Πεδίο συνάντησης του παγκόσμιου και του εθνικού στοιχείου, τομής της δημόσιας και της ιδιωτικής σφαίρας, χώρος αναδιαμεσολάβησης του ραδιοφώνου, του θεάτρου και του κινηματογράφου, πηγή προτύπων για το μαζικό κοινό της, η τηλεόραση υπήρξε το μέσο επικοινωνίας με τη μαζικότερη επιρροή τον 20ό αιώνα. Παραδόξως, ίσως, η μελέτη της μικρής οθόνης για μεγάλο διάστημα υστερούσε σε σχέση με εκείνη της μεγάλης – και όσον αφορά την ελληνική περίπτωση υστερεί ακόμη. Τα τελευταία χρόνια ωστόσο αυτή η αχαρτογράφητη ήπειρος αρχίζει να ερευνάται συστηματικότερα ως προς τη συμβολή της στη διαμόρφωση της σύγχρονης κουλτούρας.

Ο συλλογικός τόμος Το Κουτί (εκδ. Archive), για παράδειγμα, ο οποίος συγκεντρώνει άρθρα 26 μελετητών σε επιμέλεια δύο έγκριτων επιστημόνων του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, των Βασίλη Βαμβακά, αναπληρωτή καθηγητή Κοινωνιολογίας και Επικοινωνιολογίας, και Γρηγόρη Πασχαλίδη, καθηγητή Πολιτισμικών Σπουδών, αποτελεί μια πρώτη απόπειρα συνολικής επισκόπησης της ιδιωτικής τηλεόρασης – της ειδησεογραφικής και ενημερωτικής, της μυθοπλαστικής και ψυχαγωγικής, της μουσικής και σατιρικής πλευράς της. Για τη στόχευση και τη μεθοδολογία της έρευνας, αλλά και για τη φυσιογνωμία της ιδιωτικής τηλεόρασης και την αλληλεπίδρασή της με την ελληνική κοινωνία συζητήσαμε με τον Βασίλη Βαμβακά.

Είναι η τηλεόραση, όπως και ο Τύπος, το ραδιόφωνο, τα θεμελιώδη μέσα του 20ού αιώνα με τη μορφή που τα γνωρίσαμε πριν από το Διαδίκτυο, ένα ομογενοποιητικό μέσο, με την έννοια ότι απευθύνεται σε ένα «εθνικό κοινό», πιο ευρύ και λιγότερο διαφοροποιημένο από το σημερινό;

«Πράγματι, αρχικά η τηλεόραση είχε θεωρηθεί πολύ μαζικό μέσο, όπως και το ραδιόφωνο, άλλωστε, και τα δύο σε βαθμό μεγαλύτερο από τον Τύπο. Γιατί υπάρχει μεν ο λαϊκός Τύπος που μπορεί να ανταποκριθεί σε αυτόν τον χαρακτηρισμό, υπάρχει όμως και σημαντική μερίδα του Τύπου που δεν ανήκει σε αυτόν τον χώρο. Ωστόσο, η επιστημονική έρευνα μετά τη δεκαετία του ’80 έχει δείξει ότι τα πράγματα δεν ήταν τόσο μονοσήμαντα. Ηδη πριν από την έλευση του Διαδικτύου η τηλεόραση είχε διαμορφώσει τις περίφημες «ζώνες τηλεθέασης», κατηγορίες ηλικιακές, μορφωτικές και άλλες, επομένως το προϊόν διαφοροποιούνταν – δεν απευθυνόταν στο σύνολο. Και βεβαίως όταν αναπτύχθηκαν πολύ οι έρευνες πρόσληψης του κοινού αντιληφθήκαμε ότι η άποψη της Σχολής της Φρανκφούρτης και των συνεχιστών της που ήθελε την τηλεόραση ως μέσο που επιβάλλει ή υποβάλλει πράγματα με σχεδόν καταναγκαστικό τρόπο δεν ισχύει. Ο καθένας, ανάλογα με τις προσλαμβάνουσές του, κοινωνικές, έμφυλες ή άλλες, κατανοεί και επεξεργάζεται αυτό που βλέπει με διαφορετικό τρόπο. Ενα εξαίρετο παράδειγμα είναι οι σαπουνόπερες. Στην Ασία, για παράδειγμα, η πρόσληψη της «Δυναστείας» υπήρξε πολύ διαφορετική από ό,τι στη Δύση, ιδιαίτερα όσον αφορά τις γυναίκες: εκεί που εμείς εντοπίζαμε σημεία σεξισμού, εκεί η σημασία δινόταν στις εικόνες χειραφέτησης. Ισχύει, λοιπόν, αυτό που επισημαίνει ο γάλλος επικοινωνιολόγος Ντομινίκ Βολτόν – η τηλεόραση είναι μέσο μαζικό και ταυτόχρονα ατομικιστικό: εξατομικεύοντας το προϊόν φτιάχνει μια μαζική και ατομικιστική κοινωνία».

