια τη σκέψη. Ωστόσο η απάντηση σ’ αυτό δεν μπορεί να είναι ένα ξεθυμασμένο ομοίωμα αισθήματος – εκείνο που ουσιαστικά αποτελεί η νοσταλγία.

Η εμμονή στο παρελθόν είναι παντού και πάντα παραλυτική. Και όχι μόνο. Είναι μια δύναμη επί της ουσίας συντηρητική, μια τάση να έχουμε το βλέμμα δεσμευμένο σε ένα κάλπικο και επινοημένο χθες, περιφρονώντας το σήμερα και αρνούμενοι ή μη δυνάμενοι να φανταστούμε το αύριο.

Είναι η ίδια τάση που κάνει ορισμένους να εξυμνούν τη χούντα των «ανοιχτών παραθύρων», ή το παλιό σχολείο με τις σωματικές τιμωρίες. Ενα συναισθηματικό δάνειο από το υποθηκευμένο μέλλον μας, για χάρη μιας πλαστής επιστροφής σ’ ένα φοιτητικό δωμάτιο που στην πραγματικότητα δεν υπήρξε ποτέ.

Ο κ. Νίκος Α. Μάντης είναι συγγραφέας.

Σπίτια με μωσαϊκά και άλλες αναμνήσεις

Γράφει η Κατερίνα Λαμπρινού

Οταν τον Ιούνιο του 2013 η ΕΡΤ σταμάτησε να εκπέμπει, η διαμαρτυρία που ακολούθησε υπήρξε μαζική και αυθόρμητη. Είχε όμως ένα ιδιαίτερο στοιχείο: στηριζόταν σε μεγάλο βαθμό στη δύναμη της νοσταλγίας. Αναμνήσεις από παιδικές εκπομπές, ηχητικά σήματα, στιγμιότυπα από παλιότερα προγράμματα κατέκλυσαν τις προσωπικές και ψηφιακές συζητήσεις. Η εύλογη υπεράσπιση του δημόσιου φορέα ραδιοτηλεόρασης προέκυπτε μέσα από ένα πολιτισμικό αποθετήριο αναμνήσεων, από τη Φρουτοπία έως το Μονόγραμμα και την Αθλητική Κυριακή.

Κανείς δεν έμοιαζε να ταυτίζεται πρωτίστως με την ΕΡΤ της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα. Η προάσπιση της δημόσιας τηλεόρασης εμφανίστηκε έτσι και ως υπεράσπιση μιας μνήμης αυθεντικής ψυχαγωγίας και ενημέρωσης. Ως αναβίωση μιας γνήσιας συγκινησιακής εμπειρίας.

Η στιγμή έχει σημασία. Καθώς η κρίση διέλυε κάθε αίσθηση προβλεψιμότητας και αισιοδοξίας, η νοσταλγία εμπεδωνόταν ως κοινός τόπος αυτοεπιβεβαίωσης και ταυτόχρονα αγωνίας: κάποτε είχαμε πολιτισμό, ποιότητα, εικόνες και ηχοτοπία. Σε στιγμές κρίσης οι κοινωνίες προσπαθούν να βρουν σημεία έμπνευσης στο παρελθόν. Δεν ήταν όμως μόνο αυτό. Συγχρονικά και διεθνώς, την ίδια ακριβώς περίοδο, εδραιωνόταν μια αστική τάση νεανικής κουλτούρας – ο χιπστερισμός – που έδινε έμφαση στο «εναλλακτικό», στο χειροποίητο και στο vintage: από τα ρούχα και τη μουσική μέχρι τις craft μπίρες, τον μονοποικιλιακό καφέ, τα αρτοποιεία-μπουτίκ και τη σέπια αισθητική των αναλογικών μέσων.

Καθώς η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008 ενίσχυε την ανάγκη για μικρές, αυτοσχέδιες, «αυθεντικές» μορφές ζωής απέναντι σε μια γενικευμένη αστάθεια, η νοσταλγία μετατρεπόταν όχι απλώς σε γούστο, αλλά σε τρόπο να διεκδικηθεί μια ταυτότητα πιο αληθινή. Στις ΗΠΑ, ο χιπστερισμός άνθησε στις πολυπολιτισμικές αστικές γειτονιές. Λευκά μεσαία στρώματα «ανακάλυπταν» αφροαμερικανικές, λατινοαμερικανικές και εβραϊκές γειτονιές με ζωντανές κουλτούρες – από το Γουίλιαμσμπεργκ στο Μπρούκλιν έως το Σίλβερ Λέικ στο Λος Αντζελες – και τις υιοθετούσαν με αποτέλεσμα να τις εμπορευματοποιούν εξαντλητικά.

