Το ραντεβού με την Έλενα Μαυρίδου και τον Γιάννη Τσορτέκη δόθηκε απόγευμα Σαββάτου στο θέατρο Αλκυονίς, στο οποίο φέτος θα ανέβει ο «Ταρτούφος». Η σκηνοθέτρια της παράστασης και ο πρωταγωνιστής της θα μας μιλούσαν για το έργο, ενώ παράλληλα θα είχαμε και την ευκαιρία να δούμε τις πρόβες με ολόκληρο τον θίασο παρόντα. Τίποτα όμως δε μας είχε προετοιμάσει για αυτό που θα αντικρίζαμε όταν θα φτάναμε εκεί.
Στα καμαρίνια του θεάτρου τα φαντασμαγορικά κουστούμια, κρεμασμένα στη σειρά και οι πολύχρωμες περούκες, στερεωμένες στα κεφάλια των μανεκέν περίμεναν τους πρωταγωνιστές για να τα προβάρουν. Οι μακιγιέρ είχαν απλώσει τα σύνεργά τους στο μεγάλο τραπέζι του φουαγιέ και είχαν ήδη ξεκινήσει να βάφουν τους ηθοποιούς ανά ομάδες.
Κάποιοι ήταν ήδη έτοιμοι, ντυμένοι με τα ραμμένα sur-mesure ρούχα τους και περίμεναν στωικά τους ενδυματολόγους και τις μοδίστρες να ελέγξουν την κάθε λεπτομέρεια για τυχόν ατέλειες. Οι διορθώσεις γίνονταν επιτόπου κάτω από το έμπειρο βλέμμα του Πάρι Μέξη, υπεύθυνου για το σκηνικό και τα κοστούμια της παράστασης, ο οποίος παρενέβαινε όπου χρειαζόταν.

«Είναι ένας δυναμικός χαρακτήρας, η Ελμίρα, μια έξυπνη γυναίκα που θέλει να σώσει το σπίτι της. Έχει καταλάβει από νωρίς τον χαρακτήρα του Ταρτούφου και προσπαθεί να τον ξεσκεπάσει με όσα μέσα διαθέτει», λέει η Ιωάννα Παππά για τον ρόλο της. Φωτ.: Σίσσυ Μόρφη
Όσο γινόταν η δουλειά με τα κοστούμια, στη σκηνή είχε ξεκινήσει ο χορός υπό την καθοδήγηση της Έλενας Μαυρίδου και υπό τον ήχο της αυθεντικής μουσικής του έργου, γραμμένης από τον Γιώργο Μαυρίδη.
Η ίδια η σκηνοθέτρια έδινε το σύνθημα για τις κινήσεις τον ρυθμό, ενώ η ηθοποιοί, ντυμένοι με τα υπέροχα κοστούμια και τις περούκες τους συντονίζονταν με αφοσίωση. Ένα ιδιότυπο πάρτι ήταν αυτό που διαδραματιζόταν μπροστά μας, το οποίο δεν γινόταν να μη σε παρασύρει.
Στο επίκεντρο όμως όλων παρέμενε το ίδιο το κείμενο. Το αριστούργημα του Μολιέρου, που αιώνες μετά εξακολουθεί να αποκαλύπτει με καυστική διαύγεια τις ψευδαισθήσεις της ανθρώπινης πίστης και τις ηθικές παγίδες μιας κοινωνίας ψευδευβλαβούς.

Χριστίνα Τσάφου: «Στην παράσταση αυτή δουλεύουμε με έναν ιδιαίτερο τρόπο, διαφορετικό απ’ ό,τι έχω συνηθίσει στα 45 χρόνια που βρίσκομαι στο θέατρο. Μου αρέσει, γιατί έχει ενδιαφέρον, έχει καρδιά». Φωτ.: Σίσσυ Μόρφη
Ο Ταρτούφος ένας δεινός χειραγωγός που κρύβεται πίσω από το προσωπείο της ευλάβειας και της ηθικής, καταφέρνει να εισχωρήσει στην οικία του ευκατάστατου Οργκόν και να τον πείσει πως είναι άνθρωπος θεοφοβούμενος, άξιος θαυμασμού και εμπιστοσύνης.
Ο Οργκόν, ευκολόπιστος και βαθιά αφοσιωμένος στην ανάγκη του να πιστέψει σε κάτι «ανώτερο», τυφλώνεται από τη γοητεία του Ταρτούφου και σταδιακά του παραδίδεται ολοκληρωτικά, θυσιάζοντας ακόμη και την οικογένεια του.
Μέσα από την υποκρισία του ενός και την αφέλεια του άλλου, ο Μολιέρος στήνει μια σάτιρα πάνω στην τυφλή πίστη, την κοινωνική επίφαση ηθικής και τον φόβο του ανθρώπου μπροστά στην εσωτερική του μοναξιά.
«Ταρτούφος χωρίς Οργκόν δεν υπάρχει».
Αυτό ακριβώς επρόκειτο να συζητήσουμε με την Έλενα Μαυρίδου και τον Γιάννη Τσορτέκη, ο οποίος υποδύεται τον Ταρτούφο.