Υπάρχουν εξειδικεύσεις από την πλευρά του πομπού και αντιστάσεις από την πλευρά του δέκτη.

«Αντιστάσεις ή διαπραγμάτευση του νοήματος που ο άλλος θέλει να περάσει με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα πολύ διαφορετικό ψηφιδωτό προσλήψεων. Και ακόμη και στην περίπτωση της κρατικής τηλεόρασης, όταν είχαμε μόνο δύο κανάλια, υπήρξαν δείγματα εξειδίκευσης – οι νεανικές σειρές, για παράδειγμα, κυρίως αμερικανικές, όπως «Οι Ντιουκς»».

Εχουμε στοιχεία για το πώς το φύλο, η ηλικία η κοινωνική τάξη επηρεάζουν την πρόσληψη στα χρόνια της ιδιωτικής τηλεόρασης;

«Ολα αυτά τα φίλτρα παίζουν κρίσιμο ρόλο. Δυστυχώς, το δικό μας υλικό επειδή είναι παρελθοντικό δεν προσφέρεται τόσο ως προς το ζήτημα της πρόσληψης, καθώς μεθοδολογικά είναι προβληματικό να ρωτήσεις τον θεατή τι σκεφτόταν όταν παρακολουθούσε μια δεδομένη εκπομπή. Επιχειρήσαμε πάντως να βρούμε πηγές πληροφοριών για την αντίληψη του κοινού. Ενας τρόπος που χρησιμοποίησα στο δικό μου κείμενο για τρία δημοφιλή sitcoms ήταν να εκμεταλλευθώ τη νοσταλγία του Διαδικτύου ερευνώντας τα μιμίδια που υπάρχουν για να αρχίσω να αφουγκράζομαι τους τρόπους αποκωδικοποίησης. Ο Ακάλυπτος του «Και οι παντρεμένοι έχουν ψυχή», για παράδειγμα, δεν γίνεται αντιληπτός μόνο ως ένας ερωτύλος τύπος αλλά ως έκφραση της free rider λογικής της ελληνικής κοινωνίας την οποία σαρκάζουμε αλλά και επιβεβαιώνουμε ταυτόχρονα. Επομένως, έχουμε τη δυνατότητα έστω και μεταχρονολογημένα να δούμε το αποτύπωμα που αφήνει σε μακρά διάρκεια το φαινόμενο αυτό».

Το παγκόσμιο και το τοπικό, το δημόσιο και το ιδιωτικό, σύμβολα, στερεότυπα, αντισυμβατικά πρότυπα, όλα αυτά περνούν μέσα από την τηλεοπτική οθόνη, όπως σημειώνεται στην εισαγωγή. Η τηλεόραση φαντάζει ως προνομιακό υλικό κοινωνιολογικής και ιστορικής μελέτης.

«Και είναι δύσκολο να καταγράψεις το τεράστιο αυτό υλικό. Επιλέξαμε μια «διαγώνια» προσέγγιση είτε θεματικά είτε μέσω προσώπων. Κατ’ αρχάς έχουμε να κάνουμε με μια εποχή αντιφάσεων, μια εποχή διπόλων, τα οποία όμως παύουν να είναι αντιθετικά, συντίθενται. Σκεφτείτε το δίπολο δημόσιου – ιδιωτικού, ας πούμε. Η τηλεόραση είναι ένα μαζικό, δημόσιο μέσο και ταυτόχρονα το μέσο που καθιστά την ψυχαγωγία ιδιωτική, καθώς το θέαμα μεταφέρεται στο σαλόνι, την κουζίνα, την κρεβατοκάμαρα του θεατή. Τέτοιες ακριβώς συγκλίσεις – και συγχύσεις – μας ενδιαφέρουν. Από εδώ αντλεί κανείς πλήθος κοινωνιολογικών πληροφοριών, καθώς μεταξύ κοινωνίας και τηλεόρασης αναπτύσσεται μια διαρκής αλληλεπίδραση και αλληλοδιαμόρφωση. Μάλιστα, βλέπουμε, όπως είπαμε, ότι το υλικό αυτό γίνεται αντικείμενο αναδιαπραγμάτευσης: συγκροτούνται γκρουπ, σειρές ή εκπομπές ανεβαίνουν στο YouTube. Μιλάμε λοιπόν για ένα αρχείο κοινωνικής μνήμης το οποίο δείχνει ταυτόχρονα αυτή την πολύ αντιφατική κοινωνία που είναι η Ελλάδα από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 τουλάχιστον. Το αντιφατικό ή ίσως, καλύτερα, το μεταμοντέρνο αυτό στοιχείο το ενισχύει η ιδιωτική τηλεόραση».

