Τις πρώτες πρωινές ώρες της 1ης Απριλίου 1955 ένοπλες ομάδες επιτέθηκαν σε σταθμούς ασυρμάτου, αστυνομικά τμήματα και στρατώνες της Κύπρου προκαλώντας φθορές στις εγκαταστάσεις τους, ενώ 16 εκρήξεις βομβών συγκλόνιζαν ταυτόχρονα τη Λευκωσία, τη Λεμεσό, την Αμμόχωστο και τη Λάρνακα.

Με προκήρυξη που κυκλοφόρησε, η «Εθνική Οργάνωσις Κυπρίων Αγωνιστών» αναλάμβανε την ευθύνη αναγγέλλοντας την έναρξη του «αγώνα διά την αποτίναξιν του Αγγλικού ζυγού».

Υπογεγραμμένη από τον «Διγενή», τον απόστρατο συνταγματάρχη του ελληνικού στρατού Γεώργιο Γρίβα, σηματοδοτούσε την εμφάνιση της ΕΟΚΑ στο προσκήνιο και την είσοδο σε ένα νέο στάδιο του κυπριακού ζητήματος.

Andrew R. Novo, ΕΟΚΑ 1955-1959. Ο αγώνας για την Ενωση

Μετάφραση: Βασίλειος Π. Αναστασόπουλος.

Εκδόσεις Γκοβόστη, 2025, σελ. 304, τιμή 18,80 ευρώ

Οπως παρατηρεί ο Αντριου Νόβο στο ΕΟΚΑ 1955-1959 (εκδ. Γκοβόστη), η προσφυγή στα όπλα θα επιτύγχανε τη διεθνοποίηση του προβλήματος, παράλληλα όμως θα προκαλούσε τη σκληρή στρατιωτική απάντηση του αγγλικού αποικιακού καθεστώτος, ενώ θα λειτουργούσε ως καταλύτης της ανάδειξης των ασύμπτωτων απόψεων μεταξύ Μεγάλης Βρετανίας, Ελλάδας και Τουρκίας για την τύχη του νησιού και των εσωτερικών διαιρέσεων της ελληνοκυπριακής και της τουρκοκυπριακής κοινότητας.

Πολιτική, διπλωματία, όπλα

Παρά τον τίτλο του, το βιβλίο του καθηγητή Στρατηγικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Εθνικής Αμυνας της Ουάσιγκτον δεν αποτελεί σπουδή της ίδιας της απελευθερωτικής οργάνωσης. Στην πράξη πρόκειται για μια ευσύνοπτη εισαγωγική μελέτη του Κυπριακού από τη δεκαετία του ’30 ως την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας το 1960, όπου η δράση της ΕΟΚΑ εντάσσεται στο συνολικό πλαίσιο του «αγώνα για την Ενωση» ως «συνέχιση της πολιτικής με ένοπλα μέσα».

Κατά συνέπεια, η αφήγηση διεξέρχεται όλα τα μείζονα ορόσημα του ζητήματος: το δημοψήφισμα του 1950, την εκλογή του Μακαρίου Γ’ ως αρχιεπισκόπου, την προσφυγή της Ελλάδας στον ΟΗΕ, την Τριμερή Διάσκεψη, τις συνομιλίες Χάρντινγκ – Μακαρίου, την εξορία του στις Σεϋχέλλες, τον «βρώμικο πόλεμο» των αποικιακών δυνάμεων ασφαλείας κατά της ΕΟΚΑ, το σχέδιο Μακμίλαν, τη συγκρότηση της τουρκοκυπριακής ΤΜΤ, τις διακοινοτικές συγκρούσεις, τις συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου.