Ο χορός διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην παράσταση. Φωτογραφίες.: Σίσσυ Μόρφη
«Θέλαμε να ανεβάσουμε μία κωμωδία»
Η συζήτηση μας ξεκίνησε με το πώς επελέγη το συγκεκριμένο έργο. Σύμφωνα με την Έλενα Μαυρίδου η επιλογή του έργου προέκυψε από την αναζήτηση μιας κωμωδίας που να πληροί κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά: «Θεωρήσαμε ότι ο “Ταρτούφος” ταιριάζει με τον τρόπο που δουλεύω και με την εμπειρία μου με τις μάσκες, την commedia dell’arte, το σωματικό θέατρο. Χρειαζόταν όμως και ο κατάλληλος πρωταγωνιστής».
Ένα επιπλέον κίνητρο για την ίδια ήταν ότι τον πρωταγωνιστικό ρόλο θα τον ερμήνευε ο Γιάννης Τσορτέκης, ένας ηθοποιός που έχει δώσει τα διαπιστευτήρια του σε πολλούς και διαφορετικούς μεταξύ τους ρόλους: «Ο τρόπος με τον οποίο δουλεύει ο Γιάννης», μας λέει η σκηνοθέτρια, «δίνει πολλά επίπεδα στην ερμηνεία του. Όταν έχεις καλό ηθοποιό, καλό πρωταγωνιστή για τέτοιο ρόλο, σαφέστατα σε εμπνέει και δραματουργικά και σου δίνει κίνητρα να παίξεις με ένα έργο και αυτό είναι το ωραίο».
Στην ερώτηση που κάναμε στον Γιάννη Τσορτέκη αν είχε κάποιο συγκεκριμένο πρότυπο ή πρόσωπο στο μυαλό του για να ενσαρκώσει τον Ταρτούφο, ο ίδιος απαντά αρνητικά: «Για μένα δεν λειτουργούν έτσι τα πράγματα καθώς, από γραφής, ο κάθε συγγραφέας, εν προκειμένω ο Μολιέρος, που είναι ένας πολύ ικανός δραματουργός στο να σκιαγραφεί και να δίνει τις ποιότητες ενός προσώπου, δεν δίνει περιθώρια να λαθέψεις στην κρίση σου για το ποιο είναι αυτό το πρόσωπο.

Ο Πάρις Μέξης και η Έλενα Μαυρίδου φροντίζουν τις λεπτομέρειες του κοστουμιού της Ιζαμπέλλα Φούλοπ. Φωτ.: Σίσσυ Μόρφη
Οπότε δεν έχεις καμία ανάγκη μιας δεύτερης, τρίτης ή άλλης αναφοράς για το ποιος είναι ο Ταρτούφος ή ο Οργκόν και ποιο είναι το κάθε πρόσωπο. Επίσης, για μένα αυτό το έργο έχει να κάνει περισσότερο με τα χαρακτηριστικά του Οργκόν. Γιατί Ταρτούφος χωρίς Οργκόν δεν υπάρχει. Ο ένας γεννά τον άλλον. Αν υποθέσουμε και αν δεχθούμε λοιπόν, ότι “Ταρτούφοι” υπάρχουν πολλοί, τότε πρέπει να προϋποθέσουμε ότι η κοινωνία είναι γεμάτη “Οργκόν”».
Ο «Οργκόν» ως προϋπόθεση για τον Ταρτούφο
Εκτός από το στήσιμο του χαρακτήρα από τον Μολιέρο, ο Γιάννης Τσορτέκης θεωρεί ότι η προσέγγιση του ρόλου του γίνεται και μέσα από τον ρόλο του Οργκόν και εξηγεί το σκεπτικό του: «Ο Μολιέρος, έρχεται και με κάποιον τρόπο την κραταιά βάση που αντιπροσωπεύει ο Οργκόν, τη διακωμωδεί με έναν τρόπο εξαιρετικό, καθιστώντας έναν Οργκόν όχι αφελή, αλλά έναν εύπιστο άνθρωπο. Στην προκειμένη περίπτωση, μέσα από τη θρησκεία. Αλλά η πίστη, κατά ένα τρομακτικό ποσοστό, εδράζεται στην κάθε θρησκεία. Από εκεί εκπορεύεται, οπότε και εκεί επιστρέφει.

Οι τελευταίες πινελιές στο μακιγιάζ του Ταρτούφου. Φωτογραφίες.: Σίσσυ Μόρφη
Άρα και ο Μολιέρος έχει μια πολύ σημαντική “μαγιά” να αντλήσει. Έχουμε λοιπόν έναν Οργκόν, ο οποίος είναι εύπιστος, ευκολόπιστος, αγαθός, αφελής. Αυτά λοιπόν όλα τα στοιχεία είναι τα στοιχεία της κοινωνίας που τρέχει. Σε μια τέτοια κοινωνία, υπάρχει η ανάγκη αυτού του ανθρώπου που θα έρθει να βάλει στη θέση τους. Από ποια πλευρά; Από την αντίθετη τους. Και ποια είναι η αντίθετη; Μια ωμότητα και μια σκληρότητα που δεν την περιμένουμε ότι την έχει ο Ταρτούφος».
Για τον ηθοποιό, αυτός είναι και ο λόγος που δυσκολεύεται να δει τον «Ταρτούφο» ως κωμωδία με τη συνηθισμένη έννοια: «Εδώ πέρα υπάρχει ένα πολύ σοβαρό θέμα. Δηλαδή, είναι κωμωδία και όχι τραγωδία, ούτε δράμα, αλλά είναι “κωμωδία και όχι κωμωδία” ταυτόχρονα.
Αν δεν υπάρχει Οργκόν, ξαναλέω, Ταρτούφος και σαν έργο και σαν οντότητα δεν μπορεί να υπάρξει. Οπότε εδώ νομίζω ότι έχουμε ένα πολύ γερό στίβο μάχης για να ασκηθούμε πάνω σε αυτό. Με όλα τα στοιχεία της comedia dell’ arte που προανέφερε και η Έλενα. Φυσικά, με εξαιρετικούς συναδέλφους. Ας πούμε, ειδικά για τον Οργκόν, που είναι μια μοναδική περίπτωση, τον Μάξιμο τον Μουμούρη. Οπότε καταλαβαίνετε ότι από τις ενέργειες των προσώπων και με αφορμή πλέον το πλάσμα του κειμένου αρχίζει και δομείται ένα πράγμα το οποίο είναι ένα αλισβερίσι, σε συνάρτηση με τον άλλο ρόλο».

