Ενα πρώτο ζήτημα με την «Αντιγόνη» που ανέβασε ο Ούλριχ Ράσε στο αρχαίο αργολικό θέατρο, ανοίγοντας τα εφετινά επετειακά Επιδαύρια (27-29 Ιουνίου) είναι ότι αδυνατούμε να προσδιορίσουμε επακριβώς την απόσταση ανάμεσα στην αρχική σύλληψη και στην τελική εκτέλεση (ο ρόλος της Ισμήνης, για παράδειγμα, απαλείφθηκε στην πορεία). Ενα δεύτερο ζήτημα είναι ότι ξέρουμε ήδη τι μπορεί όντως να κάνει η αυστηρή φόρμα του Ράσε (από τον «Αγαμέμνονα», το 2022) όταν εκδιπλώνεται σε όλη την τελετουργική της έκταση, σε ιδανικές, ας πούμε, συνθήκες. Είναι σαφές ότι για την εφετινή παράσταση της σοφόκλειας τραγωδίας, συνεργαζόμενος με ευσυνείδητους κατά τα λοιπά έλληνες ηθοποιούς, ο γερμανός σκηνοθέτης «κατέβασε» τη συνήθη ένταση του ιδιαίτερου σκηνικού του ιδιώματος προσαρμοζόμενος αντιστοίχως στο έμψυχο υλικό του (λογικό, καθώς η εξοικείωση όλων των πλευρών, όχι μόνο του Ράσε, απαιτεί μια δημιουργική τριβή η οποία θα προϋπέθετε περισσότερο χρόνο).
Ενα τρίτο ζήτημα (διόλου αμελητέο) είναι η γλώσσα. Κάθε γλώσσα (πολλώ δε μάλλον η ποιητική) έχει την ομορφιά της, αλλά προφανώς, για να συνεννοούμαστε, κάθε γλώσσα έχει τη δική της φυσικότητα και πλαστικότητα, το δικό της μέτρο και υπαρκτικό φορτίο, το δικό της διακριτό άκουσμα (θαυμάσιο, εν προκειμένω, στη μετάφραση του Νίκου Α. Παναγιωτόπουλου). Εν πάση περιπτώσει, αυτά είναι ορισμένα εξωπαραστασιακά δε δομένα, αρκούντως σημαντικά ωστόσο, τα οποία δεν γίνεται να μη συνεκτιμήσουμε αν θέλουμε να αποτιμήσουμε ατάραχα το εγχείρημα του Ράσε.
Στο διά ταύτα, λοιπόν. Πάνω σε έναν μεταβιομηχανικό, ζοφερό, υπερυψωμένο στην ορχήστρα, περιστρεφόμενο δίσκο, εκτυλίχτηκε μαυροντυμένη και λειτουργικά υποφωτισμένη η εμβληματική σύγκρουση (πολιτική, οικογενειακή, ηθική). Η ανάγνωση του Ράσε ήταν κλασικότροπη (τίποτα το καινοφανές, ανατρεπτικό ή ριζοσπαστικό δεν πρότεινε βεβαίως, κάτι που ασφαλώς δεν είναι και υποχρεωτικό). Η δραματουργία (που αφαίρεσε πολλά αλλά δεν διασκεύασε ακριβώς το κείμενο, ούτε και υποβίβασε όμως το συμβολικό ανάστημα της Αντιγόνης) εστίασε στην ανθρώπινη υφή του συμπρωταγωνιστή της τραγωδίας Κρέοντα και στα επιχειρήματά του (προτού τον καταπιεί, ανεπίστρεπτα, η αφροσύνη).
Ο Ράσε άφησε απ’ έξω (όσο κι αν φαντάζει ενοχλητικό ή σκανδαλώδες αυτό για πολλούς) ό,τι δεν χρειαζόταν πράγματι στη δική του προσέγγιση (μεταξύ άλλων, το περίφημο τρίτο στάσιμο για τον έρωτα αλλά και τον ρόλο της Ευρυδίκης συνολικά). Η μοναδική στιγμή (πυρηνική, αναμφίβολα) κατά την οποία η παράσταση «σηκώθηκε» από την αργόσυρτη ενέργειά της και άγγιξε αισθαντικά την υποβολή διά του ρυθμού (στο γνώριμο, πειθαρχημένο κράμα του Ράσε, κίνησης, ήχου και γλώσσας) ήταν εκείνο το τεταμένο ζύγιασμα ανάμεσα στον Κρέοντα (Γιώργος Γάλλος) και στην Αντιγόνη (Κόρα Καρβούνη), όταν τα θραύσματα των λόγων τους (και του αξιότατου Χορού, επίσης) περιδινήθηκαν προσωρινά στη συντριπτική ισοπαλία ενός (νοητού και εννοιολογικού) κύκλου χωρίς διέξοδο.
Αυτό θέλησε να εξεικονίσει ο Ράσε και το έκανε (τηρώντας μια αποστασιοποίηση, γειώνοντας το ψήλωμα του συναισθήματος που εκπηγάζει από τη μορφή της Αντιγόνης). Αυτό που ίσως δεν έκανε ο Ράσε (σε μια παράσταση αντιφατική, κοπιαστική και ενδιαφέρουσα, αλλά πάντως στιβαρή) είναι να προσφέρει μια πιο καθαρή και προσιτή αντίληψη για το πώς ο καμβάς της τραγικής σύγκρουσης, μέσω του Κρέοντα ιδίως, ακουμπά τη σύγχρονη δημοκρατική διαπάλη αξιών και ιδεών.
INFO: Περισσότερες πληροφορίες για τους συντελεστές και τους ερμηνευτές της παράστασης, καθώς και φωτογραφικό υλικό μπορείτε να βρείτε εδώ: https://aefestival.gr/festival_events/antigoni-3/