Πόσο ευσταθούν οι κατηγορίες για την ποιότητα της ψυχαγωγίας ή τη «συστημικότητα» της ιδιωτικής τηλεόρασης;

«Στην Ελλάδα τόσο σε επίπεδο τηλεκριτικής όσο και επιστημονικής έρευνας η τηλεόραση υποτιμήθηκε. Για παράδειγμα, στη διάρκεια της έρευνας αναζητήσαμε ηθοποιούς για να έχουμε και τη δική τους εικόνα. Δεν υπήρχε προθυμία γιατί έβλεπαν την τηλεοπτική συμμετοχή τους μόνο ως βιοποριστική ενασχόληση. Επιχειρήσαμε λοιπόν να σπάσουμε αυτή τη γενικότερη αποστασιοποίηση από το μέσο, την κάπως υποκριτική κιόλας, γιατί γνωρίζουμε ότι η μισή κοινωνία ήταν ταυτισμένη σχεδόν με την ιδιωτική τηλεόραση – και αυτό δεν ήταν απαραίτητα κακό! Απλά, για να μπορούμε να καταλάβουμε ποιες είναι οι αρνητικές πτυχές της πρέπει να κατανοήσουμε και τις θετικές – και τις πρωτοποριακές της ακόμη, είτε στο μυθοπλαστικό είτε στο ψυχαγωγικό είτε στο ενημερωτικό κομμάτι. Η Αφροδίτη Νικολαΐδου, για παράδειγμα, αναδεικνύει στον τόμο τις προσπάθειες δημοσιογραφικού ντοκιμαντέρ που είναι πολύ ενδιαφέρουσες – με πρίσμα μάλιστα ιδεολογικό, πολλές φορές υπερπροοδευτικό, υπεραριστερό».

Υπάρχουν είδη εκπομπών (οι εκπομπές τηλεοπτικής εξομολόγησης, για παράδειγμα) που αποτελούν ταυτόχρονα και πρόδρομες μορφές φαινομένων που συναντάμε σήμερα στα κοινωνικά μέσα;

«Η τηλεόραση αποτελεί μια εισαγωγή στον κόσμο του εκδημοκρατισμού της δημόσιας έκφρασης που βρίσκουμε στο Διαδίκτυο. Αυτό στην ελληνική πραγματικότητα συνέβη κυρίως στην αρχή της, στα μικρότερα κανάλια, περιφερειακά ή περιθωριακά, τα οποία έδωσαν φωνή στον οποιονδήποτε – στην εμπορική λογική όσο πιο παράξενη ή αποκλίνουσα ήταν η συμπεριφορά τόσο το καλύτερο. Και αυτό συνεχίστηκε μέσα από τα ριάλιτι τα οποία κατέστησαν τον καθημερινό άνθρωπο σελέμπριτι. Η δυνατότητα αυτή της εύκολης έκφρασης γνώμης, άποψης, εικόνας, η αποτύπωση της εικόνας σου και μόνο, έγινε μέσα από τα social media ο κανόνας. Είναι οι εκπομπές τηλεοπτικής εξομολόγησης, σημειώνει η Ιωάννα Βώβου, που μας εισάγουν σε ένα είδος περίεργου λαϊκισμού, πολιτισμικού λαϊκισμού. Με την έννοια ότι αναδεικνύεται και ενίοτε εξυμνείται η φωνή του απλού ανθρώπου ως αυθεντική – ακόμη και αν είναι ακραία ή αποκλίνουσα. Μια καινοτομία των δελτίων ειδήσεων, παρατηρεί ο γλωσσολόγος Περικλής Πολίτης, είναι ότι δίνουν τον λόγο σε καθημερινούς ανθρώπους στον δρόμο. Περνά και στο δελτίο ειδήσεων, εντός εισαγωγικών, «η φωνή του πολίτη»».