«Είχαμε την ευτυχία, χάρη στην παραγωγή, να δημιουργήσουμε τα πάντα εξ αρχής, τα δικά μας κοστούμια, το δικό μας σκηνικό, με εξαιρετικούς συνεργάτες και φοβερές μοδίστρες. Μια παραγωγή που θυμίζει εκείνες του Εθνικού ή της Λυρικής», λέει ο Παρίσι Μέξης. Φωτ.: Σίσσυ Μόρφη
Η σκηνοθετική προσέγγιση της Έλενας Μαυρίδου
Για την σκηνοθέτρια, ο «Ταρτούφος» είναι ένα έργο το οποίο μιλάει για την πίστη. Όχι μόνο με την έννοια την θρησκευτική, αλλά τη βαθύτερη, την υπαρξιακή ανάγκη του ανθρώπου να πιστεύει σε κάτι, δηλαδή σε κάτι έξω από τον εαυτό του.
«Είναι και πολυεργαλείο, πολυδουλεμένη».
«Πολλά από αυτά που λέει ο Γιάννης είναι μέσα σε όλο αυτό το σκεπτικό και σε σχέση με τη δραματουργία και σε σχέση με τα υλικά τα οποία χρησιμοποιούνται στην παράσταση», μας λέει.
«Εμείς σκηνοθετικά, όταν ξεκίνησε η δουλειά», συνεχίζει, «είχαμε ως στόχο να φτιάξουμε εξ αρχής μία παράσταση όπου θα δημιουργήσουμε έναν αυτόνομο κόσμο. Δηλαδή, έχουμε μια εποχή αλλά προσπαθούμε να είναι τα πράγματα μετακινημένα. Υπάρχει ένας σουρεαλισμός. Είναι ένα έργο εποχής με στοιχεία εποχής, με γνώση της εποχής, αλλά λίγο μετακινημένο με υλικά και στοιχεία του σήμερα».
«Η Έλενα είναι χαρισματική. Έχει το σύνολο. Ο καθένας θα ήθελε να συνεργαστεί μαζί της».
Στην δουλειά της η Ελενα Μαυρίδου έχει χρησιμοποιήσει εργαλεία, με τα οποία έχει δουλέψει στο παρελθόν: «Δεν δουλεύουμε με τη λογική του ρεαλισμού αλλά της μάσκας, του σωματικού θεάτρου, των κόμικς, και όλο αυτό έχει και έναν υπερτονισμό στα σημεία, δηλαδή σαν να “ρίχνουμε προβολέα” σε στιγμές και σαν να γίνεται ένα σύγχρονο κινησιολογικό μοντάζ πάνω στη σκηνή. Χρησιμοποιούμε την τεχνική των μασκών ως εκπαιδευτικό εργαλείο για να δουλέψουμε το σώμα προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση.

Γιάννης Τσορτέκης επί σκηνής. Φωτ.: Σίσσυ Μόρφη
Η «λοξή» ματιά και τα «ροκ» στοιχεία
Συνεχίζοντας την ανάλυσή της για την προσέγγιση του έργου, η συζήτηση έρχεται, αναπόφευκτα στους συνεργάτες της και πώς την βοήθησαν να φτάσει στο επιθυμητό αποτέλεσμα, να έχουμε μια παράσταση εποχής, αλλά ταυτόχρονα και σύγχρονη. «Ως προς την εικόνα, έχει κάνει εξαιρετική δουλειά ο Πάρις Μέξης, με τα σκηνικά που έχει δημιουργήσει και τα κοστούμια, τα οποία είναι και ευφάνταστα και πολύ δυναμικά και με φοβερή γνώση εποχής. Ταυτόχρονα όμως, διαθέτουν μια σύγχρονη, «λοξή» ματιά με την καλή έννοια».
Δημιουργείται ένα σύμπαν, όπως μας το περιγράφει η σκηνοθέτρια, στο οποίο βοηθάει και πολύ η μουσική: «Ο Γιώργος Μαυρίδης έχει κάνει έρευνα για τη μουσική της εποχής, αλλά έχει βάλει σύγχρονα στοιχεία μέσα, ροκ. Στοιχεία, ας πούμε, τα οποία βοηθούν πάρα πολύ το θίασο να έχει πολύ έντονο χορό».
Σύμφωνα με τη Μαυρίδου, ολόκληρος ο θίασος, έχει μπει μέσα σε αυτή την «τρέλα», όπως την χαρακτηρίζει, η οποία όμως είναι το αποτέλεσμα πολλής εξάσκησης: «Ερχόμαστε εδώ και κάνουμε τεχνικές, στοιχεία μεθοδολογίας μάσκας και όλοι είναι πάρα πολύ σωματικοί ηθοποιοί και ιδιαίτερα ευφυείς στο να μπορέσουν να συνταιριάξουν όλα αυτά τα διαφορετικά στοιχεία. Και καταφέρνουν να τα ενώνουν σε μια ωραία ισορροπία την οποία ζητάω και το βλέπω να συμβαίνει και αυτό είναι πολύ ωραίο».

