Θα είναι μια ιδιαίτερη βραδιά για την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών και για το κοινό της. Για πρώτη φορά στη μακρόχρονη ιστορία του το σύνολο θα ερμηνεύσει την εμβληματική «Σαλώμη» του Ρίχαρντ Στράους. Η μονόπρακτη όπερα θα παρουσιαστεί την Τρίτη 23 Δεκεμβρίου, στις 20.30, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, σε συναυλιακή μορφή, με τη συμμετοχή διακεκριμένων καλλιτεχνών: Την αισθησιακή-ακόλαστη πριγκίπισσα θα τραγουδήσει η ρωσίδα υψίφωνος Ελένα Στίχινα, μία από τις σημαντικότερες σήμερα ερμηνεύτριες του ρόλου. Ηρωδιάδα θα είναι η υψίφωνος Κατερίνα Οικονόμου, Ηρώδης ο τενόρος Βόλφγκανγκ Αμπλινγκερ-Σπερχάκε και Ιωάννης Βαπτιστής ο βαρύτονος Δημήτρης Τηλιακός. Στο πόντιουμ, ο καλλιτεχνικός διευθυντής της ορχήστρας, μαέστρος Λουκάς Καρυτινός «ξαναβρίσκει» ένα έργο «που με γυρίζει πολλά χρόνια πίσω και που το έχω συνδυάσει με τα νιάτα μου. Είχα παρακολουθήσει για πρώτη φορά τη “Σαλώμη” όταν σπούδαζα στο εξωτερικό, γεμάτος όνειρα και φιλοδοξίες. Λίγο μετά είχα εργαστεί σε μια παραγωγή της ως βοηθός μαέστρου. Ηδη από τότε την είχα αγαπήσει και ονειρευόμουν τη στιγμή που θα την έκανα».

Δεν είχατε όμως ποτέ την ευκαιρία να τη διευθύνετε στα θέατρα του εξωτερικού με τα οποία συνεργαζόσασταν;

«Είχα αποκτήσει τη φήμη του μαέστρου του ιταλικού ρεπερτορίου – ξέρετε, Βέρντι, Πουτσίνι… – και δεν μου έδιναν έργα σαν αυτό. Εδώ πάλι, τα χρόνια που η Λυρική Σκηνή στεγαζόταν στο Ολύμπια δεν είχαμε χώρο για την ορχήστρα, γιατί αυτό είναι ένα από τα προβλήματα της “Σαλώμης”, η μεγάλη ορχήστρα».

Γιατί τώρα επιλέξατε να την παρουσιάσετε σε συναυλιακή μορφή;

«Η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών δεν έχει τη δυνατότητα να ανεβάζει σκηνικές παραγωγές. Την ίδια στιγμή η παρουσίαση του έργου σε μορφή κοντσέρτου μας δίνει την ευκαιρία να εστιάσουμε στη μουσική χρησιμοποιώντας το αναλόγιο, πράγμα που λειτουργεί διευκολυντικά. Για να κάνεις ένα έργο σαν τη “Σαλώμη” χωρίς αναλόγιο, χρειάζονται πάρα πολλές πρόβες, πολύ περισσότερος χρόνος από τον χρόνο που εμείς έχουμε στη διάθεσή μας για να το προετοιμάσουμε. Οταν οι τραγουδιστές έχουν μπροστά τους αναλόγιο, μπορείς να συνεννοηθείς πιο εύκολα μαζί τους και αυτό λειτουργεί διευκολυντικά στη δύσκολη περιπέτεια της “Σαλώμης”».

Πού οδηγεί αυτή η περιπέτεια; Τι είναι κατά τη γνώμη σας η Σαλώμη;

«Σε μια πρώτη ανάγνωση ο πόλεμος μεταξύ της απόλαυσης και της άσκησης. Σε ένα δεύτερο επίπεδο η διαμάχη ενός απερχόμενου, ειδωλολατρικού κόσμου, με τον χριστιανισμό που προβάλλει ως η θρησκεία της νέας εποχής. Η βιβλική ιστορία είναι γνωστή, με τη Σαλώμη να ζητά το κεφάλι του Ιωάννη από παρότρυνση της μητέρας της Ηρωδιάδας, πράγμα που δεν υπάρχει όμως στο θεατρικό του Οσκαρ Ουάιλντ, κατά συνέπεια ούτε στην όπερα του Ρίχαρντ Στράους που χρησιμοποιεί το κείμενο του Ουάιλντ ως λιμπρέτο».