Η μεσαία τάξη, η πολιτική και η σάτιρα

Αντικατοπτρίζει η τηλεοπτική παραγωγή αξίες, νοοτροπίες, στερεότυπα, μεταβαλλόμενες αντιλήψεις της μεσαίας τάξης;

«Κυρίως αυτό αντιπροσωπεύει και αυτό προσπαθεί να αποτυπώσει. Τις επιθυμίες, τις φαντασιώσεις, τις ακυρώσεις της μεσαίας τάξης. Για πολλά χρόνια σε επίπεδο οπτικοακουστικής κουλτούρας η μεσαία τάξη δεν χαρτογραφείται, είναι αδιάφορη. Υπάρχει στον παλιό εμπορικό κινηματογράφο, μεταπολιτευτικά όμως ο κινηματογραφικός φακός σπάνια πηγαίνει σε πρωταγωνιστές της μεσαίας τάξης και, όταν το κάνει, το κάνει με αποστασιοποίηση. Τόσο η δημόσια όσο και η ιδιωτική τηλεόραση, ειδικά στο μυθοπλαστικό κομμάτι, αν εξαιρέσει κανείς τις σαπουνόπερες, δείχνουν πρωταγωνιστές της μεσαίας τάξης. Σε ρεαλιστική ή υπερρεαλιστική κατεύθυνση – όπως, για παράδειγμα, οι σειρές του Δαλιανίδη που δείχνουν μια μεσαία τάξη σε κοινωνικό και ψυχολογικό παροξυσμό εξαιτίας του γεγονότος ότι είναι αλλοτριωμένη ή δεν μπορεί να αστικοποιηθεί πλήρως. Αντίθετα, οι “Τρεις Χάριτες” ή οι “Απαράδεκτοι” δείχνουν μια άλλη εικόνα, επηρεασμένη από το αμερικανικό πρότυπο, όπου οι χαρακτήρες, ακόμη και όταν κάποιοι αποδίδονται ως καρικατούρες, δεν φτάνουν σε αυτό το σημείο».

Εκείνο το οποίο απουσιάζει, και το επισημαίνετε εξ αρχής, είναι η πολιτική. Ως έναν βαθμό μοιάζει ασύμβατη με την ψυχαγωγική στόχευση του τηλεοπτικού μοντέλου. Ανθεί, όμως, στις σατιρικές εκπομπές.

«Υπάρχουν δύο διαστάσεις εδώ. Πράγματι στο μυθοπλαστικό και ψυχαγωγικό επίπεδο αυτό που θα λέγαμε καθαρά πολιτική πραγμάτευση ή αναπαράσταση είναι σπάνιο. Το παράδειγμα του Σπύρου Παπαδόπουλου ως έμμεσο πολιτικό σχόλιο στους “Απαράδεκτους” συνιστά μάλλον την εξαίρεση. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι πολύ γρήγορα εμφανίζεται το κομμάτι που αποκαλώ “τηλεοπτική επιθεώρηση”, καθώς συνδέεται με το θεατρικό είδος και με ηθοποιούς που το είχαν υπηρετήσει, όπως τον Λάκη Λαζόπουλο, και κάνει καθαρά πολιτική σάτιρα – η κοινωνική υπάρχει δευτερευόντως ή και καθόλου. Η Μαλβίνα Κάραλη εισάγει ένα πολύ σύγχρονο σατιρικό δελτίο, αποκορύφωμα της ενημερωδιασκέδασης με πολύ συγκεκριμένο πρίσμα, όπως παρατηρεί ο Ηλίας Κανέλλης. Πρόκειται για τον προάγγελο αυτού που είδαμε στην οικονομική κρίση, του περιβόητου εθνικολαϊκισμού: αντιεκσυγχρονισμός, ουσιαστικά αντιδυτικισμός, αντιελιτισμός, όλα αυτά περνάνε πολύ έντονα και με πολύ μεγάλη δημοτικότητα. Το δημοφιλέστερο είδος τηλεοπτικής εκπομπής που μίλησε για την πολιτική ήταν αντισυστημικό και ριζοσπαστικό. Και σβήνει μετά το 2015-2016, όταν αρχίζει να αναπτύσσεται ένα άλλο είδος χιούμορ, αυτό του Διαδικτύου, το οποίο βασίζεται πολύ περισσότερο στο stand-up comedy, και μάλιστα μαζί με το μέσο αλλάζει και ο στόχος της σάτιρας – από πολιτικό σε κοινωνικό».