«Οφείλω να βρω την εξωστρέφεια της φόρμας που ζητάει η σκηνοθέτις, αλλά και την ειλικρίνεια αυτής της φόρμας. Είναι δύο δύσκολα πράγματα να συντονιστούν», λέει ο Μάξιμο Μουμούρης για τον Οργκόν. Φωτ.: Σίσσυ Μόρφη
«Η Έλενα είναι χαρισματική»
Όσο για το πώς είναι η Μαυρίδου ως σκηνοθέτρια, σε αυτό το ερώτημα απαντά ο Γιάννης Τσορτέκης: «Έχουμε ξανασυνεργαστεί στη “Σαρμάντζα“, αλλά και να μην είχαμε, η αξία του ανθρώπου είναι δεδομένη, της Έλενας, εν προκειμένω.
Δεν είμαστε χτεσινοί, ούτε μεταξύ μας, ούτε όλοι μας. Δεν θα ήταν η Έλενα στην ηγεσία ενός τέτοιου, θηριώδους ζητούμενου, εάν δεν ήταν ικανή, αποδεδειγμένα. Όχι επειδή το λέω εγώ ή κάποιος άλλος, αλλά επειδή η σχέση της με τα πράγματα, η δουλειά της, είναι τόσο αξιόλογη και με τέτοιο βάθος χρόνου πίσω, με τέτοιες περγαμηνές, που νομίζω ότι ο καθένας θα ήθελε, όπως και θέλει, να βρεθεί μαζί της και να συνεργαστεί.

Έλενα Μαυρίδου. Φωτ.: Σίσσυ Μόρφη
Οι συνεργάτες της την εκτιμούν και τη σέβονται. Δεν είναι καθόλου δεδομένο, δεν είναι αυτονόητο. Η θέση του ανθρώπου, δηλαδή του σκηνοθέτη, δεν σήμαινε συχνά και σεβασμό, γιατί μπορούσε να είναι ελλιπής από πολλές πλευρές».
Και συνεχίζει: «Η Έλενα είναι χαρισματική. Έχει το σύνολο. Είναι και πολυεργαλείο, πολυδουλεμένη. Ανά πάσα στιγμή έχει πολλές εναλλακτικές και είναι εξαιρετικά ευέλικτη. Πράγμα το οποίο αποσυμφορίζει όχι μόνο την πρόβα, αλλά και την εξέλιξη της παράστασης, τη δημιουργικότητα όλων μέσα».

Μάξιμος Μουμούρης για Οργκόν: «Νομίζω ότι όλοι μας, λίγο ή πολύ, περνάμε από περιόδους εμμονής ή εμπιστευόμαστε λάθος ανθρώπους για να καλύψουμε δικά μας κενά». Φωτ.: Σίσσυ Μόρφη
«Ο Μολιέρος βάζει μπουρλότο στο ίδιο του το έργο»
Όπως συμβαίνει με όλα τα μεγάλα, κλασικά κείμενα, τα μηνύματά που θέλει να περάσει ο Μολιέρος μέσα από τον Ταρτούφο παραμένουν επίκαιρα. Ένα από τα μεγάλα θέματα που πραγματεύεται το κείμενο έχει να κάνει με την πίστη.
«Ο Ταρτούφος παραμένει ένα έργο, το οποίο μιλάει για την πίστη, την βαθύτερη, την υπαρξιακή ανάγκη του ανθρώπου να πιστεύει σε κάτι».
Η πίστη, λέει ο Γιάννης Τσορτέκης, είναι το νήμα που διατρέχει το έργο και το συνδέει με το σήμερα. «Εκείνη την εποχή, όπως και τώρα, η πίστη, σε σχέση με τη θρησκεία, είναι ένας μηχανισμός εξαιρετικά εγκλωβιστικός για τον άνθρωπο».

Βασιλική Τρουφάκου για Ντορίν: «Προσπαθεί να γλιτώσει το σπίτι από τη λαίλαπα του Ταρτούφου. Είναι το πρόσωπο του απλού λαού με τσαγανό». Φωτ.: Σίσσυ Μόρφη
Για τον ίδιο, λειτουργεί ως μηχανισμός χειραγώγησης. «Είναι η ανάγκη του ανθρώπου να πορευτεί με την ελπίδα του, αφήνοντάς την έξω από αυτόν», σημειώνει.
Σύμφωνα με τον ηθοποιό, το φαινόμενο αυτό δεν αφορά μόνο τη θρησκεία, αλλά διαπερνά κάθε δομή εξουσίας. «Με την ίδια λογική λειτουργεί και μια εταιρεία, μια επιχείρηση, ένα κόμμα. Είναι η ίδια οικονομικοτεχνική μελέτη πίσω από την πίστη. Στο έργο έχουμε έναν πιστό, εύπορο κύριο και έναν θηρευτή αυτής της περιουσίας, όχι μόνο της οικονομικής, αλλά και της ψυχικής. Όχι μόνο επειδή αυτός έχει την περιουσία, αλλά επειδή την διαθέτει για τέτοια χρήση», λέει.
Μπορούμε άρα να δικαιολογήσουμε κάπως τον Ταρτούφο, , έχει ελαφρυντικό ο πρωταγωνιστής, προκύπτει το ερώτημα: «Για μένα δεν υπάρχει πρωταγωνιστής. Αυτός ο πρωταγωνιστής, για να μην πω αμιγως κατά τη δική μου γνώμη, ανέκαθεν ήταν και παραμένει ο Οργκόν. Γιατί αυτός είναι το θύμα», απαντά ο ηθοποιός.

