Το 2018 υπήρξε μια αρνητική χρονιά για την ελληνική οικονομία και συνακόλουθα τους έλληνες πολίτες. Οι ρυθμοί ανάπτυξης παρέμειναν για ακόμη μία χρονιά υποτονικοί, αδυνατώντας να κεφαλαιοποιήσουν το ευνοϊκό διεθνές κλίμα. Η οικονομία παραμένει αποκλεισμένη από τις διεθνείς αγορές, ο δείκτης βιομηχανικής παραγωγής υποχώρησε, η ισχνή αύξηση των εξαγωγών εξισορροπήθηκε από τις αυξημένες εισαγωγές, οι επενδύσεις ακόμη αναζητούνται. Με λίγα λόγια, συνεχίζουμε να βρισκόμαστε εγκλωβισμένοι στην παγίδα της χαμηλής ανάπτυξης, όπου οι φόροι και τα έσοδα αυξάνονται ενώ η ανάπτυξη χωλαίνει και το δημόσιο χρέος παραμένει αμείωτο.

Στο πεδίο της καθημερινότητας οι πολίτες αγκομαχούν να ανταποκριθούν στις αυξημένες υποχρεώσεις τους. Οι πραγματικοί μισθοί μειώθηκαν το 2017 συγκριτικά με το 2016 κατά 3,5%, σύμφωνα με το Διεθνές Γραφείο Εργασίας, ενώ η μείωση της ανεργίας βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στη μετατροπή συμβάσεων σε συμβάσεις εκ περιτροπής και μερικής απασχόλησης. Τέσσερις στους δέκα Ελληνες αδυνατούν να καλύψουν τη δαπάνη των φαρμάκων τους, περισσότεροι από δύο στους δέκα δεν μπορούν να πληρώσουν τους λογαριασμούς ενέργειας των κατοικιών τους. Και η Eurostat μας πληροφορεί ότι ένας στους τρεις Ελληνες ζει σε συνθήκες φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού.

Την ίδια στιγμή που η φορολογική αφαίμαξη συνεχίζεται από μια κυβέρνηση που από την πρώτη στιγμή επέλεξε να απομυζήσει κάθε κινητή και ακίνητη οικονομική αξία. Η πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ κατατάσσει την Ελλάδα πρώτη στην αύξηση της φορολογίας την περίοδο 2015-2017, σε μια περίοδο που οι φόροι μειώνονται παγκοσμίως. Και οι έμμεσοι φόροι, που πλήττουν κατά κύριο λόγο τα ασθενέστερα εισοδηματικά στρώματα, καθώς το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους κατευθύνεται στην κατανάλωση, αντιστοιχούν στο 39,1% της συνολικής φορολογικής επιβάρυνσης, δίνοντας στη χώρα μας ακόμη μία θλιβερή πρωτιά. Γίνεται έτσι αντιληπτό πώς αντιλαμβάνεται ο υπουργός Οικονομικών την ταξική πολιτική που επαίρεται ότι εφαρμόζει. Ομως οι πολίτες θέλουν αξιοπρέπεια και καλά αμειβόμενες θέσεις απασχόλησης. Δεν αρκούνται σε αβέβαια και αναποτελεσματικά οικονομικά επιδόματα που τους καθιστούν ομήρους των διαθέσεων της εκάστοτε κυβέρνησης και ενθαρρύνουν τις πελατειακές σχέσεις, αφού προηγουμένως τους έχει γονατίσει οικονομικά.

Δυστυχώς οι εκτιμήσεις για το 2019 δεν μπορεί παρά να κινούνται στην ίδια αρνητική κατεύθυνση. Οι ρυθμοί ανάπτυξης στην ευρωζώνη επιβραδύνονται και το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα εμφανίζεται ξανά ιδιαίτερα ανήσυχο. Την ίδια στιγμή η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ αδυνατεί να εφαρμόσει μία ορθολογική αναπτυξιακή πολιτική που θα ενισχύσει τις δυνητικές αναπτυξιακές προοπτικές της οικονομίας. Αντίθετα, η μεταρρυθμιστική οκνηρία της κυβέρνησης και οι λανθασμένες προτεραιότητές της οδηγούν σε διαρκή απώλεια ανταγωνιστικότητας της οικονομίας που με τη σειρά της υπονομεύει τις μακροπρόθεσμες αναπτυξιακές δυνατότητές της.

