Σε μια αποστροφή του λόγου του ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης (ΣΚΑΪ, 22/10) ανέφερε ότι πρέπει να διακρίνουμε μεταξύ «καλού» και «κακού» αντισυστημισμού, και εξήγησε ότι πρέπει να κατανοήσουμε τα αιτήματα όσων υποδεικνύουν την ανάγκη βελτιώσεων, αλλά να παρεμπιδόσουμε τον παραλογισμό μιας ισοπεδωτικής λογικής.
Άλλα πρόσωπα, διατελέσαντες σε θέσεις ανώτατης ηγετικής ευθύνης (Α. Σαμαράς, Κ. Καραμανλής, Α. Τσίπρας, Ε. Βενιζέλος) επιχειρηματολογούν, για διαφορετικούς λόγους, ότι η χώρα απειλείται από επικείμενη (εθνική, θεσμική ή κοινωνική) κρίση. Βρίσκεται, πράγματι, το πολιτικό σύστημα σε ένα τέτοιο κομβικό σημείο στο οποίο θα δοκιμαστεί, χωρίς να έχει ικανότητα αντίδρασης, και άρα θα καταρρεύσει;
Ένα πολιτικό σύστημα κατά τον David Easton μετασχηματίζει τις εισροές αιτημάτων και δημοσίων προβλημάτων σε εκροές αποφάσεων και δημόσιων πολιτικών σε μια κυκλική διαδικασία κατά την οποία υπάρχει ανατροφοδότηση.
Ο βαθμός αποτελεσματικότητας των πολιτικών διεργασιών και των κυβερνητικών δράσεων ενισχύει την στήριξη και εμπιστοσύνη, άρα και τη νομιμοποίηση, ενώ διαμορφώνονται νέα αιτήματα για περαιτέρω βελτιώσεις.
Για να το θέσουμε απλά, ένα πολιτικό σύστημα λειτουργεί όπως ένας υπολογιστής. Χρειάζεται τακτικό «upgrade» των μηχανικών μερών του (δηλαδή, των θεσμών του), αλλά και του λογισμικού του (των δημοσίων πολιτικών), ενώ η καλή λειτουργία του εξαρτάται και από τις δεξιότητες του χρήστη (δηλαδή, των πολιτικών υποκειμένων).
Η Ελλάδα πριν από κάθε άλλο ευρωπαϊκό σύστημα αντιμετώπισε μια πρωτόγνωρης κλίμακας δοκιμασία για την σταθερότητα του πολιτικού συστήματος λόγω της επαπειλούμενης χρεοκοπίας και της δραματικής πολιτικής κρίσης που ακολούθησε.
Έπειτα από ένα εκ βάθρων «upgrade», έχουν αποκατασταθεί οι βασικές προϋποθέσεις για τη βιωσιμότητα του κράτους (δημοσιονομική ισορροπία, μείωση του χρέους, προάσπιση της εθνικής κυριαρχίας, λειτουργικότητα δημοσίου τομέα), αλλά και η ανθεκτικότητα της δημοκρατίας (περιθωριοποίηση των ευθέως αντικοινοβουλευτικών δυνάμεων).
Για να συμβεί αυτό, συχνά παραβλέπουμε ότι οι βασικοί πολιτικοί δρώντες, μεταξύ των οποίων και οι κ.κ. Σαμαράς, Βενιζέλος, Τσίπρας παρά τις ουσιώδεις ιδεολογικο-πολιτικές διαφορές τους, εμπράκτως προστάτευσαν την ισορροπία («equilibrium») του συστήματος από τις συνέπειες μιας άτακτης χρεοκοπίας και της εξόδου από την ευρωζώνη.
Δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό, καθώς την περίοδο 1989-1990 συγκροτήθηκαν δύο κυβερνήσεις συνεργασίας (Τζανετάκη και Ζολώτα) με την στήριξη παρατάξεων με ιστορικές και βαθιές διαφορές για την προώθηση της κάθαρσης και την αντιμετώπιση των σοβαρών οικονομικών προβλημάτων της εποχής. Διαφορετικά η χώρα πιθανόν να είχε την εξέλιξη της Ιταλίας στην οποία η αποκάλυψη της διαφθοράς προκάλεσε την απαξίωση των κομμάτων εξουσίας και μια μακρά περίοδο κυβερνητικής αστάθειας.