Φωτ.: Σίσσυ Μόρφη
«Ο Ταρτούφος είναι απλώς ένας ξενιστής», συνεχίζει το σκεπτικό του. «Το ότι ο Μολιέρος γράφει τον Ταρτούφο σε αυτή την ιστορία, με αυτή τη σκληρότητα είναι σαν να βάζει μπουρλότο στο ίδιο του το έργο. Σαν να έχει πάρει από κάπου, από μια τραγωδία ή από ένα άλλο έργο, ένα πρόσωπο και το έχει βάλει εδώ για να δοκιμάσει και να δυναμιτίσει τα πράγματα. Ως καταλύτη για να δει ποιο είναι το αποτέλεσμα, χωρίς να το ξέρει από πριν».\
«Η Ελμίρα είναι η φωνή της λογικής μέσα στο έργο».
Για την Έλενα Μαυρίδου: «Ο Ταρτούφος -και αυτό είναι ένα κομμάτι το οποίο, μέσα στο έργο, με ενδιαφέρει να φωτιστεί-, ουσιαστικά φέρει μια ιδέα για τα πράγματα. Για το πόσο ο άνθρωπος έχει ανάγκη να πιστεύει σε κάτι». Συμπληρώνει μάλιστα ότι «αυτό τον απαλλάσσει με έναν τρόπο και από τις προσωπικές ευθύνες, αν αισθανθεί το βίωμα της μοναχικότητας, της εσωτερικής προσωπικής ενδοσκόπησης.
Και κυρίως ο Οργκόν είναι το πρόσωπο στο οποίο πάνω του συμβαίνει αυτό. Είναι πάρα πολύ μεγάλη ανάγκη να πιστέψει. Βεβαίως είναι μια εσωτερική ανάγκη αυτή σε όλους μας, είναι οριακά ανθρώπινος εθισμός».

Από την πρόβα των ηθοποιών. Φωτ.: Σίσσυ Μόρφη
«Ο Ταρτούφος είναι ένας άνθρωπος με ισχυρή γοητεία»
Στην ερώτηση τι θα ήθελαν, φεύγοντας από την παράσταση να κρατήσει ο θεατής, για τον Γιάννη Τσορτέκη δεν υπάρχει απάντηση: «Δεν έχει σημασία τι θέλουμε εμείς», λέει ο Τσορτέκης, «Είναι σαν να ρωτάμε τι σκοπό έχει ο κάθε θεατής που έρχεται να δει ένα έργο. Δεν απαντιέται αυτό το ερώτημα, γιατί η ουσία βρίσκεται ακριβώς εκεί, στην εμπειρία του καθενός».

Έλενα Μαυρίδου, Γιάννης Τσορτέκης. Φωτ.: Σίσσυ Μόρφη
Η Έλενα Μαυρίδου απαντά εστιάζοντας ιδιαίτερα στη σχέση του Οργκόν και του Ταρτούφου, την οποία θεωρεί κεντρική για την ερμηνεία του έργου. Όπως εξηγεί, πρόκειται για μια «διπλή σχέση» που την απασχολεί έντονα σκηνοθετικά.
«Για μένα», λέει, «είναι πολύ ενδιαφέρον το πώς φεύγει ο Ταρτούφος από το έργο, αφού στο τέλος συλλαμβάνεται, και τι σημαίνει για τον Οργκόν να μένει πίσω. Αυτό το κομμάτι είναι για μένα πολύ έντονο, γιατί ακριβώς εκεί βρίσκεται η ουσία της σχέσης τους. Ο ένας χρειάζεται τον άλλον για να υπάρξει, αλληλοσυμπληρώνονται».
Μιλώντας για τον Μάξιμο Μουμούρη, που υποδύεται τον Οργκόν, αναγνωρίζει τη δυσκολία του ρόλου: «Ο Μάξιμος καλείται να κάνει κάτι πολύ δύσκολο και το πετυχαίνει αυτή τη στιγμή στις πρόβες. Συνδυάζει τη φυσική αφέλεια που έχει ο Οργκόν με το ισχυρό στάτους που έχει ως άνδρας της εποχής του. Είναι ένα φοβερό διπλό πράγμα, το οποίο ο Μάξιμος διαχειρίζεται εξαιρετικά, τόσο ερμηνευτικά όσο και κινησιολογικά».
«Ιστορικά, ποτέ δεν υπήρξε περιθώριο να ακουστεί καμία φωνή».
Αναφέρεται επίσης στον χαρακτήρα της Ελμίρα, τον οποίο θεωρεί καταλυτικό: «Η Ελμίρα είναι η φωνή της λογικής μέσα στο έργο. Είναι εκείνη που προσπαθεί να σταθεί απέναντι στη γοητεία του Ταρτούφου, η οποία αποδεικνύεται εξαιρετικά ισχυρή, αν σκεφτεί κανείς ότι έχει πείσει έναν τόσο δυνατό άντρα όπως ο Οργκόν να την παντρευτεί».

