Από τις εναρκτήριες αράδες αυτού του βιβλίου αντιλαμβανόμαστε ότι η συγκεκριμένη αφηγήτρια είναι ζόρικη αλλά και ζορισμένη.
«Ας ξεκαθαρίσουμε κάτι πρώτα: Αν αυτή γίνει μια ιστορία στην οποία όλοι είναι καλοί και ευγενικοί, τότε καλύτερα να σταματήσουμε τώρα. Θέλω να σου πω τα πάντα για τα πάντα και είναι τόσο πολλά. Καταλαβαίνεις, έτσι; Οταν θες να τα πεις όλα, δεν γίνεται όλοι να είναι ευχάριστοι και ευγενικοί. Πόσο μάλλον εγώ».

Μετάφραση Γιούλη Σταματίου. Εκδόσεις Βακχικόν, 2025, τιμή 13,78 ευρώ
Μια τέτοια διακήρυξη πιάνει τόπο, ασφαλώς. Τι έχουμε εδώ; Την προειδοποίηση για το ξέσπασμα μιας ακραίας εξομολόγησης; Πού πρόκειται, εν πάση περιπτώσει, να φτάσουμε; Εξυπακούεται ότι η περιέργειά μας εξάπτεται ακόμα περισσότερο. Λοιπόν, συνεχίζουμε. «Πότε είναι που σταματάμε να είμαστε νέοι; Οταν αρχίζει να πονάει η μέση μας ή όταν δεν υπάρχει πια κάτι να μας εκπλήσσει;» διερωτάται η αφηγήτρια, πάντοτε φορτωμένη αλλά και φορτισμένη, αλλάζοντας σταδιακά τον τόνο της ωστόσο, πλησιάζοντας κάπως, περνώντας από την απειλή στη συγκατάβαση.
Πλέον βρισκόμαστε στο τέλος του εισαγωγικού κεφαλαίου αυτής της ιστορίας, της δικής της. Πλέον έχει ήδη διαμορφωθεί μια κατάσταση συνενοχής μαζί της. Πλέον είμαστε έτοιμοι να την ακούσουμε. Οχι, καθόλου δεν αρκεί αυτό. Πλέον είμαστε έτοιμοι να προσέξουμε την αφηγήτρια. Και όπως αποδεικνύεται γρήγορα, αυτό που η ίδια έχει προλάβει επίσης να μας επισημάνει για την οικογένειά της, σχετικά «με την ανεπτυγμένη αίσθηση του δράματος», χαρακτηριστικό το οποίο «κι εγώ απέκτησα σε μικρή ηλικία, όντας ισάξιο μέλος της», δεν μπορεί παρά να μας εμπλέξει ακόμα πιο πολύ στις ανασφάλειες, στις αγωνίες της, στις σκέψεις της. Γιατί; Επειδή απλούστατα, σε μεγάλο βαθμό, τις μοιραζόμαστε όλοι.
Η πρωταγωνίστρια σε τούτο το σύντομο μυθιστόρημα, στη Βαλτιμόρη (2011), είναι μια γυναίκα 43 ετών, συγγραφέας στο επάγγελμα. Μια μεσήλικη γυναίκα σε υπαρξιακό και καλλιτεχνικό αδιέξοδο. Δεν ζει στην Πολιτεία του Μέριλαντ, δεν ζει στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στην Ευρώπη ζει, στην περιοχή των Βαλκανίων, στο Βελιγράδι της Σερβίας. Τι συμβαίνει στο βιβλίο; Η ηρωίδα προσπαθεί να επαναπροσδιορίσει τον εαυτό της.
Σας φαίνεται κοινότοπο και βαρετό; Δεν είναι! Και ευθύνεται για αυτό η ματιά της τετραπέρατης και απολαυστικής Γελένα Λένγκολντ, μιας ασυμβίβαστης παρατηρήτριας της ανθρώπινης φύσης, η οποία συλλαμβάνει τη λεπτή ισορροπία μεταξύ ελαφρότητας και βάθους, τις αλήθειες των ασήμαντων πραγμάτων και τα ψέματα των σημαντικών πραγμάτων, τους τρόμους του οικείου κόσμου και τις ελευθερίες της παράξενης φαντασίας.
