Κάθε κυβέρνηση που επιδιώκει την επανεκλογή της, μιλά συνήθως για την ανάγκη σταθερότητας, σιγουριάς και ασφάλειας. Και κάθε αντιπολίτευση που επιδιώκει την εκλογική ανατροπή, κάνει λόγο για αλλαγή, ελπίδα και ανανέωση.

Τα μοτίβα παραμένουν τα ίδια, διεθνώς και διαχρονικά.

Συνεπώς το μήνυμα Τσίπρα για μια «Νέα Μεταπολίτευση» δεν εκπλήσσει. Όπως διευκρίνισε βεβαίως, δεν αφορά στην αλλαγή του Συντάγματος ή του πολιτεύματος. Το προσδιόρισε ως ένα μεγάλο πολιτικό «Big Bang που θα αναδιατάξει ριζικά τους σημερινούς πολιτικούς συσχετισμούς και θα φέρει στο προσκήνιο νέους πολιτικούς σχηματισμούς».

Το ερώτημα που προκύπτει είναι αν χρειάζεται.

Δεν είναι βέβαιο. Απλούστατα γιατί δοκιμάστηκε στο παρελθόν χωρίς επιτυχία.

Για την ακρίβεια, πολιτικό Big Bang συνέβη στις διπλές εκλογές του 2012. Στις κάλπες του Μαΐου το κομματικό σύστημα της Μεταπολίτευσης αποδιαρθρώθηκε. Ο κυρίαρχος δικομματισμός ΝΔ-ΠαΣοΚ κατέρρευσε, προκαλώντας κατακερματισμό και ακυβερνησία. Στις κάλπες του Ιουνίου που ακολούθησαν, το κομματικό σύστημα αναδιαρθρώθηκε γύρω από έναν ασθενέστερο δικομματισμό ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ. Η ανατροπή ολοκληρώθηκε στις εκλογές του 2015 με την άνοδο της συμμαχίας ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στην εξουσία. Τότε ουσιαστικά οι πολιτικοί συσχετισμοί αναδιατάχθηκαν και νέοι πολιτικοί σχηματισμοί ήρθαν στο προσκήνιο.

Τι απέμεινε όμως, δέκα χρόνια μετά, στο κομματικό σκηνικό;

Επί της ουσίας τίποτα. Σήμερα κυβέρνηση είναι η ΝΔ και αξιωματική αντιπολίτευση το ΠαΣοΚ – έστω και με χαμηλά ποσοστά. Δικομματισμός βεβαίως δεν υπάρχει αλλά στο κέντρο της πολιτικής σκηνής βρίσκονται και πάλι οι ίδιοι πρωταγωνιστές. Την ίδια στιγμή ο ΣΥΡΙΖΑ εξαερώνεται πολιτικά σε ζωντανή μετάδοση. Αποδεικνύεται προϊόν της κρίσης που παρέρχεται μαζί με την κρίση – όπως συνέβη και με άλλα κόμματα άλλωστε.

Ίσως γιατί οι συντεταγμένες της Μεταπολίτευσης που ξεκίνησε το 1974 και συνεχίζεται ως σήμερα, παραμένουν αμετάβλητες και σε πλήρη ταύτιση με τις παρατάξεις που τις διαμόρφωσαν. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής αποκατέστησε τη Δημοκρατία, ο Ανδρέας Παπανδρέου εμπέδωσε τη δημοκρατική σταθερότητα, ο Καραμανλής πάλι έβαλε την Ελλάδα στην ΕΟΚ και ο Σημίτης στην ΟΝΕ. Επίσης ΝΔ και ΠαΣοΚ συνεργάστηκαν όταν χρειάστηκε για να μην χαθούν τα ιστορικά κεκτημένα.

Οι δημοκρατικοί θεσμοί άντεξαν τελικώς την ακραία πίεση του λαϊκισμού στα χρόνια της κρίσης και η χώρα παρέμεινε τελικώς στο ευρώ. Για την ακρίβεια, η ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωζώνη κατέστησε απαγορευτικό το κόστος ενός Grexit που θα συμπαρέσυρε και τους θεσμούς. Έτσι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ υποχρεώθηκε να στρίψει το τιμόνι.

Βεβαίως σήμερα οι προκλήσεις είναι πολλές. Η εμπιστοσύνη στους θεσμούς συνολικά υποχωρεί, η δυσαρέσκεια μεγαλώνει και η απογοήτευση έχει αυξηθεί. Στις Ευρωεκλογές του 2024 σημειώθηκε απόχη-ρεκόρ που ίσως επαναληφθεί και στις εθνικές κάλπες του 2027. Ταυτοχρόνως η αντιπολίτευση παραμένει πολυκερματισμένη.

Ωστόσο είναι μάλλον δύσκολο η πολιτική «ζήτηση» για μια ελπιδοφόρα εναλλακτική πρόταση, να βρει διέξοδο στο εγχείρημα του πρώην πρωθυπουργού. Διότι η εμπιστοσύνη στους θεσμούς υποχώρησε σημαντικά πρωτίστως στα χρόνια της κρίσης. Το ίδιο και η εκλογική συμμετοχή. Το Σεπτέμβριο 2015, όταν ο Τσίπρας επανεξελέγη, η συμμετοχή έπεσε για πρώτη φορά κάτω από το 60%. Ταυτοχρόνως η αποδιάρθρωση του ΣΥΡΙΖΑ συντελέστηκε αρχικά υπό την ηγεσία του στις διπλές κάλπες του 2023. Με τα δεδομένα αυτά, η επίτευξη ενός πολιτικού Big Bang μοιάζει δύσκολη άσκηση. Και μια «Νέα Μεταπολίτευση» δυσκολότερη.

Ο Πάνος Κολιαστάσης είναι δρ. Πολιτικής Επιστήμης στο Queen Mary University of London και διδάσκων στο ΕΑΠ.