Η Ιζαμπέλλα Φούλοπ για Μαριάννα: «Ο πατέρας μου θέλει να με παντρέψει με τον Ταρτούφο. Αυτό δημιουργεί τεράστια αναστάτωση στο σπίτι. Εκεί αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε ότι έχει χαθεί εντελώς το μέτρο με τον Οργκόν, και πόσο είναι έτοιμος να δώσει τα πάντα, ακόμα και το παιδί του». Φωτ.: Σίσσυ Μόρφη
Η Μαυρίδου περιγράφει τον Ταρτούφο ως έναν άνθρωπο με σκοτεινό παρελθόν, «έναν κακοποιό που έχει κάνει χίλια δυο πράγματα», όπως λέει και το ίδιο το έργο. «Αυτό σημαίνει πως έχει τη δύναμη να πείθει. Είναι ένας άνθρωπος με ισχυρή γοητεία», εξηγεί.
Η δύναμη της γυναικείας φωνής στον Μολιέρο
Η συζήτηση περιστρέφεται στη γυναικεία παρουσία του έργου και στη θέση της Ελμίρα μέσα στην κοινωνία της εποχής. Η Έλενα Μαυρίδου επισημαίνει ότι είναι πολύ προοδευτικό το ότι μια γυναίκα καλείται να σταθεί απέναντι σε μια τόσο ισχυρή φιγούρα, να αντιδράσει και να ανατρέψει.
Ο Γιάννης Τσορτέκης συμφωνεί και τοποθετεί την παρατήρηση αυτή μέσα σε ένα ιστορικό πλαίσιο: «Εκείνη την εποχή, το γεγονός ότι οι γυναικείοι ρόλοι παίζονταν από γυναίκες ήταν κάτι κοσμογονικό. Υπήρχε μια εισαγωγή ηθοποιών από την Ιταλία και την Ισπανία, στα πρώιμα χρόνια της δημιουργίας του γαλλικού θεάτρου. Το ότι γυναίκες ανέβαιναν στη σκηνή, και μάλιστα προερχόμενες από την Ιταλία, είναι καταδεικτικό του πόσο άμεσα συνδέονταν με την commedia dell’ arte και πόσο ακέραια την εισήγαγαν στη Γαλλία, τη στιγμή ακριβώς που το θέατρο εκεί άρχιζε να δομείται».

Ιζαμπέλλα Φούλοπ, Χριστίνα Τσάφου. Φωτ.: Σίσσυ Μόρφη
Η Μαυρίδου βρίσκει ιδιαίτερη γοητεία στον τρόπο που ο Μολιέρος «πλέκει» πολλές διαφορετικές φωνές μέσα στο έργο. «Το ωραίο με τον Μολιέρο», λέει, «είναι ότι μέσα στο ίδιο έργο χωρούν πολλές οπτικές. Υπάρχει και η υπηρέτρια, η φωνή του λαού: σαρκαστική, διορατική, με χιούμορ. Αυτό για μένα είναι ένα στοίχημα. Πώς μπορεί σήμερα να υπάρξει ένας τέτοιος ρόλος; Ένας σύγχρονος “κομπέρ”, ένας θεατρικός κλόουν που βρίσκεται ταυτόχρονα μέσα και έξω από τη δράση, σχολιάζοντας όσα συμβαίνουν».
Τα μηνύματα του έργου στη σύγχρονη εποχή
Αναπόφευκτα η συζήτηση έρχεται στη σύγχρονη εποχή και και το αν ακούγονται οι φωνές μας σήμερα. Ο Γιάννης Τσορτέκης είναι κατηγορηματικός: «Κανένας δεν ακούγεται. Ούτε Ταρτούφος υπάρχει πια, ούτε Οργκόν. Υπάρχει μια απόγνωση, μια ανάγκη να υπάρξεις αφού υπάρξει κάποιος άλλος».
Η Μαυρίδου εξηγεί πως μέσα σε αυτό το πλαίσιο, δημιουργήθηκε και στη σκηνική εκδοχή μια «διπλή σχέση». «Υπάρχει η Ντορίν», λέει, «αλλά υπάρχει και ένας βουβός υπηρέτης δίπλα της, ένας άνθρωπος που τα βλέπει όλα, αλλά δεν μπορεί να πει κουβέντα. Ουσιαστικά, είναι ένας μάρτυρας όσων συμβαίνουν. Δουλεύουν σαν ντουέτο, αλληλοσυμπληρώνονται. Η Ντορίν είναι η φωνή, κι εκείνος η σιωπή που βλέπει».
Ο Τσορτέκης επεκτείνει τη σκέψη αυτή, συνδέοντας το έργο με τη σημερινή κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα:
«Ιστορικά, ποτέ δεν υπήρξε περιθώριο να ακουστεί καμία φωνή. Το επιβεβαιώνει η ιστορία. Και αυτό το σύμπτωμα επαναλαμβάνεται, είτε μιλάμε για Τραμπ, Νετανιάχου ή Πούτιν, οι μηχανισμοί παραμένουν ίδιοι. Όμως μέσα στην ιστορία υπάρχουν πάντα κινήματα. Κινήματα που γεννιούνται από την ανάγκη του ανθρώπου να αντιδράσει».

