«Για τον Κιρ Στάρμερ όλοι οι δρόμοι οδηγούν πίσω στις Βρυξέλλες» γράφει ο Γιόιν Μπαρκ-Κένεντι στους «Irish Times» με αφορμή την σημερινή σύνοδο κορυφής της ΕΕ για το ουκρανικό, που φιλοξένησε στην πατρίδα του ο πρωθυπουργός της μοναδικής, ως τώρα, χώρας που αποφάσισε να εγκαταλείψει την Ενωση.
Το Brexit και η πιθανή επιστροφή της χώρας τους στην ΕΕ είναι ένα ζήτημα που εξακολουθεί να διχάζει τους Βρετανούς. Μοιάζει να είναι όμως μια οικονομική αναγκαιότητα, κατά την ιρλανδική εφημερίδα, έπειτα από την εγκατάλειψη της Βρετανίας από τις ΗΠΑ και τον ίδιο τον Ντόναλντ Τραμπ ο οποίος, ως απροκάλυπτα αντιευρωπαίος, είχε ενθαρρύνει με ανεκπλήρωτες υποσχέσεις το Brexit.
Πώς έπεισαν
Μια συμφωνία ελευθέρου εμπορίου με τις ΗΠΑ ήταν και πριν από το δημοψήφισμα του 2016 ένα από τα δελεαστικά «καρότα» των ευρωσκεπτικιστών βρετανών πολιτικών στην προσπάθειά τους να πείσουν τους ψηφοφόρους να βγάλουν τη Βρετανία από την ΕΕ.
Την ιδέα προώθησε με ζέση κατά τα χρόνια της προετοιμασίας του διαζυγίου ο τότε πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον. Ο Τζόνσον το 2019, εν όψει της εφαρμογής του Brexit στις 31 Ιανουαρίου 2020, υποστήριζε ότι η συμφωνία θα ενίσχυε το εμπόριο μεταξύ Βρετανίας και ΗΠΑ κατά 40 δισ. στερλίνες (47,5 δισ. ευρώ) ετησίως και θα αντιστάθμιζε την απομάκρυνση της χώρας από την Ευρώπη, τον ιστορικά μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο της.
Πέφτουν οι μάσκες
Οι μάσκες όμως πέφτουν. Η αμερικανική απέχθεια έναντι της Ευρώπης (κυρίως λόγω ευρώ) αποκαλύπτεται, και ούτε ο συστημικός Τύπος κρατά πλέον τα προσχήματα. «Εκείνη την εποχή ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ άνοιξε τις ορέξεις του Λονδίνου υποσχόμενος μια «τεράστια» εμπορική συμφωνία για να υποστηρίξει το Brexit. Οτιδήποτε βοηθούσε στη διάσπαση της ΕΕ, από την οπτική γωνία του Τραμπ, έπρεπε να υποστηριχθεί. Ωστόσο, η προοπτική μιας συμφωνίας φάνηκε να καταρρέει σε διάφορα ζητήματα, συμπεριλαμβανομένων των όρων διαζυγίου του Ηνωμένου Βασιλείου με την ΕΕ, όροι που κρατούσαν το Λονδίνο δυναμικά ευθυγραμμισμένο με τις Βρυξέλλες. Ο φόρος ψηφιακών υπηρεσιών που επιβλήθηκε από τη Βρετανία στους αμερικανικούς τεχνολογικούς κολοσσούς ήταν επίσης ένα ζήτημα» γράφουν οι «Irish Times».
Στις ελληνικές καλένδες
Οι εμπορικές συνομιλίες Ουάσιγκτον – Λονδίνου διακόπηκαν και στη συνέχεια παραπέμφθηκαν στις ελληνικές καλένδες. «Συμφωνία δεν υπήρξε ποτέ. Αυτό στο οποίο κατέληξαν στις αρχές Μαΐου οι επαφές των κυβερνήσεων Στάρμερ και Τραμπ δεν ήταν μια ευρεία και μακροπρόθεσμη συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών, αλλά το πλαίσιο μιας μελλοντικής συμφωνίας. Στην καλύτερη περίπτωση θα είναι μια εξαίρεση από τη δασμολογική «Ημέρα Απελευθέρωσης» του Τραμπ» γράφει ο ρεπόρτερ της δουβλινέζικης εφημερίδας. Και τονίζει ότι η εξαίρεση καλύπτει μόνο το 30% των βρετανικών εξαγωγών προς τις ΗΠΑ, ενώ αφήνει ακάλυπτο το μεγαλύτερο μέρος των εμπορικών συναλλαγών, «ακόμη και τις ευαίσθητες εξαγωγές αυτοκινήτων».
Σε χειρότερη θέση
«Ο στόχος ήταν η άρση αυτών των δασμών» γράφει ο ρεπόρτερ των «Irish Times». Αλλά «αυτό δεν έχει επιτευχθεί, με αποτέλεσμα οι βρετανοί εξαγωγείς να βρίσκονται σε ακόμη χειρότερη θέση από αυτή που ήταν πριν από τα Χριστούγεννα». Επί των ημερών της παγερά αδιάφορης για τη Βρετανία διακυβέρνησης του Τζο Μπάιντεν δηλαδή.