Ο Στράους πρωτοείδε το έργο του Οσκαρ Ουάιλντ στο Βερολίνο το 1902, σε ένα μικρό θέατρο. Οταν μετά την παράσταση κάποιος παρατήρησε πως το κείμενο ήταν πιθανώς καλό υλικό για μια νέα όπερα, εκείνος απάντησε «έχω αρχίσει ήδη να τη γράφω»

Είναι πολύ διαφορετική η κατά Ουάιλντ Σαλώμη από το βιβλικό πρόσωπο;

«Ο μύθος της Σαλώμης κατά τα πρώτα χρόνια του χριστιανισμού ήταν ισχυρός και επιδραστικός. Περιείχε το φόβητρο της ακολασίας, την αποτρεπτική εικόνα μιας γυναίκας επικίνδυνης που βάδιζε έξω από τον δρόμο του Θεού. Ο Φλομπέρ έγραψε την “Ηρωδιάδα”, νουβέλα στην οποία βάσισε την ομώνυμη όπερά του ο Μασνέ το 1881. Ο Οσκαρ Ουάιλντ ακολούθησε, γράφοντας τη δική του “Σαλώμη” το 1891, αρχικά στα γαλλικά. Εχω την αίσθηση ότι ο Ουάιλντ ήθελε να λειτουργήσει αντιστικτικά, να αντιπαραθέσει στο γαλλικό θέατρο την αίσθηση του Ελισαβετιανού θεάτρου. Η δική του “Σαλώμη” έρχεται κατευθείαν από τις βιβλικές ιστορίες, έχει όμως σύγχρονα, βαθιά συμβολικά χαρακτηριστικά».

Ο συνθέτης χρησιμοποιεί ως λιμπρέτο αυτούσιο το θεατρικό έργο. Υπάρχει άραγε άλλη περίπτωση που να έχει συμβεί κάτι παρόμοιο;

«Δεν συνηθίζεται κάτι τέτοιο. Ο Στράους πρωτοείδε το έργο στο Βερολίνο το 1902, σε ένα μικρό θέατρο. Οταν μετά την παράσταση κάποιος παρατήρησε πως το κείμενο ήταν πιθανώς καλό υλικό για μια νέα όπερα, εκείνος απάντησε “έχω αρχίσει ήδη να τη γράφω”. Χρησιμοποιεί το θεατρικό κείμενο με ελάχιστες περικοπές και παρεμβάσεις, στη γερμανική μετάφρασή του. Είναι προφανές ότι το ερωτεύτηκε ακαριαία, το φαντάστηκε αμέσως με μουσική».

Ποιες είναι οι δυσκολίες της «Σαλώμης» για τους μουσικούς;

«Εχει μια πολύ απαιτητική παρτιτούρα για την ορχήστρα και για τους ερμηνευτές. Είναι, την ίδια στιγμή, ένα έργο μέσα στο οποίο γίνονται φοβερά πράγματα που πρέπει να βρεις τον τρόπο να τα παρουσιάσεις».

Δηλαδή;

«Είναι συγκλονιστικός ο τρόπος με τον οποίο ο συνθέτης αποτυπώνει την παρακμή των ηρώων του, την παρακμή μιας ολόκληρης εποχής. Γράφει υπέροχα leitmotiv – το μοτίβο της επιθυμίας της Σαλώμης, το μοτίβο της αναμονής της Σαλώμης, το μοτίβο της εκδίκησης και της τελικής ικανοποίησης… – που λειτουργούν με συγκλονιστικό τρόπο. Αυτό που φαίνεται ξεκάθαρα και μου κάνει εντύπωση είναι ότι όλοι εκτός από τον Ιωάννη, φαίνεται ότι γνωρίζουν πως είναι πρόσωπα παρακμιακά. Οτι βρίσκονται λίγο πριν από τη συντέλεια του κόσμου. Και ο Ηρώδης και η Ηρωδιάδα, ακόμα και η Σαλώμη! Μόνο ο Ιωάννης είναι καθαρός, είναι ο άνθρωπος του μέλλοντος που ακόμα και μέσα από το δράμα του φέρει ελπίδα. Η παρουσία του είναι καταλυτική».

Υπάρχει κάποια σκηνή που ξεχωρίζετε;