Φωτ.: Σίσσυ Μόρφη
Φέρνοντας την κουβέντα στο σήμερα, ο ηθοποιός κάνει μια πιο σκληρή, πολιτική αναφορά: «Αν κοιτάξουμε λίγες δεκαετίες πίσω, θα δούμε ότι ο κόσμος συνταρασσόταν με τον ίδιο τρόπο, αδυνατώντας να αντιδράσει. Τότε είχαμε την παντοκρατορία ενός Χίτλερ. Πρόσφατα έπεσε το μάτι μου σε ένα βιβλίο, “Δοσίλογοι”. Μας αφορά αυτό. Γιατί τότε υπήρχαν άνθρωποι που πρόσφεραν γη και ύδωρ σε άθλια υποκείμενα, δικοί μας άνθρωποι. Ο διπλανός μας. Οι ίδιοι μηχανισμοί, απλώς με διαφορετικά πρόσωπα. Και σήμερα, οι απόγονοι αυτών των ανθρώπων μπορεί να βρίσκονται γύρω μας».
Και συνεχίζει με ένα σχόλιο που επαναφέρει το έργο στον πυρήνα του: «Στον “Ταρτούφο” υπάρχει αυτό το σύμπτωμα ακέραιο. Όλοι λένε στον Οργκόν “ξύπνα”, κι εκείνος δεν ξυπνά. Γιατί δεν ακούει. Το έργο γράφτηκε για να μας πει ακριβώς αυτό: ότι ο Οργκόν δεν ακούει κανέναν. Κι αυτό είναι το πιο ανθρώπινο απ’ όλα. Ο άνθρωπος ακούει μόνο όταν φτάσει στα άκρα, όταν δει την κατάρρευση μπροστά στα μάτια του».

Χριστίνα Τσάφου, Ιωάννα Παππά, Έλενα Μαυρίδου. Φωτ. Σίσσυ Μόρφη
Από αυτό το σημείο, η σκέψη του πηγαίνει ξανά στο σήμερα: «Αναρωτιέμαι πόσο εμείς σήμερα δεν ακουγόμαστε ή πόσο θέλουμε να μιλήσουμε. Γιατί όποιος θέλει πραγματικά να μιλήσει, ακούγεται. Ίσως δεν έχουμε βρει ακόμα τον τρόπο, τον κώδικα, τη γλώσσα, για να ακουστεί αυτή η φωνή, αλλά σίγουρα εκπαιδευόμαστε γι’ αυτό».
Κλείνοντας, επισημαίνει πως ο «Ταρτούφος» είναι, τελικά, ένα έργο για την επικοινωνία και την αφύπνιση:
«Το έργο μιλά γι’ αυτό, για το πώς να μάθουμε να μιλάμε, αλλά και πώς να μάθουμε να ακούμε. Από τη μία πλευρά έχουμε τον Οργκόν, που πρέπει να μάθει να ακούει, κι από την άλλη τη φωνή των άλλων γύρω του. Οι φωνές υπάρχουν, όπως και στις κοινωνίες μας σήμερα. Το ζήτημα είναι πώς θα φτάσουμε να τρυπήσουμε τους τοίχους, για να ακουστούμε πραγματικά».

Φωτ.: Σίσσυ Μόρφη
Η θέση του έρωτα στον Ταρτούφο
Μέσα σε όλα αυτά, στο έργο υπάρχει και η ρομαντική πλευρά, εκείνη που αφορά τους νεότερους ήρωες, τους ερωτευμένους, που λειτουργούν ως η πιο εύθραυστη και αθώα φωνή. «Είναι η κόρη, Μαριάννα και ο Βαλέριος, οι νέοι που θέλουν να είναι μαζί, αλλά δεν τους αφήνουν», εξηγεί η Μαυρίδου. «Υπάρχει αυτό το κλασικό μοτίβο, όπως και στον “Ρωμαίο και την Ιουλιέτα”, δύο άνθρωποι που αγαπιούνται και γύρω τους ένας κόσμος που εμποδίζει αυτή την ένωση».

Σόλων Τσούνη για Βαλέριο: «Εγώ, διεκδικώ τη Μαριάννα, και εκεί ξεκινά η σύγκρουση. Ζούμε αυτό το δράμα, το κομμάτι του έργου που αφορά την αγάπη και τον έρωτα». Φωτ.: Σίσσυ Μόρφη
«Με ενδιαφέρει να φωτίσω αυτό το κομμάτι λίγο περισσότερο», λέει. «Να δείξω πώς ο έρωτας, μέσα από μια απογύμνωση, μπορεί να ξεσκεπάσει την υποκρισία. Οι ερωτευμένοι στην κλασική κωμωδία είναι πάντα αθώοι, τρέχουν, παλεύουν, μπλέκουν σε κωμικές καταστάσεις, αλλά μέσα από αυτήν την ενέργεια υπάρχει μια δύναμη, η δύναμη του συναισθήματος, που στο τέλος γυμνώνει την ψευτιά του κόσμου γύρω τους».
Αναφέρει ότι σκοπεύει να το αναδείξει και σκηνοθετικά: «Θέλω αυτό να λειτουργήσει σαν μια μικρή “παράβαση” μέσα στην παράσταση. Μια στιγμή καθαρή, πιο κοντά στο εδώ και τώρα. Όπου ο έρωτας, με όλη τη δύναμή του, ξεγυμνώνει όχι μόνο τους ίδιους τους ήρωες, αλλά και την κοινωνία που τους περιβάλλει».
«Ταρτούφος σήμερα είναι η Κυβέρνηση»
Συνεχίζοντας την ανάλυση του έργου, ο Γιάννης Τσορτέκης λέει πως, ήδη από την πρώτη λέξη του έργου, αρχίζει να χτίζεται γύρω από τον Ταρτούφο μια παραμυθία, ένα μυθολογικό περίγραμμα, έτσι που όταν τελικά εμφανίζεται να μοιάζει κοσμογονικό γεγονός.
«Κι όμως, όταν τον δούμε, δεν είναι κανένα τέρας με πέντε πόδια, δεκαεννιά χέρια και τριάντα τρεις γλώσσες, αλλά ένας απλός άνθρωπος». Και σε εκείνο το σημείο εδώ περνάει στο σήμερα: «Ο Ταρτούφος πια δεν είναι ο διπλανός μας, αλλά ο μηχανισμός από πάνω μας, η κυβέρνηση, το σύστημα».