Ηταν όντως μια δοκιμασία για τη Βρετανία οι κυβερνήσεις των Συντηρητικών τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα εκείνες του Ντέιβιντ Κάμερον, που προκήρυξε το μοιραίο δημοψήφισμα, του ιδιόρρυθμου Μπόρις Τζόνσον και της Λιζ Τρας, της «ζηλωτού της Θάτσερ» που κατέρρευσε μέσα σε έξι βδομάδες. Οι Εργατικοί ουδέποτε, ούτε επί του ριζοσπάστη Τζέρεμι Κόρμπιν, ενστερνίστηκαν το Brexit. Αλλά ακολούθησαν το ρεύμα για πολιτικούς λόγους, διακριτικά και κρατώντας αποστάσεις.
Εδώ και τουλάχιστον δύο χρόνια, ωστόσο, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι οι βρετανοί ψηφοφόροι έχουν συνειδητοποιήσει τις συνέπειες της απόφασής τους το μακρινό 2016. Οπως φαίνεται και στο γράφημα, η Βρετανία από οικονομικής απόψεως τα πήγαινε καλύτερα συγκριτικά με τη Γερμανία και τη Γαλλία όταν ήταν εντός της Ενωμένης Ευρώπης (ΕΟΚ ή ΕΕ) από τις περιόδους που βρισκόταν εκτός.
Σύμφωνα με τη βρετανική Στατιστική Υπηρεσία (ONS), οι εξαγωγές προς την ΕΕ έχουν μειωθεί κατά 15% μετά το Brexit, ενώ οι εισαγωγές από την ΕΕ μειώθηκαν κατά 18%, «εν πολλοίς εξαιτίας της γραφειοκρατίας», όπως σημειώνει ο ρεπόρτερ των «Irish Times».
Νέες συμμαχίες
Η αμερικανική εσωστρέφεια αποδυναμώνει δραματικά το ΝΑΤΟ και αναγκάζει την Ευρώπη να οργανωθεί αμυντικά με τις δικές της δυνάμεις – κάτι τέτοιο εξυπηρετεί εξάλλου και τα συμφέροντα της πανίσχυρης πολιτικά αμυντικής βιομηχανίας. Εν κατακλείδι, 80 χρόνια από τον τερματισμό του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου νέες πολεμικές συγκρούσεις, «θερμές» αλλά και εμπορικές, διαμορφώνουν συμμαχίες που φέρνουν τη Βρετανία και πάλι πίσω στην Ευρώπη. Μια Ευρώπη όμως που ταλανίζεται από νέες απειλητικές διαιρέσεις και από νέους διχασμούς, αφού το Ουκρανικό έχει μετατοπίσει και πάλι έναν από τους θριαμβευτές του 1945 στη «λάθος πλευρά της Ιστορίας».
Εμπορική συμφωνία
Οι Βρυξέλλες δεν μπορούν να περιμένουν
Εν όψει της αυριανής ευρω-βρετανικής συνόδου κορυφής ο πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου Κιρ Στάρμερ δήλωσε στη βρετανική εφημερίδα «The Guardian» ότι έχει «φιλόδοξα σχέδια» για να διασφαλίσει «μια στενότερη εμπορική συνεργασία με τις Βρυξέλλες σε ένα ευρύ πλαίσιο θεμάτων». Ο βρετανός πρωθυπουργός «εκείνο που επιθυμεί είναι προφανέστατα μια συμφωνία με την ΕΕ για τη μείωση των γραφειοκρατικών διαδικασιών στις εμπορικές συναλλαγές συσκευασμένων τροφίμων, αγροτικών προϊόντων και ψαριών».
Στόχος του Στάρμερ είναι επίσης «να συγχρονίσει το βήμα της Βρετανίας με αυτό των Βρυξελλών σε ό,τι αφορά τις προδιαγραφές και τα ποιοτικά πρότυπα των τροφίμων, ενώ ταυτόχρονα να ενδυναμώσει τη συνεργασία σε θέματα ασφαλείας και σε άλλους τομείς» γράφουν οι «Irish Times». Εξάλλου ο βρετανικός πληθυσμός «έχει κουραστεί από το Brexit». Η σύναψη μιας καλύτερης εμπορικής συμφωνίας Λονδίνου – Βρυξελλών για να βοηθηθεί η οικονομία του Ηνωμένου Βασιλείου αποτελεί προτεραιότητα κατά την άποψη του διοικητή της Τράπεζας της Αγγλίας Αντριου Μπέιλι.
Κληθείς να σχολιάσει την είδηση της εμπορικής συμφωνίας Βρετανίας – ΗΠΑ κατά την πρόσφατη επίσκεψη Στάρμερ στην Ουάσιγκτον, ο Μπέιλι εκτίμησε ότι το Λονδίνο «πρέπει να κάνει τα πάντα για να ανοικοδομήσει το εμπόριο της χώρας με την ΕΕ».