Πώς προέκυψε η συνεργασία του Μουσείου Huntington με έναν έλληνα εικαστικό που ζει μόνιμα, εδώ και πολλά χρόνια, στο Λος Αντζελες
Δεν είχε ποτέ φανταστεί ότι θα έβρισκε συνοδοιπόρο σε αυτή την τρομακτική περιπλάνησή του: κάποιον που να στέκεται άγρυπνος στο πλάι του, με το βλέμμα προσηλωμένο στον κίνδυνο, τον μεγάλο, τον απρόβλεπτο κίνδυνο που μπορούσε να ξεπηδήσει ανά πάσα στιγμή από μια σκοτεινή γωνιά, σαν θηρίο που τινάζεται με όλη του τη δύναμη πίσω από τις φυλλωσιές και αιφνιδιάζει θανάσιμα το θύμα του.
Καβαλάει ταράνδους, πέφτει από γκρεμούς, βουτάει στα παγωμένα νερά των φιόρδ.
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευτυχία: «μια ζωή γεμάτη φως και νόημα». Θα έκανε το παν για να μπορέσει να γευτεί αυτόν τον μαγικό κόσμο.
Ενας από τους θερμότερους υπέρμαχους της κλασικής παιδείας, ο άγγλος ποιητής και θεωρητικός Μάθιου Αρνολντ, έγραφε στα τέλη της δεκαετίας του 1860 στο έργο του με τίτλο «Culture and Anarchy»
Δεν υπάρχει αμφιβολία: η δεσποινίς Ραραού τα κατάφερε μια χαρά. Από όλες τις απόψεις.
Η Μαργαρίτα τον ερωτεύτηκε. Ομορφη γυναίκα, μελαχρινή, πήγαινε από μικρή με τους άνδρες επειδή της άρεσε, όχι για τα λεφτά.
Βρισκόμαστε στο έτος 2088. Χάρη στην καθοδήγηση του Καθεστώτος, κανένας δεν είναι άνεργος. Είμαστε όλοι χρήσιμοι.
Ενας κουκουλοφόρος άνδρας θερίζει τα πέντε δαχτυλάκια του δεξιού ποδιού ενός φτωχού αγοριού που κάθεται ολομόναχο κάτω από μια γέφυρα μασουλώντας ένα μικροσκοπικό σάντουιτς.
Δεν άντεξε και τους εγκατέλειψε: «Τρία ολόκληρα χρόνια χωρίς δουλειά, να σου ζητάω λεφτά για τσιγάρα, όλη αυτή η μιζέρια και μέσα μου και γύρω μου και παντού» δικαιολογείται στη σύζυγό του
Αλυσοδεμένος στην κορυφή του Καυκάσου, θα νιώθει τον ήλιο να τον ψήνει καθημερινά. Ακινησία και μοναξιά, ένα μαρτύριο ατέλειωτο: αυτή την τιμωρία αποφάσισε ο Δίας για «τον πυρός κλέπτην» Προμηθέα
Η πνευματική ευστροφία του αδιαμφισβήτητη. Το ίδιο και η ρητορική δεινότητά του.
Είναι άνδρας ή γυναίκα; Ο κεντρικός ήρωας αλλά και οι θεατές δυσκολεύονται να αποφασίσουν. Αυτό το πλάσμα, ο Αγάθων, δεν έχει προηγούμενο.
Ο Διόνυσος των κλασικών χρόνων «δεν ήταν αποκλειστικά, ούτε καν κυρίως, ο θεός του οίνου» επισημαίνει ο Ε. Ρ. Ντοντς στην αξεπέραστη ερμηνευτική και κριτική έκδοση της τραγωδίας του Ευριπίδη*.
Οι ήρωες του Αισχύλου δεν διστάζουν να αρπάξουν το δόρυ και την ασπίδα, να ξεχυθούν στο πεδίο της μάχης, να υπερασπιστούν την πατρίδα κάθε φορά που την απειλούν βάρβαροι κατακτητές.
Από τη μία ο Ιππόλυτος: με ορμή νεανική εισβάλλει στη σκηνή τραγουδώντας, συνοδευόμενος από την ακολουθία του.
Το αίμα που κληρονομείται: αυτό που περνάει από γενιά σε γενιά δημιουργώντας δεσμούς συγγένειας πιο ισχυρούς από κάθε νόμο.
Η «Χίμαιρα» θα τη φέρει στην Ελλάδα. Αυτό το υπερήφανο σκαρί με το παράξενο, γοητευτικό όνομα θα την πάρει μακριά από την ασφυκτική Ρουέν,
Το σώμα της γεμάτο σημάδια. «Δες, δες με... όλη!.. Πάνω-κάτω... Μέσα-έξω... Δες γδαρσίματα... Σα να με ράψαν σε σακί με γάτες... Με ξέσχισε η αγάπη... Την άφηνα... Τους άφηνα...».
Ενας σκυθρωπός, γκρίζος τοίχος. Στα δεξιά μια πόρτα, λίγο μικρότερη από τις κανονικές,