Των Ελενας Αραμπατζή, Σταύρου Γιαννούλτση, Αχιλλέα Καλαντζή

Η ονομασία «πλάβα» αποδίδεται γενικευμένα σε κάθε πλεούμενο λιμνών και ποταμών. Ετσι πλάβες καλούνται μια σειρά από σκάφη σε μια σχετικά ευρεία περιοχή της Βόρειας Ελλάδας ακόμα και αν οι κατασκευές αυτές δεν έχουν παρόμοια χαρακτηριστικά.

Οπως οι κύκνοι, τα πουλιά, οι καλαμιές και το κρώξιμο των βατράχων έτσι και η πλάβα, η παραδοσιακή αυτή βάρκα των γλυκών νερών, αποτελεί σήμα κατατεθέν του υδροβιότοπου Αγρα – Βρυττών – Νησίου και μάλιστα είναι απόλυτα εναρμονισμένη με το περιβάλλον και σε απόλυτη ισορροπία γιατί γεννήθηκε μέσα από τις ιδιαίτερες συνθήκες του υδάτινου αυτού κόσμου…

Η βάρκα αυτή, όπως λένε οι τεχνίτες που την κατασκευάζουν, παραδοσιακά έπρεπε να είναι χρήσιμη για το ψάρεμα, το κυνήγι, τη συλλογή και μεταφορά πρώτων υλών από τη λίμνη και – σπάνια – για τη μετακίνηση. Είναι ένα πλεούμενο χωρίς μεγάλες κατασκευαστικές απαιτήσεις, προσαρμοσμένο στο φυσικό περιβάλλον του υγρότοπου.

Γενικά είναι μια γερή αλλά πρόσκαιρου χαρακτήρα κατασκευή, προορισμένη για παροδική και ευκαιριακή ενασχόληση με το νερό, απόλυτα προσαρμοσμένη στις συνθήκες που επικρατούν στα ήρεμα, σχεδόν στάσιμα νερά της λίμνης για τα οποία προορίζεται: Πλεύση σε μικρές αποστάσεις με ρηχά νερά, ανάμεσα στην πυκνή υδρόβια βλάστηση αλλά και με δυνατότητα για σχετικά εύκολη μεταφορά και απόκρυψη. Είναι σχεδόν πανομοιότυπη με τις πλάβες που χρησιμοποιούνταν στον βάλτο των Γιαννιτσών και ο τύπος αυτών συναντάται επίσης στις λίμνες Βεγορίτιδα, Πετρών, Χειμαδίτιδα, Ζάζαρη και Πρέσπα. Χαρακτηρίζεται από επίπεδο πυθμένα χωρίς καρίνα, που ανυψώνεται και έχει τριγωνική απόληξη στην πρύμνη και στην πλώρη. Κινείται με σταλίκι και κουπιά.

Μέθοδος κατασκευής

Στις δεκαετίες ’60 και ’70 κυκλοφορούσε στο εμπόριο πριστή ξυλεία κωνοφόρων (κυρίως πεύκο κάθε είδους) με μεγάλο πλάτος («τριαντάρια» μαδέρια με πεντάμετρο μήκος) και από αυτά έβγαζαν και τις διαστάσεις της πλάβας που κυμαίνονται συνήθως από 4,00 έως 4,80 μ. μήκος, 30 με 40 εκ. πλευρικό ύψος και 0,90 με 1,20 μ. πλάτος. Για τα «στηρίγματα» τα όρθια καδρόνια και τις τραβέρσες χρησιμοποιούνται κατά κύριο λόγο η φτελιά και το κάστανο και πιο σπάνια η δρυς.

Η κατασκευή άρχιζε από το πάτωμα με τρία μαδέρια που συνδέονταν με κάθετες τραβέρσες στις οποίες άνοιγαν τρύπες για την κυκλοφορία του νερού. Το μήκος του κυρίου σώματος ήταν περίπου ένα τετράπλευρο 2 με 2,80 μέτρα και μετά έκοβαν τις τριγωνικές απολήξεις της πλώρης και της πρύμνης. Τα τριγωνικά υπόλοιπα του κοψίματος τα χρησιμοποιούσαν για την κατασκευή δεύτερου πατώματος στις μύτες. Πλώρη και πρύμνη είναι πανομοιότυπες, οι ψαράδες ωστόσο επιλέγουν και έχουν πάντα μία για το μπροστινό μέρος, την οποία και θεωρούν πλώρη.