Η Λένγκολντ ξέρει πώς να φτιάξει μια λογοτεχνία αξιώσεων, εσωστρεφή και εξωστρεφή συνάμα, μια λογοτεχνία που διαθέτει συγχρόνως και τη μύχια στόφα της ποίησης και την ευθύβολη παραστατικότητα του θεάτρου.
Το αβυσσαλέο κενό
Πλην όμως, πώς προκύπτει η Βαλτιμόρη στον τίτλο του μυθιστορήματος; Η γυναίκα, αργά μες στη νύχτα, παρακολουθεί μέσω μιας διαδικτυακής κάμερας έναν εντελώς άγνωστο άνδρα ενόσω εκείνος πηγαίνει κάθε πρωί στη δουλειά του (εφόσον κρατά χαρτοφύλακα ο Εντγκαρ, ναι, σωστά το ψυλλιαστήκατε, η ηρωίδα όχι μόνο τον έχει βαφτίσει αλλά του έχει αποδώσει και μια επινοημένη, περίκλειστη ζωή, σαν να πλάθει εξ αποστάσεως μια αδελφή ψυχή με την οποία, κατά τα λοιπά, δεν χρειάζεται να αναλώνεται και σε προστριβές). Η πρωταγωνίστρια της Λένγκολντ, συγγραφέας υπενθυμίζουμε, δεν έχει γράψει τίποτα επί σχεδόν τρία χρόνια.
Υποτίθεται ότι γράφει ένα μυθιστόρημα, αυτό λέει στον περίγυρό της αλλά, ουσιαστικά, αδυνατεί να το κάνει. Εχει μπλοκάρει και λογαριάζει ότι η συγκεκριμένη εξέλιξη δεν είναι τυχαία, καθώς την ξεπερνάει, καθώς την οδηγεί σε έναν αλλόκοτο, εξουθενωτικό συνδυασμό ανίας και πανικού, σε μια ψυχοσυναισθηματική επικράτεια οριακή, σε ένα αβυσσαλέο κενό. «Ισως πράγματι να μην μπορώ να αγαπήσω κανέναν στ’ αλήθεια. Τι συντριπτική σκέψη. Το μόνο που ήθελα ήταν να γράψω ένα μυθιστόρημα και στο μεταξύ συνειδητοποίησα ότι δεν ξέρω πώς να αγαπώ. Σκέφτηκα πως ίσως να πήγαινα γυρεύοντας. Δεν υπήρχε γυρισμός πια».
Με ποιον τρόπο, ωστόσο, το συνειδητοποίησε αυτό; Μέσα από τις συνεδρίες με την ψυχοθεραπεύτριά της (υπέροχες, σαρκαστικές, εκρηκτικές, επίπονες, οι οποίες περιλαμβάνουν κάμποσα ανάμεσα στην καχυποψία και στην εμπιστοσύνη, από παρεξηγήσεις και αναλύσεις ονείρων μέχρι πικρές διαπιστώσεις και ζωγραφική). Στον πυρήνα αυτής της διαδικασίας υπάρχει ο θυελλώδης δεσμός της αφηγήτριας ιδίως με τη μητέρα της (όχι τόσο με τον σύζυγό της, με τον οποίο δεν έχουν κάνει παιδιά).
Η Βαλτιμόρη της Γελένα Λένγκολντ ξεδιπλώνεται σε εναλλασσόμενα κεφάλαια, με την ηρωίδα πότε να αποκαλύπτει αδιαμεσολάβητα τις εσώτερες συγκρούσεις που τη βασανίζουν και πότε να τις φιλτράρει κατά τη διάρκεια των προγραμματισμένων συζητήσεων με την ψυχοθεραπεύτριά της. Είναι ένα βιβλίο ψυχαγωγικό και στοχαστικό εξίσου η Βαλτιμόρη, ένα βιβλίο πρωτίστως για τη μοναξιά, ως φάσμα εγκατάλειψης (από τους άλλους ανθρώπους) και ως φάσμα ελευθερίας (από έναν ψεύτικο κόσμο, από έναν αναληθή εαυτό).
Αν η σιωπή και η ειλικρίνεια έχουν εξοριστεί από παντού, η Λένγκολντ πιστεύει ότι μπορούν να βρουν καταφύγιο στη μυθοπλασία, στην ατόφια μυθοπλασία, ούτε στις αλυσιτελείς «βιωματικές» ενδοσκοπήσεις ούτε στις αγοραίες «θαυματουργές» αυτοβελτιώσεις.