Οι πρόσφατες εκθέσεις των διεθνών οργανισμών επιβεβαίωσαν τη συνεχιζόμενη υποχώρηση σχεδόν σε όλους τις δείκτες διευκόλυνσης της επιχειρηματικότητας και της προσέλκυσης επενδύσεων. Περιορίζομαι να αναφέρω την Παγκόσμια Εκθεση Ανταγωνιστικότητας του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, όπου η Ελλάδα σημειώνει περαιτέρω υποχώρηση τεσσάρων θέσεων (στην 57η θέση ανάμεσα σε 140 κράτη) καθώς και την Εκθεση Doing Business της Παγκόσμιας Τράπεζας, στην οποία επίσης υποχωρούμε κατά έξι θέσεις (στην 72η θέση ανάμεσα σε 190 κράτη).

Ακόμη χειρότερα και έχοντας εισέλθει στην προεκλογική περίοδο, η κυβέρνηση ναρκοθετεί συνειδητά το μακρο-οικονομικό περιβάλλον. Ο προϋπολογισμός που συνέταξε (ο τελευταίος μιας σειράς προϋπολογισμών που αναθεωρούνταν συνεχώς προς το χειρότερο) αποτελεί μνημείο ανεδαφικών εκτιμήσεων. Υπερεκτιμά τους βασικούς δείκτες της οικονομίας ώστε να δημιουργήσει πλασματικό δημοσιονομικό χώρο και να δεσμεύσει πόρους σε ένα προεκλογικό  παιχνίδι ανήθικο προεκλογικών υποσχέσεων. Δεν αρκείται στα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα στα οποία πρόθυμα δέσμευσε τη χώρα, αλλά επιδιώκει πρωτοφανή υπερπλεονάσματα, υπονομεύοντας τη μακροπρόθεσμη δημοσιονομική βιωσιμότητα της χώρας αλλά και υποσκάπτοντας την ανάπτυξη της οικονομίας.

Αναμενόμενα έπειτα από τα παραπάνω, οι πολίτες δηλώνουν σε όλες τις έρευνες της κοινής γνώμης απαισιόδοξοι για την πορεία της οικονομίας. Ωστόσο, δεν υπάρχει τίποτε νομοτελειακό στην πορεία των οικονομιών και των κοινωνιών. Εμείς γνωρίζουμε τι ακριβώς πρέπει να κάνουμε ώστε να επαναφέρουμε τη χώρα σε τροχιά ισχυρής και διαρκούς ανάπτυξης. Αρκεί βέβαια να πάρουμε τις ορθές οικονομικές και πολιτικές αποφάσεις που θα τερματίσουν τον φαύλο κύκλο της αντιαναπτυξιακής εσωστρέφειας και των χαμηλών προσδοκιών. Και να απομακρύνουν, το συντομότερο δυνατόν, οι πολίτες αυτή την αναποτελεσματική κυβέρνηση των «χαλασοχώρηδων» (για να θυμηθούμε το παπαδιαμαντικό διήγημα).

Είναι γνωστό ότι ο πολιτικός χρόνος ακολουθεί τους δικούς του ρυθμούς και πολλά πρέπει και μπορούν να γίνουν σε σύντομο χρονικό διάστημα. Η Νέα Δημοκρατία και ο πρόεδρός της Κυριάκος Μητσοτάκης παρουσίασαν στην εφετινή ΔΕΘ αλλά και στο πρόσφατο συνέδριο του κόμματος τις βασικές προτεραιότητες του κυβερνητικού της προγράμματος για την ανάπτυξη την επόμενη μέρα. Με κύριους άξονες τη διαμόρφωση ενός φιλικού προς την επιχειρηματικότητα φορολογικού περιβάλλοντος, την προώθηση των κατάλληλων θεσμικών και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για την προσέλκυση επενδύσεων, που θα φέρουν δουλειές, και τη μετάβαση σε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο με επίκεντρο την προώθηση της καινοτομίας καθώς και την αποτελεσματική ενσωμάτωση του ανθρώπινου δυναμικού στην παραγωγική διαδικασία. Και με επαρκώς επεξεργασμένες δράσεις και ικανό στελεχιακό δυναμικό ώστε να μη χάσουμε ούτε μία διαθέσιμη μέρα.

Ας είναι λοιπόν το 2019 έτος αφετηρίας για την αναγέννηση του τόπου.

Η κυρία Ντόρα Μπακογιάννη είναι βουλευτής Α’ Αθηνών της ΝΔ, πρώην υπουργός και υπεύθυνη του Τομέα Οικονομίας και Ανάπτυξης της ΝΔ.