Κατά συνέπεια, τα επιχειρήματα ότι επίκειται κρίση και η χώρα δεν είναι «διακυβερνήσιμη» απηχούν κάποια πολιτική στόχευση, αλλά δεν τεκμηριώνονται από τα θεμελιώδη της σημερινής κατάστασης του κράτους, ούτε από τη δοκιμασμένη ικανότητα των ηγεσιών να προστατεύσουν το σύστημα per se, παρά τις ουσιώδεις διαφορές τους.
Πρέπει να κατανοήσουμε ότι έχει μεταβληθεί η νομιμοποιητική βάση της κυβέρνησης με κύριο διακύβευμα την αποτροπή μιας νέας οικονομικής κρίσης. Αυτό εξηγεί τη διατήρηση της εκλογικής επιρροής της συμπολίτευσης σε επίπεδα 30%, και την αδυναμία άλλων πολιτικών δυνάμεων να προβάλλουν ως εναλλακτικά κόμματα εξουσίας.
Η διαπίστωση αυτή δεν σημαίνει ότι έχουμε κυβέρνηση MVP, καθώς εξακολουθούν να βρίσκονται σε εκκρεμότητα σοβαρές «αναβαθμίσεις» και «συγχρονισμός» στις λειτουργίες της κυβέρνησης και του δημόσιου τομέα, καθώς και σε πολιτικές οι οποίες θα επιλύσουν τις συνέπειες της κρίσεις στις κοινωνικο-οικονομικές ανισότητες και την ποιότητα των δημόσιων υπηρεσιών.
Όσο η κυβέρνηση αντιμετωπίζει την κριτική συλλήβδην ως αντισυστημική και λαϊκιστική, θα εντείνεται το πρόβλημα της αντιπροσώπευσης και της λογοδοσίας, και οι εκροές αποτελεσμάτων θα υπολείπονται των πραγματικών και θεμιτών απαιτήσεων του εκλογικού σώματος.
Είναι, λοιπόν, παρήγορο ότι ο πρωθυπουργός αντιλαμβάνεται ότι υπάρχει «καλός» αντισυστημισμός, γιατί η συστημική ισορροπία δεν σημαίνει στασιμότητα, αλλά απαιτεί διαρκή εγρήγορση και λήψη αποφάσεων για περισσότερα παραδοτέα σε μια γενικά ευνοϊκή οικονομική συγκυρία.
Η ευθύνη, όμως, αντικειμενικά υπάρχει και στην αντιπολίτευση, η οποία με ικανό δημοκρατικό έλεγχο και εναλλακτικές προτάσεις πρέπει να «υποχρεώσει» την κυβέρνηση να καλύψει πολλές από τις υστερήσεις σε δείκτες που παραμένουν κολλημένοι στο 2008.
Το εκλογικό σώμα παραμένει ο συν-πηδαλιούχος ο οποίος θα δώσει τις βασικές κατευθύνσεις με την τακτική της ψήφου την οποία θα διαμορφώσει έως τις επόμενες εκλογές, αλλά και την καθημερινή θετική ή αρνητική ανταπόκρισή του σε όσα θετικά ή αρνητικά χαρακτηρίζουν την κυβερνητική δράση.
Καταληκτικά, το πολιτικό σύστημα διέρχεται χαμηλότερης κλίμακας προκλήσεις για την ισορροπία του συγκριτικά προς όσα συμβαίνουν σε άλλα προηγμένα συστήματα στα οποία είναι πλέον ορατές οι απειλές (ο Φάρατζ στη Βρετανία, το AfD στη Γερμανία, η λεπενική ακροδεξιά στη Γαλλία).
Δεν πρέπει να υποτιμούμε το αίσθημα ευθύνης της πολιτικής τάξης εάν πράγματι αντιμετωπίσουμε έκτακτες καταστάσεις, όπως και την ικανότητα της πλειονότητας των πολιτών να κατανοήσουν πότε συντρέχουν πραγματικές συνθήκες κρίσης και των κατάλληλων αποφάσεων.
Η κρίση ωρίμασε την κοινωνία, και οι πολιτικές ηγεσίες, αντί να διαγκωνίζονται για την υστεροφημία τους, πρέπει να ανταποκριθούν εμπράκτως στο βασικό διακύβευμα της βιωσιμότητας του κράτους και της ανθεκτικότητας της δημοκρατίας, το οποίο αποτελεί τη νομιμοποιητική βάση της σημερινής και της επόμενης κυβέρνησης.