Τα γεγονότα είναι λίγο-πολύ γνωστά, επομένως πιο ενδιαφέρουσα είναι η οπτική της εξέτασής τους. Ο Νόβο αποφεύγει να ενδώσει στη λαθολογία, την αποθέωση ή την απαξίωση της ένοπλης δράσης, την ηθική εξύψωση και την ηθική καταδίκη που διακρίνει ενίοτε παρόμοιες προσεγγίσεις από όλες τις πλευρές ακόμη και σήμερα, 70 χρόνια μετά, προτάσσοντας την εγγραφή των κινήσεων των ηγετών σε ευρύτερο θεσμικό περίγραμμα, της βραχείας διάρκειας στη μεσαία διάρκεια: σκιαγραφεί, για παράδειγμα, το υπόβαθρο της ελληνικής και της τουρκικής εθνικής ιδεολογίας, τον πρωταγωνιστικό ρόλο της κυπριακής Εκκλησίας, αυτοκέφαλης, πλούσιας και ισχυρής, στο αίτημα της Ενωσης, τον δισταγμό των μετεμφυλιακών ελληνικών κυβερνήσεων να συγκρουστούν με μια σύμμαχο στον Ψυχρό Πόλεμο, τη βρετανική ψευδαίσθηση της αυτοκρατορικής δύναμης (ιδιαίτερα μετά το φιάσκο του Σουέζ), την οπορτουνιστική στάση της Τουρκίας, το ρήγμα μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς και στις δύο κυπριακές κοινότητες.

Εντός αυτού του πλαισίου φροντίζει να καταστήσει τα πρόσωπα ορατά από διαφορετικές οπτικές γωνίες: για τον Σερ Χιου Φουτ, τελευταίο κυβερνήτη της Κύπρου, ο Μακάριος αρεσκόταν στην ακροσφαλή πολιτική («να ρισκάρει, να φθάνει στα άκρα»)· για την τουρκοκυπριακή πλευρά ο Φουτ ήταν ενδοτικός στους Ελληνοκυπρίους· για τον Γρίβα η δράση της ΕΟΚΑ στόχευε στην αφύπνιση της διεθνούς κοινής γνώμης «με πράξεις ηρωισμού και αυτοθυσίας»· για τον υποστράτηγο Κένεθ Ντάρλινγκ, επικεφαλής των βρετανικών στρατιωτικών δυνάμεων στην Κύπρο, ο Γρίβας «βαρυνόταν από πληθώρα δολοφονιών, βασανιστηρίων και δολιοφθορών, και έπρεπε να ξεπληρώσει αυτό το χρέος».

Αγωνιστές της ΕΟΚΑ μεταφέρονται σε φυλακές μετά τη σύλληψή τους από αγγλικά στρατεύματα. Φωτογραφία του 1957

Παράλληλα με το διπλωματικό παιχνίδι, και σε συνάρτηση με τις πολιτικές σκοπιμότητες, ο Νόβο καταγράφει ένα μοτίβο γνωστό από ανάλογες διενέξεις στην προπολεμική Παλαιστίνη και τη μεταπολεμική Ιρλανδία: επιθέσεις και καταπαύσεις πυρός, μαζικές συλλήψεις και θανατικές καταδίκες, ενδοκοινοτικές εκκαθαρίσεις αντιφρονούντων.

Οι αριθμοί είναι ενδεικτικοί για την κλιμάκωση της βίας προς όλες τις κατευθύνσεις: 105 βρετανοί στρατιωτικοί σκοτώθηκαν από την ΕΟΚΑ, αλλά και 203 ελληνοκύπριοι «αριστεροί ή “προδότες”»· 90 μέλη της ΕΟΚΑ σκοτώθηκαν από τις βρετανικές δυνάμεις και εννέα απαγχονίστηκαν· σε δύο μόνο μήνες διακοινοτικών συγκρούσεων, τον Ιούνιο και τον Ιούλιο του 1958, καταμετρήθηκαν 60 νεκροί Ελληνοκύπριοι και 55 Τουρκοκύπριοι· νωρίτερα, τον Μάιο του 1958, η ΤΜΤ είχε προβεί στη δική της εκστρατεία εκφοβισμού με σποραδικές δολοφονίες Τουρκοκυπρίων.

Απατηλές ευκαιρίες

Ο επιγραμματικός χαρακτηρισμός «ιστορία χαμένων ευκαιριών», τίτλος των απομνημονευμάτων του Ευάγγελου Αβέρωφ ο οποίος ως υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας χειρίστηκε το ζήτημα μεταξύ 1956 και 1963, είθισται να συνοδεύει συχνά την πραγμάτευση του Κυπριακού στον ελληνικό δημόσιο διάλογο.

