Ο όρος αντισυστημικός έχει μέσα του μια χροιά κολακείας. Η ιδέα πως υπάρχει μια αόρατη και ορατή δομή αδικίας (το σύστημα) και από την άλλη κάποιοι-ες που δεν πειθαρχούν κατασκευάζει μια ισχυρή φαντασίωση. Πίσω της θα βρούμε συναισθήματα και εικόνες με μεγάλο αποτύπωμα στους σύγχρονους καιρούς. Κάποτε, αντισυστημικός ήταν και ένας φιλελεύθερος ή οπαδός της συνταγματικής δημοκρατίας. Υπάρχει όμως μεγάλη διαφορά ανάμεσα στην πρόσφατη περίοδο και στο παρελθόν των δημοκρατικών ή σοσιαλιστικών αγώνων. Παλιότερα το προς καταπολέμηση σύστημα ήταν συγκεκριμένο: μια απολυταρχία ή έστω το καπιταλιστικό σύστημα και ένας τρόπος παραγωγής. Στις κλασικές φιλελεύθερες ή ριζοσπαστικές ιδέες το σύστημα είχε μια καθορισμένη λειτουργία και δεν ήταν κάτι θολό και σχεδόν μυστικιστικό. Ο αστικός φιλελευθερισμός είχε μέτωπο με την πολιτική απολυταρχία, ο σοσιαλιστικός ριζοσπαστισμός επιδίωξε να ελέγξει τις κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες. Ο «αντίπαλος» είχε περίγραμμα και μια λογική.

Από τη στιγμή όμως που η λέξη «κατεστημένο» άρχισε να γίνεται ένα ρευστό πράγμα όπου κανείς απλώς τοποθετούσε τους «κακούς του κόσμου», άρχισε να παίρνει κεφάλι ένας άλλος αντισυστημισμός. Για ένα διάστημα μπορούσε να εκφραστεί με τα κληρονομημένα λεξιλόγια της αριστεράς και του δικού της στυλ αμφισβήτησης. Στον 21ο αιώνα, όμως, το αντισυστημικό ύφος φιλοξενεί όλες τις δυσφορίες και τις τρελές αρνήσεις που κυκλοφορούν στην αγορά των επιθυμιών. Αντισυστημικό είναι ό,τι πάει κόντρα και, προφανώς, ό,τι σοκάρει και σκηνοθετείται ως ακραίο. Γι’ αυτή την πορεία προς την κενή αρνητικότητα που καταλήγει σε ένα «πες τα, Ηλία» (Κασιδιάρη) ή σε ένα «φάτε τους», έχουν πολιτική ευθύνη διάφοροι παράγοντες: η αδυναμία ή απροθυμία των δημοκρατικών θεσμικών δυνάμεων να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά προβλήματα διαφθοράς και κοινωνικής καχεξίας αλλά και εκείνη η κουλτούρα της αγανάκτησης που άρχισε να πετροβολά τον Κυρ-Παντελή σαν να ήταν αυτός η πηγή της εξουσίας του Κεφαλαίου και το ίδιο το «σύστημα». Πολιτισμικός αριστερισμός και μνησίκακος δεξιός λαϊκισμός μετέτρεψαν το «σύστημα» σε μυθική κατηγορία από όπου δεν υπάρχει διέξοδος αφού, βέβαια, βρίσκεται παντού και μέσα μας.

Τώρα η αντισυστημικότητα ενώνεται κυρίως μ’ έναν επιδεικτικό υπερεθνικισμό. Δεν είναι τυχαία τόσα κομματίδια ή κινήσεις με πρόσημο εθνικοπατριωτικό. Ενας άτυπος καταμερισμός τάσεων έχει επικρατήσει: μερίδες της φοιτητικής νεολαίας και κάποιων πτυχιούχων με προέλευση τη μεσαία τάξη ελκύονται από ένα ύφος αριστερού αντισυστημισμού ενώ μεγαλύτερα τμήματα λαού κινούνται προς διάφορες «πατριωτικές» πλατφόρμες ως τα όρια του νεοναζισμού.

Η επέκταση ωστόσο αντισυστημικών απόψεων δεν συνοδεύεται από σημαντικά πραγματικά κινήματα ή «αντισυστημικές» πράξεις. Ο πιο ακραίος, παραληρηματικός σχεδόν λόγος που κυκλοφορεί, φαίνεται να εκτονώνει την οργή του στην ψηφιακή ζωή. Ο αντισυστημισμός έχει γίνει τελικά ένα μεγάλο, νόμιμο και αρκετά προστατευμένο παράρτημα του πολιτιστικού μας συστήματος!

Η μετατροπή σε ρουτίνα του ξέφρενου λόγου δεν είναι ανώδυνο πράγμα. Μπορεί να γίνει μια αδιέξοδη «κόντρα» ψήφος που θα πολλαπλασιάσει διάφορους επικίνδυνους ή αντιδημοκράτες μέσα στη Βουλή. Αλλά το κυριότερο είναι πως ένας εύκολος ρητορικός αντισυστημισμός βαθαίνει το ρήγμα ανάμεσα σε τμήματα του λαού και στους θεσμούς. Το πολιτικό σύστημα στα μάτια πολλών ανθρώπων μεταβάλλεται σε εχθρό. Ετσι, αυτός ο ανερμάτιστος «αντισυστημισμός» λειτουργεί σαν μηχανισμός συκοφάντησης κάθε σοβαρής προσπάθειας για κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές. Γίνεται ο καλύτερος σύμμαχος του ακραίου πολιτικού συντηρητισμού. Με την επίκληση ενός μυθικού συστήματος που τάχα κυβερνάει τα πάντα, προωθείται τελικά η αδράνεια, η αγανακτισμένη ανημπόρια, η πολιτική του φθόνου ή μια θεωρία περί προδοτών. Ενώ χρειαζόμαστε αλλαγές στο κράτος, στο οικονομικό υπόδειγμα, στη λειτουργία της Δικαιοσύνης και αλλού, ο αντισυστημισμός με τον τρόπο των social media προβάρει αμέριμνα τον ρόλο του κακού.

Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.