Ο πρώτος εξέλιξε την ιταλική παράδοση της μελωδίας και του τραγουδιού, δημιουργώντας μουσική που αγγίζει άμεσα το κοινό· ο δεύτερος ανέπτυξε μια ολιστική σκηνική εμπειρία, όπου η μουσική λειτουργεί συμβολικά και πολυεπίπεδα. Ο Βέρντι και ο Βάγκνερ σφράγισαν με την παρουσία τους τη διεθνή ιστορία της όπερας, καθένας με τον τρόπο του, για να καθορίσουν και οι δύο τα αισθητικά και δραματουργικά πρότυπα του 19ου αιώνα και να επηρεάσουν καθοριστικά τις επόμενες γενιές συνθετών.
Ο Άρης Αργύρης τους ανεβάζει μαζί στη σκηνή, σε έναν «διάλογο» που υπερβαίνει τον χρόνο και τις αισθητικές διαφορές τους. Στο ρεσιτάλ με τον τίτλο «Verdi vs. Wagner», που θα δώσει την Τρίτη 4 Νοεμβρίου, στις 20.30, στην αίθουσα Δημήτρης Μητρόπουλος του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, θα ερμηνεύσει αποκλειστικά άριες των δύο συνθετών, φωτίζοντας τις αντιθέσεις, αλλά και τις συγγένειες ανάμεσά τους. Και επιχειρώντας να αναδείξει, όχι μόνο το πάθος και τη δραματικότητα της μουσικής τους, αλλά και τον κοινό τους πυρήνα: την αναζήτηση της αλήθειας του ανθρώπινου συναισθήματος, μέσα από τη δύναμη του λυρικού θεάτρου. Λίγο πριν από την αθηναϊκή εμφάνισή του, μιλήσαμε τηλεφωνικώς με τον καλλιτέχνη που βρισκόταν μεταξύ Ντάρμστατ, όπου τραγουδούσε τον Αμονάσρο από την «Αΐντα» του Βέρντι, και Βερολίνου, όπου τα τελευταία χρόνια είναι καθηγητής μονωδίας στο Πανεπιστήμιο Τεχνών του Βερολίνου (UdK Berlin).
Πόσες ώρες έχει το 24ωρό σας ώστε να τα προφταίνετε όλα, και πρόβες και παραστάσεις και διδασκαλία;
«Πολλές, πάρα πολλές! (σ.σ.: γελάει). Είμαι όμως άνθρωπος που δεν μπορεί να τραβήξει φρένο. Μέχρι στιγμής αντέχω. Γιατί τη διδασκαλία την αγαπώ πολύ, εξίσου θα έλεγα με το τραγούδι. Το ένα μου δίνει την ικανοποίηση και την όρεξη για να πάω στο άλλο. Θα ακουστεί περίεργο, αλλά αισθάνομαι πως αν δεν τραγουδήσω, δεν μπορώ να διδάξω, και αν δε διδάξω, δεν μπορώ να τραγουδήσω. Εξάλλου, τραγουδώντας και διδάσκοντας, εξελίσσεις την τεχνική σου, πλουτίζεις τις γνώσεις σου, βελτιώνεσαι μέρα με τη μέρα. Οπότε, δεν τίθεται θέμα επιλογής ανάμεσα στους δύο ρόλους του τραγουδιστή και του δασκάλου».
Ανάμεσα στον Βέρντι και τον Βάγκνερ, τους συνθέτες που θα ερμηνεύσετε στην Αθήνα, ποιον επιλέγετε;
«Και τους δύο, δεν μπορώ να επιλέξω. Ο Βέρντι είναι παλιός γνωστός, ο Βάγκνερ πιο πρόσφατη γνωριμία. Αρχισα να ασχολούμαι πιο εντατικά μαζί του περίπου από το 2017. Τον αγάπησα όμως πολύ. Θέλω, μάλιστα, να γράψω ένα βιβλίο. Τίτλος του θα είναι ο τίτλος της συναυλίας του Μεγάρου ”Verdi vs. Wagner”, επειδή, τεχνικά και ερμηνευτικά, ο ένας συνθέτης με τροφοδοτεί και με βοηθάει στην ερμηνεία του άλλου. Ο Βάγκνερ, που έχει μία πιο πομπώδη και ρητορική έκφραση, με βοηθάει πολύ ώστε να έχω μια καθαρότερη άρθρωση. Ο Βέρντι πάλι, που απαιτεί ένα άλλο είδος τραγουδιού, με μεγάλες μελωδικές φράσεις, με βοηθάει να ερμηνεύω τον Βάγκνερ, χωρίς να μου κοστίσει φωνητικά αυτό».