Η ανάγνωση ωστόσο του βιβλίου του Αντριου Νόβο υπονομεύει την πρόσληψη αυτή. Μπορεί όντως οι προβλέψεις του «συντάγματος Ουίνστερ» το 1948 να «αντιπροσώπευαν μια πιο συμφέρουσα λύση για την ελληνοκυπριακή πλευρά από τη συμφωνία που υπογράφτηκε απρόθυμα, αργότερα, το 1960», οι διαπραγματεύσεις Χάρντινγκ – Μακαρίου το 1955 να πρόσφεραν τη δυνατότητα διευθέτησης σε διμερή βάση, μεταξύ Βρετανίας και Ελληνοκυπρίων, ή οι προτάσεις Ράντκλιφ το 1956 να διέπονταν από «ισορροπία και ευελιξία», τίθεται όμως το ερώτημα κατά πόσο οι επιδιώξεις των μερών της διένεξης καθιστούσαν τις ευκαιρίες αληθινές ή φαινομενικές.

Η βρετανική διπλωματία υπαγορευόταν από τις επιταγές του Ψυχρού Πολέμου και την ανάγκη μιας αυτοκρατορίας σε υποχώρηση για περιφερειακή προβολή ισχύος: ως αποτέλεσμα, επιζητούσε να παρατείνει την κυριαρχία της ενεργοποιώντας τον τουρκικό παράγοντα στην Τριμερή Διάσκεψη του 1955 και επισείοντας αργότερα το ενδεχόμενο διχοτόμησης ως εργαλείο πίεσηςˑ οι ελληνοκύπριοι ηγέτες «απέτυχαν να αντιληφθούν τον πραγματικό και ουσιαστικό χαρακτήρα της αντίθεσης της Τουρκίας για την Ενωση και υποτίμησαν ή αγνόησαν το ανθενωτικό συναίσθημα που κυριάρχησε στην τουρκοκυπριακή κοινότητα»ˑ στην άλλη πλευρά «ακριβώς όπως η ελληνοκυπριακή αυτοδιάθεση ήταν ένα πέπλο που κάλυπτε την πορεία προς την Ενωση, έτσι και η υπεράσπιση της τουρκοκυπριακής αυτοδιάθεσης έγινε ένα λεπτό προπέτασμα για τη διχοτόμηση».

Με παρόμοια αγεφύρωτα χάσματα και τις θεμελιώδεις προκείμενες της κάθε παράταξης υπεράνω αμφισβήτησης, είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς τις παραπάνω περιστάσεις ως ουσιαστικές ευκαιρίες. Εξού και ο τελικός δυσχερής συμβιβασμός των συμφωνιών Ζυρίχης – Λονδίνου προέκυψε μόνο όταν η διακοινοτική σύρραξη μεταξύ Ιουνίου και Ιουλίου 1958 έθεσε επί τάπητος το χειρότερο δυνατό σενάριο, αυτό ενός κυπριακού εμφυλίου.

Η αλυσιτελής λύση

Ο Νόβο χρησιμοποιεί εύστοχα τον όρο «ατελής νίκη» για να περιγράψει τη λύση της ανεξαρτησίας. Γιατί, καθώς επισημαίνει, «η ειρήνη χωρίς να υπάρχει κάποιος νικητής έκρυβε τις δικές της παγίδες», οι οποίες οδήγησαν τελικά το εύθραυστο οικοδόμημα της Κυπριακής Δημοκρατίας στην κατάρρευση, την τουρκική εισβολή και κατοχή του 40% του εδάφους της το 1974.

Στον καταληκτικό απολογισμό των αιτίων της τραγωδίας ο Αντριου Νόβο παραθέτει ορθά ένα αμάλγαμα προσωπικών και πολιτικών παραγόντων: «τη φιλοδοξία του Μακαρίου· την ακαμψία του Γρίβα και άλλων σκληροπυρηνικών της Ενωσης τόσο στην Κύπρο όσο και στην Ελλάδα· τη νωθρότητα και τον κυνισμό των Βρετανών και την απληστία της Τουρκίας να αρπάξει το νησί».

Εκ των υστέρων δικαιούται ενδεχομένως κανείς να αναπολήσει, όπως ο συγγραφέας, την προσωρινή ρύθμιση του 1960 ως μια «σχεδόν βιώσιμη λύση». Αν όμως η ανασκόπηση των γεγονότων που προηγήθηκε αποδεικνύει κάτι, είναι ότι αυτή δεν ήταν εξαρχής παρά μια φευγαλέα στιγμή.