Στη συνέχεια κάρφωναν με καρφιά τις πλευρές στο πάτωμα, τις ενίσχυαν με κάθετα καδρόνια ίσων διαστάσεων με τις τραβέρσες έτσι ώστε να σχηματιστούν κάποιο είδος νομέων, οι πόστες. Μετά κατασκεύαζαν τις άκρες με κλίση προς τα πάνω, κυρίως με γωνία συνήθως περίπου 5 μοιρών. Αυτό συνήθως προκαλεί ανύψωση της μύτης πάνω-κάτω το πολύ 10 εκατοστά. Ο «μάστορας» σήκωνε και έκαμπτε το ξύλο ως εκεί που θεωρούσε ότι «αντέχει» το ξύλο του ή του φαινόταν ικανοποιητικό το αποτέλεσμα στο μάτι.

Οι άκρες της μύτης συνδέονταν σε ένα κάθετο καδρόνι πελεκημένο τριγωνικά. Κατόπιν τοποθετούσαν τις μάσκες. Στο πάτωμα μετά την ανύψωση της άκρης τοποθετούσαν κοντά στην απόληξη της μύτης και μια επιπρόσθετη τραβέρσα μικρότερου πάχους. Τέλος, το επάνω μέρος της μύτης καλυπτόταν για ενίσχυση από τριγωνικό αγκωνάρι. Η βάρκα ολοκληρωνόταν με δύο σανίδες για καθίσματα.

Στεγανοποίηση μόνο με κατράμι

Κανένα άλλο μέσο στεγανοποίησης δεν χρησιμοποιούσαν εκτός από το κατράμι. Οι αρμοί στουμπώνονταν με στουπιά ή πανιά και μετά καλύπτονταν με πίσσα. Αν είχαν αρκετή κάλυπταν με πίσσα ολόκληρη την πλάβα εξωτερικά, για αυτό και το μαύρο χρώμα ήταν το χαρακτηριστικό τους. Την πλάβα τη βύθιζαν μία μέρα στο νερό ώστε να φουσκώσει το ξύλο από το νερό και να στεγανοποιηθούν οι αρμοί.

Η ναυπηγική αυτή τεχνική έχει ιστορική σημασία καθώς χρησιμοποιείται ολοένα και σπανιότερα. Η καταγραφή και η διατήρησή της έχει επομένως βαρύνουσα σημασία!

Ξεχωριστός υδροβιότοπος με πολλαπλές ωφέλειες

Στα 8 χιλιόμετρα από την Εδεσσα, στην πρώην πλημμυρίδα του ποταμού Εδεσσαίου, σε υψόμετρο 470 μ. βρίσκεται ο υδροβιότοπος Αγρα – Βρυττών – Νησίου ή αλλιώς η «λίμνη του Αγρα». Δημιουργήθηκε μάλιστα στις αρχές του 1950 για τις ανάγκες του τοπικού Υδροηλεκτρικού Σταθμού του. Εχει βάθος 4-6 μ., και το λιμναίο τμήμα της το καλύπτουν 4.000 έως 6.000 στρέμματα.

Η περιοχή είναι ιδιαίτερης ομορφιάς, φιλοξενεί σπάνια είδη πανίδας και αυτοφυούς χλωρίδας σημαντικής ορνιθολογικής σημασίας και έχει ενταχθεί στο δίκτυο των Ζωνών Ειδικής Προστασίας με βάση την Οδηγία για τη διατήρηση των πουλιών, ενώ προτάθηκε για ένταξη στο ευρωπαϊκό δίκτυο προστατευόμενων περιοχών Natura 2000. Είναι ιστορικά γνωστή ως «οι βάλτοι του Τιάβου». Πλούσια σε ιστορικά γεγονότα και πολιτισμικά στοιχεία, καθώς υπάρχουν διατηρητέα μνημεία της εποχής του χαλκού και σιδήρου, ελληνιστικών, παλαιοχριστιανικών και βυζαντινών χρόνων. Η λίμνη δίνει ζωή στο οικοσύστημα των υγροτόπων, φθάνει στο υδροηλεκτρικό εργοστάσιο του Αγρα για την παραγωγή ενέργειας, ρέει στην πόλη της Εδεσσας τροφοδοτώντας τις αστικές πλωτές οδούς και τους καταρράκτες. Στη συνέχεια, ρέει μέσω ενός δεύτερου υδροηλεκτρικού σταθμού και τελικά συλλέγεται σε δεξαμενή για την άρδευση 5.000 εκταρίων γεωργικής γης, ενώ συνεχίζει τη διαδρομή προς τη θάλασσα, ολοκληρώνοντας έναν πολύτιμο κύκλο πολλαπλών και ωφέλιμων χρήσεων για τον άνθρωπο και τη φύση.