Την ίδια στιγμή και οι δύο θεωρούνται δύσκολοι συνθέτες για τους ερμηνευτές. Ποιος σας παιδεύει περισσότερο;
«Έχω τραγουδήσει πολύ Βέρντι. Τα τελευταία χρόνια που έχω περάσει και στον Βάγκνερ, ερμήνευσα τον Βόταν στη ”Βαλκυρία”, τον ”Ιπτάμενο Ολλανδό”, τώρα ετοιμάζομαι να κάνω και τον πρώτο μου Τέλραμουντ στον ”Λόενγκριν”. Στον Βέρντι, είναι απαιτητικές οι μεγάλες μελωδικές φράσεις, το legato. Ο τρόπος που συνδέονται αυτές οι φράσεις είναι ιδιαίτερος, πρέπει να ξέρεις πώς να το κάνεις. Επίσης, συχνά καλείσαι να τραγουδάς στην υψηλή φωνητική περιοχή. Δεν είναι εύκολο, όταν την ίδια στιγμή θέλεις να διατηρήσεις τη στρογγυλάδα και τη ζεστασιά της φωνής. Και γίνεται πιο δύσκολο όσο μεγαλώνεις. Από την άλλη, οι ρόλοι του Βάγκνερ έχουν συχνά πολύ μεγάλη διάρκεια. Ο Βόταν στη ”Βαλκυρία” είναι περίπου μία ώρα και 50 λεπτά καθαρό τραγούδι!
Πρέπει επιπλέον να απομνημονεύσεις πολύ κείμενο. Και υπάρχει αυτή η ιδιαίτερη γλώσσα με το περίεργο Sprechgesang (σ.σ.: τη φωνητική τεχνική που συνδυάζει στοιχεία ομιλίας και τραγουδιού), που πρέπει να τραγουδηθεί όσο γίνεται καλύτερα. Πολλοί τραγουδιστές κάνουν το λάθος να επικεντρώνονται στην άρθρωση και χάνουν το τραγούδι. Όμως ο Βάγκνερ έστελνε πολλούς πρωταγωνιστές του στην Ιταλία να μάθουν τους ρόλους του. Δεν είναι τυχαίο ότι και η Κόζιμα Βάγκνερ έλεγε ότι ”τον Βάγκνερ τον μιλάς στα γερμανικά και τον τραγουδάς στα ιταλικά”, εννοώντας τον τρόπο και την τεχνική. Πιστεύω κι εγώ πως, παρά τις ιδιαίτερες δυσκολίες τους, ο ένας συνθέτης αγκαλιάζει τον άλλον. Γι’ αυτό μπήκα σε αυτό το ρίσκο να αποδείξω στον εαυτό μου και στο κοινό ότι είναι απολύτως συνδεδεμένοι».
Είναι η πρώτη φορά που ερμηνεύετε αυτό το πρόγραμμα;
«Όχι, το έχω παρουσιάσει με μεγάλη ορχήστρα, το έχω κάνει και μια φορά με πιάνο στη Θεσσαλονίκη. Στην Αθήνα, το τραγουδώ πρώτη φορά, πάλι με πιάνο. Έχει και αυτό τις δυσκολίες του, με το πιάνο είσαι πιο ”γυμνός” πάνω στη σκηνή. Όμως, ο Πέτερ Μπόρτφελτ, που θα με συνοδεύσει, είναι ο πιανίστας με τον οποίο μαθαίνω τους ρόλους μου τα τελευταία 15 χρόνια, με ξέρει καλά. Στο Μέγαρο, το πιάνο του θα είναι ανοιχτό, ελπίζω οι θεατές να απολαύσουν τον πλούσιο ήχο, ελπίζω κι εγώ να καταφέρω να τους χαρίσω μια πραγματικά όμορφη βραδιά».
Σας αρέσουν τα θεματικά ρεσιτάλ, παλαιότερα είχατε παρουσιάσει και τον «Έλληνα Σούμπερτ»…
«Μου αρέσει κάθε ρεσιτάλ να διηγείται μια ιστορία. Μου αρέσει να διηγούμαι ιστορίες. Σκέφτομαι πολύ πάνω στα προγράμματα των ρεσιτάλ μου. Καθόμαστε με τη σύζυγό μου, τη Λούπε Λαρσαμπάλ, που είναι επίσης λυρική τραγουδίστρια, και κάνουμε brainstorming συνέχεια, ανταλλάσσουμε ιδέες. Αν μας παρατηρήσει κάποιος που δε μας γνωρίζει, θα παραξενευτεί, καθώς μιλάμε διαρκώς για τη μουσική και το τραγούδι, θα μας χαρακτηρίσει πιθανώς εργασιομανείς. Όμως αυτός είναι ο τρόπος μας, είναι η κοινή γλώσσα μας».
Πόσα χρόνια τραγουδάτε επαγγελματικά;
«Τον πρώτο ρόλο τον έκανα τον Απρίλιο του 1997. Το 2027, συμπληρώνω 30 χρόνια και έχω τον ίδιο ενθουσιασμό που είχα όταν ξεκινούσα. Εχω πάντα τη διάθεση να βελτιώνομαι, να ανακαλύπτω νέα μουσική, να ανακαλύπτω τον εαυτό μου ξανά και ξανά. Είναι μια ενέργεια που βγαίνει από μέσα μου! Αισθάνομαι και τυχερός που μοιράζομαι τη ζωή μου με έναν άνθρωπο σαν τη Λούπε, που έχουμε ακριβώς την ίδια διάθεση, μια αστείρευτη περιέργεια για τα πράγματα. Ελπίζω να νιώθει το ίδιο κι εκείνη για εμένα (σ.σ.: γελάει)».