«Υπάρχουν δύο κορυφαίες μουσικά στιγμές που απέχουν αρκετά μεταξύ τους αλλά έχουν απόλυτη συνάφεια: Η έκφραση της ερωτικής επιθυμίας της Σαλώμης προς τον Ιωάννη την τρίτη φορά και η τελική σκηνή είναι μεγαλειώδεις σελίδες στην ιστορία της διεθνούς μουσικής! Θεωρώ πως δεν υπάρχει πιο αισθησιακή όπερα από τη “Σαλώμη”. Είναι την ίδια στιγμή όπερα πολυεπίπεδη. Ολη αυτή η τρομακτική κατάσταση, όλα αυτά που γίνονται πάνω στη σκηνή είναι, θα έλεγα, η υποδομή του έργου. Πάνω σε αυτή χτίζεται μια υπερδομή, με τον Στράους να δρα υποδορίως: Ενώ στη σκηνή συμβαίνουν σοκαριστικά πράγματα, η μουσική έχει μια καταπληκτική κανονικότητα. Τη θεατρική αγριάδα, ο συνθέτης τη γλυκαίνει με μια καταπληκτική μουσική που δίνει την αίσθηση του χορού. Σαν να χορογραφεί το θεατρικό κείμενο πάνω σε μία μουσική που εξωραΐζει τις φρικαλεότητες που ακούγονται. Επιστρατεύοντας τη δική του γνώριμη γλώσσα, ακόμα και το βαλς, δημιουργεί μια σχεδόν εξωτική αίσθηση. Οσο παράξενο και αν ακουστεί, στη “Σαλώμη” υπάρχουν πολλά κομμάτια τα οποία παραπέμπουν σε βιεννέζικη οπερέτα».

Την ίδια τη Σαλώμη τη συμπαθείτε καθόλου;

«Τη συμπονώ. Μπορείς να μη συμπονέσεις τον άνθρωπο που υποφέρει; Ακόμα και αν υποφέρει εξαιτίας των παθών του. Τόσο ακραίων παθών που στο τέλος του έργου ακόμα και ο παρακμιακός Ηρώδης δεν αντέχει. Διατάζει να τη σκοτώσουν καθώς το πλάσμα που βλέπει μπροστά του δεν είναι πλέον μια γυναίκα, είναι ένα τέρας. Θέλει να εξαφανίσει αυτό το τέρας από τη ζωή του γιατί το φοβάται».

Πώς επιλέξατε την Ελένα Στίχινα για τον πρωταγωνιστικό ρόλο;

«Επειδή είναι μια καλή τραγουδίστρια, επειδή έχει τον ρόλο στο ρεπερτόριό της και επειδή παρά το επιβαρυμένο πρόγραμμά της είχε το χρόνο να έρθει στην Ελλάδα για πρόβες και για τη συναυλία μας. Δεν είναι εύκολο να βρεις μια πραγματικά καλή “Σαλώμη”. Σημαντική είναι βεβαίως και η εμφάνιση της δικής μας Κατερίνας Οικονόμου που αφού διέπρεψε ως Σαλώμη τώρα ερμηνεύει την Ηρωδιάδα. Θυμάμαι πολλά χρόνια πριν, στο Παρίσι… Περπατούσα στον δρόμο όταν το μάτι μου έπεσε σε μία αφίσα για τη “Σαλώμη” που παρουσιαζόταν στην Οπερα των Παρισίων. Στον πρωταγωνιστικό ρόλο είδα με έκπληξη ένα ελληνικό όνομα που τότε δεν το γνώριζα: Κατερίνα Οικονόμου. Τη μουσική προετοιμασία της παράστασης έκανε ένας ακόμη Ελληνας, ο Δημήτρης Γιάκας. Πέρασαν τα χρόνια, έχτισαν και οι δύο σπουδαίες σταδιοδρομίες και να που τώρα βρεθήκαμε να συνεργαζόμαστε στην ίδια όπερα, με την Κατερίνα ως Ηρωδιάδα και τον Δημήτρη στη μουσική προετοιμασία. Είναι συγκινητικό».

Τι έχει να πει ένα έργο σαν τη «Σαλώμη» στο σύγχρονο ελληνικό κοινό;

«Νομίζω ότι ο Ελληνας μπορεί να την αντιληφθεί εύκολα. Πολύ εύκολα. Αγγίζει κάτι οικείο στην ελληνική ιδιοσυγκρασία. Αν ο Βάγκνερ μας δυσκολεύει, ο Ρίχαρντ Στράους είναι πιο οικείος, πιο κατανοητός, έχει μια εξωστρέφεια που μας ταιριάζει. Και είναι και πολύ θεατρικός, ειδικά σε όπερες όπως η “Σαλώμη”. Αυτή η θεατρικότητα αρέσει πάντα στο ελληνικό κοινό. Ομως η παρουσίαση του έργου έρχεται για να επιβεβαιώσει και κάτι ακόμα: Πόσο δυνατή ορχήστρα έχει γίνει η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών. Σε άλλη περίπτωση, δεν θα είχα βάλει το έργο στο ρεπερτόριό της. Εννοείται πως δεν επιλέγω και δεν διευθύνω έργα για να κάνω το κέφι μου, το κριτήριο αφορά πάντα τη διεύρυνση του ρεπερτορίου και την εξέλιξη της ΚΟΑ. Είμαι σίγουρος πως η “Σαλώμη” έρχεται την κατάλληλη στιγμή για την ορχήστρα μας!».