Από μακριά, καθώς πλησιάζουμε στην ορχήστρα, φαίνεται ένα τεράστιο παραπέτασμα, υπόλευκο στο φως του δειλινού, κρεμάμενο από τον ουρανό θαρρείς, να αργοσαλεύει στον δροσερό αέρα. Παρακάτω, στην κατάφυτη όχθη ενός ποταμού, την ήρεμη και απάνεμη, είναι απλωμένα όσα έχουν επιμελώς πλυθεί.
Εν τω μεταξύ, πορτοκαλιά μπαλόνια ανεβοκατεβαίνουν, μια συντροφιά χαριτωμένα κορίτσια παίζουν και γελούν. Σε άκρη αδιόρατη, εκεί κοντά, το γυμνό σώμα ενός άνδρα, ξεβρασμένο, τσακισμένο από τα κύματα μιας εκδικητικής θάλασσας, αρχίζει σιγά-σιγά να συνέρχεται, να ξυπνά.
Είναι ο Ξένος (Χάρης Φραγκούλης). Και η Ναυσικά (Κλέλια Ανδριολάτου), η «πεντάμορφη» θυγατέρα του Αλκίνοου (Χρήστος Παπαδημητρίου), του «μεγαλόπρεπου» πλην μετρημένου ηγέτη των Φαιάκων, μόλις αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει, υπερβαίνοντας και τη δική της φιλυποψία, φροντίζει να φθάσει αξιοπρεπώς ο άγνωστος ικέτης στο παλάτι, όπου βαρύνουσα αποδεικνύεται η στάση της αυστηρής βασίλισσας Αρήτης (Eλενα Τοπαλίδου) για βοήθεια, περιποίηση, ανάταξη και, κατόπιν, επιστροφή στην πατρίδα.
«Oλοι οι φτωχοί κι οι ξένοι είναι του Δία απεσταλμένοι» δηλώνει η Ναυσικά, συμπυκνώνοντας την αντίληψη ενός ολόκληρου πολιτισμού (μέχρι ενός ιστορικού σημείου, τουλάχιστον).
Ο σκηνοθέτης Μιχαήλ Μαρμαρινός, στη σημαντικότερη στιγμή των επετειακών Επιδαυρίων μέχρι τώρα, ανέβασε στο αρχαίο αργολικό θέατρο την παράσταση «ζ – η – θ, ο Ξένος» (στις 11 και 12 Ιουλίου, μια συμπαραγωγή ΚΘΒΕ και ΘΟΚ). Το εγχείρημα αυτό (σε συνεργασία με την Ελένη Μολέσκη στη δραματουργία) προσδιορίζεται ως «μια επιστροφή στις πηγές» και ως «επίσκεψη» στις τρεις ραψωδίες της «Οδύσσειας» (στην αξεπέραστη μετάφραση του ομηρικού έπους από τον Δ. Ν. Μαρωνίτη).
Λοιπόν, ως επί το πλείστον, τα διαλογικά μέρη των ραψωδιών αποδόθηκαν στους ερμηνευτές και τα ακραιφνώς αφηγηματικά τα διαβάζαμε, παράλληλα, σε ένα ταμπλό.
Η σύνθεση του Μαρμαρινού παρακολουθούσε άρτια το κείμενο, μεταφέροντας τις εναλλασσόμενες εικόνες του πότε πιο άμεσα και πότε πιο αφαιρετικά στη σκηνή (φτιάχνοντας, πάντως, μια γήινη και ποιητική ατμόσφαιρα συνάμα).
Αν αγγίξουμε την παράσταση του Μαρμαρινού σαν ένα υφαντό (χαρακτηρισμός αρκούντως ταιριαστός για το όραμά της), οφείλουμε να επισημάνουμε ότι η πυκνότητα, η συγκινητική πυκνότητα αυτού του υφαντού, ξεκινά μάλλον αργά, από την ώρα που οι Φαίακες αποθέτουν τα δώρα τους στο «μαύρο καράβι» του Ξένου, στην ωραιότατη σκηνή του κατευόδιου, και κορυφώνεται πια, στο τελευταίο κομμάτι, πάνω στο μακρόστενο γιορτινό τραπέζι, όπου ο Ξένος, θα λέγαμε, και αναγνωρίζεται και αποκαλύπτεται συγχρόνως (με τη λειτουργική ένθεση της ομηρικής «Ιλιάδας» κατ’ εξοχήν, μια ανάκληση της εμπόλεμης μνήμης που πνίγεται σε δάκρυα πικρά, και, ασφαλώς, με το ερμηνευτικό κρεσέντο του εξαιρετικού πρωταγωνιστή, ο οποίος κατάφερε να απλωθεί ίσαμε το κοίλον και να γίνει και Αοιδός και Οδυσσέας και Ξένος και Κανένας και Aλλος, ο απαραίτητος Aλλος που δοκιμάζει, και πάντοτε θα δοκιμάζει, το εύρος της απάθειας αλλά και της συνείδησής μας).
Κανένας αστερίσκος (στη συνοχή, στη ροή, στη χορική υπερκινητικότητα της παράστασης, ακόμα και στη μουσική εκδοχή του Δημόδοκου, όπως την υπηρέτησε η Λένια Ζαφειροπούλου) δεν μπορεί να αναιρέσει το κύρος της πρότασης του Μαρμαρινού, διότι, εν προκειμένω, το καλλιτεχνικό γεγονός παρεμβαίνει (ευθύβολα, σεβαστικά, με μια παρηγορητική απουσία σκληρότητας που αφήνει τον στοχασμό να ανασάνει) και βασανίζει ηθικά το απόθεμα της ανθρωπιάς μας.