Φωτ.: Σίσσυ Μόρφη
Και εξηγεί ότι όπως ένας Οργκόν στηρίζει τον Ταρτούφο και για υπό υφίσταται, έτσι και στη σημερινή εποχή κάποιοι τοποθετούν, τροφοδοτούν και συντηρούν του κυβερνώντες. Κάποια στιγμή όμως θεωρεί ότι ξαφνικά όσοι πρέπει θα πάνε φυλακή.
Και θυμίζει πως ο Μολιέρος κλείνει «τόσο απλά και τόσο απότομα»: «Ναι, κύριε, στη φυλακή», κι εκεί ξυπνά ο Οργκόν, κι από εκεί «τρέχει το πράγμα. Δε μας αφορά το “μετά”, αλλά το “μέχρι εκεί”», λέει.
Η Έλενα Μαυρίδου παίρνει τη σκυτάλη και ομολογεί ότι αυτό το απόλυτο και γρήγορο τέλος την «ερεθίζει σκηνοθετικά». Τονίζει ότι εκεί θα επικεντρωθεί, στον τρόπο που «κλείνει ο κύκλος». Παρατηρεί πως «πολύ γρήγορα» μπαίνουν όλα στη θέση τους και το έργο τελειώνει. «Μοιάζει σαν να τελειώνει απότομα», λέει. Αυτό της δίνει την ευκαιρία να συνομιλήσει με τις δικές της σκέψεις για τους χαρακτήρες.
«Όσο υπάρχουν πανηγύρια…»
Ο Τσορτέκης συνεχίζει με τη σκέψη του στο σήμερα, λέγοντας ότι αυτό που ζούμε είναι μια «transit» κατάσταση μια ενδιάμεση ζώνη, «σαν να είσαι στο αεροπλάνο. Δεν υπάρχεις πουθενά, ούτε εδώ ούτε εκεί». Κατά τη γνώμη του, αυτή η αίσθηση μετέωρου διατρέχει «από την πρώτη μέχρι την τελευταία λέξη» του Ταρτούφου.
Υποστηρίζει πως η ιστορία διδάσκει ότι κάποια στιγμή θα επιστρέψουμε στην αρχή: «Όπως πήγαμε από το μουλάρι και το άλογο στη μηχανή», λέει χαρακτηριστικά, «με τον ίδιο τρόπο θα επιστρέψουμε στο γαϊδούρι». Το θεωρεί νομοτέλεια: «Ο καπιταλισμός υπερβαίνει τα όριά του, τελειώνει, δεν έχει άλλο να εκμεταλλευτεί και ο άνθρωπος που τον έφτιαξε «δεν μπορεί να τον υποστηρίξει».

Φωτ.: Σϊσσυ Μόρφη
Σε αυτό το σημείο τη σκυτάλη παίρνει η Έλενα Μαυρίδου: «Υπάρχει μια οικουμενική, ρομαντική θεώρηση ότι η φύση κάποια μέρα μπορεί να μας εκδικηθεί. Αυτές οι θεωρίες έχουν ενδιαφέρον, γιατί μας βάζουν να σκεφτούμε, ίσως, ότι η φύση έχει έναν βαθμό συνείδησης, μια αίσθηση του τι συμβαίνει πάνω στη γη».
Τη χαρακτηρίζει ως «μια ρομαντική οικολογική θεωρία», που την ελκύει, αλλά δεν ξέρει αν την πιστεύει απόλυτα: «Όσο μεγαλώνουμε, βέβαια, βλέπουμε κι εμείς οι ίδιοι τα σχήματα να επανέρχονται. Ίσως να υπάρχει ένας μεγαλύτερος κύκλος που μας εμπεριέχει όλους».
Από εκεί περνάει και πάλι στο μεγάλο ερώτημα της πίστης: «Όπως και στον Ταρτούφο, το ζήτημα είναι σε τι θα πιστέψεις. Πού σε καλεί να στραφεί η πίστη σου; Σε ποια θεώρηση; Είναι μια ρομαντική οικολογική θεώρηση; Μια κβαντική, εκλαϊκευμένη θεωρία; Ή η οργανωμένη θρησκεία που σου δίνει την παρηγοριά;
Και τότε ο Γιάννης Τσορτέκης παρεμβαίνει: «Όσο υπάρχουν πανηγύρια, δεν κινδυνεύουμε από τίποτε». Εξηγεί πως τα πανηγύρια είναι η πιο καθαρή μορφή συνάντησης, η ζωντανή απόδειξη ότι ο άνθρωπος εξακολουθεί να χρειάζεται τον άλλον.

Ο Πάρις Μέξης διορθώνει το κοστούμι της Ιωάννας Παππά. Φωτ.: Σίσσυ Μόρφη
«Βλέπω στα χωριά νέο κόσμο, παιδιά από μικρές ηλικίες, να θέλουν με σφοδρότητα να εμπλακούν, να βρεθούν, να κοινωνικοποιηθούν. Αυτό είναι μαγικό: να αγκαλιαστούν, να χορέψουν, να ακούσουν ζωντανή μουσική, όποια κι αν είναι, με αυτή να φτιαχτούν, να ερωτευτούν, να ταξιδέψουν».
Και καταλήγει με βεβαιότητα: «Είναι η ανάγκη του ανθρώπου να βρεθεί, να αγκαλιαστεί. Ποιο AI και ξε-ΑΙ…»