Στην Αθήνα, η αναζήτηση της αυθεντικότητας δεν στράφηκε προς την πολυπολιτισμική πυκνότητα της μεταναστευτικής εμπειρίας, αλλά προς κάτι πιο οικείο: τις υβριδικές ζώνες του αθηναϊκού ιστού όπου το λαϊκό και το αστικό συνυπάρχουν χωρίς ξεκάθαρα όρια.

Στα Πετράλωνα, η αυθεντικότητα αναζητήθηκε στη λαϊκή καθημερινότητα: στα χαμηλά σπίτια, στα μικρά μαγαζιά, στην αίσθηση μιας γειτονιάς που λειτουργούσε με ρυθμούς προψηφιακούς. Στο όμορο Κουκάκι με τα νεοκλασικά και αρ ντεκό κτίσματα, στο ίχνος μιας διακριτικής αστικότητας.

Και στον πυρήνα όλων η αθηναϊκή πολυκατοικία· το κατεξοχήν σύμβολο της κάθετης κοινωνικής διαστρωμάτωσης και, ταυτόχρονα, συμβίωσης – λαϊκά στρώματα στα ημιυπόγεια, μεσοαστικά στο ρετιρέ. Μια γρήγορη αναζήτηση στο Διαδίκτυο μπορεί να επιβεβαιώσει την πρόσφατη δημοφιλία της αθηναϊκής πολυκατοικίας ως αυθεντικής αποτύπωσης της βιωμένης εμπειρίας της πόλης και της μικροαστικής καθημερινότητάς της.

Ομως ο συνδυασμός νοσταλγίας και αυθεντικότητας δεν αποτελεί απλώς πολιτισμικό φαινόμενο. Υπάρχει και μια άλλη πιο κρίσιμη διάσταση. Στη σύγχρονη οικονομία της εμπειρίας λειτουργεί ως ένας από τους πιο κρίσιμους μηχανισμούς δημιουργίας αξίας.

Η διεθνής βιβλιογραφία επί του θέματος είναι τεράστια ακριβώς επειδή οι επιχειρήσεις βλέπουν πρακτικά αποτελέσματα: ο πελάτης δεν αγοράζει μόνο ένα προϊόν, αλλά και μια ανάμνηση που του φαίνεται αληθινή. Από μπαρ με μωσαϊκό και ποτήρια καφενείου έως την αναβίωση των πανηγυριών, η νοσταλγική αισθητική αποδίδει οικονομικά επειδή παράγει αίσθηση οικειότητας και γνήσιας εμπειρίας.

Καθώς η ανοδική κινητικότητα που άλλοτε έδινε υλικό νόημα στη διαδρομή από τα Πετράλωνα στο Κουκάκι και από το ημιυπόγειο στο ρετιρέ έχει ουσιαστικά ανακοπεί, το παλιό μοντέλο «συνύπαρξης» φθίνει: η πολυκατοικία μετατρέπεται όλο και περισσότερο σε άθροισμα βραχυχρόνιων μισθώσεων, η γειτονιά σε χώρο διαρκούς ροής αντί σταθερών δεσμών.

Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, η νοσταλγία και η αναζήτηση αυθεντικότητας λειτουργούν ως αισθητικοποίηση της σταθερότητας: μικρές νησίδες κανονικότητας μέσα στην αστάθεια, ταυτόχρονα όμως και διάλυσης της ίδιας της πόλης.

Σε καμία περίπτωση δεν θα ισχυριζόμουν πως ο χιπστερισμός – εγχώριος ή διεθνής – φέρει την ευθύνη, ισχύει ωστόσο ότι, όπως και αλλού, λειτούργησε ως πολιτισμικός επιταχυντής του εξευγενισμού και ως παραγωγός φαντασιακών γειτονιών: μικρά μαγαζιά και επιχειρήσεις που μιμούνται μια υβριδική λαϊκο-αστική γειτονικότητα χωρίς να τη διαθέτουν.

Κάπως έτσι, η νοσταλγία καταλήγει συχνά σε μια εμπορική ανακύκλωση του ίδιου αισθητικού κώδικα και μιας οικειότητας που αναπαράγεται χωρίς να αντιστοιχεί στις συνθήκες που τη γέννησαν. Κι αν κάτι λείπει πλέον από αυτές τις μικρές νησίδες φαινομενικής αυθεντικότητας δεν είναι η πρόθεση, αλλά η δυνατότητα να παραμείνουν συνδεδεμένες με τις πραγματικές κοινωνικές συνθήκες που τις έκαναν κάποτε βιωμένη εμπειρία.

Η κυρία Κατερίνα Λαμπρινού είναι διδάκτορας του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου.