Η προσέγγιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην παροχή διεθνούς προστασίας βασίζεται στο Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου (CEAS) έχοντας ως νομικό υπόβαθρο τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 σχετικά με το Καθεστώς των Προσφύγων.
Την τελευταία δεκαετία, ωστόσο, εξαιτίας της συστηματικής κατάχρησης των συστημάτων ασύλου και της δυσανάλογης διοικητικής επιβάρυνσης τους, το υφιστάμενο πλαίσιο δέχεται διεθνώς πρωτοφανείς πιέσεις και επικρίνεται ολοένα και περισσότερο ως ανεπαρκές.
Από τα επιρρεπή σε μεταναστευτικές κρίσεις σύνορα της Μεσογείου μέχρι τις προκλήσεις ένταξης στον αστικό ιστό της Κεντρικής Ευρώπης, η διαχείριση της παράνομης μετανάστευσης αποκαλύπτει ρωγμές, εγείροντας ένα άβολο ερώτημα: Είναι εύλογο μια διεθνής Σύμβαση (όπως και το αναθεωρημένο της πρωτόκολλο του 1967) που υπογράφτηκε λίγα χρόνια μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου να θεωρείται επίκαιρη δεσμεύοντας κράτη προκειμένου τα τελευταία να δέχονται στα εδάφη τους άτομα και να εξετάζουν τα αντίστοιχα αιτήματα ασύλου, ακόμη και όταν αυτά τα άτομα παρακάμπτουν πολλές άλλες ασφαλείς χώρες στην πορεία;
Οι Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις μετά την καταστροφική πολιτική των ανοιχτών συνόρων και της αφελούς προσέλκυσης ανεξέλεγκτων μαζικών αφίξεων από το 2015 και ύστερα, αντιλαμβάνονται πλέον ότι το μεταναστευτικό εκτός από ανθρωπιστικό ζήτημα είναι ταυτόχρονα θέμα εθνικής ασφαλείας και κοινωνικής συνοχής. Αυτή η μετατόπιση οπτικής αντανακλά ταυτόχρονα μια αυξανόμενη απογοήτευση για το ισχύον διεθνές δίκαιο, το οποίο ορισμένοι θεωρούν ξεπερασμένο σε σχέση με τις τρέχουσες διεθνείς εξελίξεις.
Συνακόλουθα, η Σύμβαση της Γενεύης, και ειδικά ο τρόπος ερμηνείας της, συχνά θεωρείται εμπόδιο στην εφαρμογή της εθνικής πολιτικής των ευρωπαϊκών κρατών και ανάχωμα στην εθνική κυριαρχία τους, ιδιαίτερα σε μια περίοδο όπου η μετανάστευση έχει μετατραπεί σε πολιτικό εργαλείο και, σε ορισμένες περιπτώσεις, σε «όπλο» που χρησιμοποιείται για την εκβιαστική επίτευξη γεωπολιτικών συμφερόντων.
Eίναι χαρακτηριστικό, εξάλλου, ότι χώρες όπως η Λευκορωσία και η Τουρκία έχουν κατά καιρούς σκόπιμα χειραγωγήσει τις μεταναστευτικές ροές για να δοκιμάσουν τα όρια των ευρωπαϊκών συνόρων αποβλέποντας σε οφέλη οικονομικής και διπλωματικής φύσεως.
Η Σύμβαση της Γενεύης φαίνεται, όμως, να «σιωπά» σχετικά με αυτές τις δυναμικές, εντείνοντας περαιτέρω τις συζητήσεις σχετικά με την επάρκειά της.
Ειδικότερα, η συγκεκριμένη Σύμβαση κυρώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1950 έχοντας ως στόχο να αντιμετωπίσει τις διώξεις που υφίσταντο άτομα από κρατικούς παράγοντες για πολιτικούς, θρησκευτικούς, φυλετικούς, εθνοτικούς και κοινωνικούς λόγους εντός της Ευρώπης.
Στο επίκεντρο εκείνης της εποχής βρέθηκαν οι πολιτικοί αντίπαλοι, οι διαφωνούντες, οι εξορισθέντες και αποσκιρτήσαντες από το ανατολικό μπλοκ, οι οποίοι στην πλειονότητά τους λάμβαναν άσυλο αμέσως μετά την υποβολή του σχετικού αιτήματός τους στις χώρες της Δύσης.
Οι σημερινές μεταναστευτικές ροές, ωστόσο, είναι πολύ πιο περίπλοκες, συχνά με ανάμεικτα κίνητρα, διαπεριφερειακές μετακινήσεις και απότοκο της επιρροής εξίσου κρατικών και μη κρατικών φορέων.
Το γεγονός αυτό καθιστά τους στενούς ορισμούς της Σύμβασης ολοένα και πιο ασύμβατους με τη σύγχρονη πραγματικότητα, εγείροντας το ερώτημα εάν η τρέχουσα ερμηνεία της Σύμβασης έχει γίνει περισσότερο νομική ευθύνη παρά προστατευτικό εργαλείο.
Συγκεκριμένα, στον 21ο αιώνα, η συντριπτική πλειοψηφία των μεταναστών που φτάνουν στην Ευρώπη προέρχονται από περιοχές χωρίς ιστορικούς δεσμούς με την ήπειρο.
Οι αιτούντες άσυλο από τη Μέση Ανατολή, την υποσαχάρια Αφρική και τη ζώνη του Σαχέλ, ακόμα και τη Λατινική Αμερική μολονότι έχουν διασχίσει νωρίτερα ασφαλείς τρίτες χώρες με λειτουργικά συστήματα διεθνούς προστασίας αποφασίζουν να μετακινηθούν και στην ουσία να υποβάλλουν άσυλο με γνώμονα τις κοινωνικές παροχές και το κράτος πρόνοιας της εκάστοτε χώρας υποδοχής.
Βέβαια, παράγοντες προσέλκυσης (pull factors) για τους μετανάστες μπορεί να είναι εξίσου η κοινή γλώσσα, το παρόμοιο πολιτισμικό υπόβαθρο, η ίδια θρησκεία και οι κοινότητες διασποράς αλλά η εμπειρία από την μεταναστευτική κρίση της τελευταίας δεκαετίας δείχνει ότι όσο μεγαλύτερα τα κοινωνικά προνόμια και η επιδοματική πολιτική ενός κράτους τόσο πιθανότερο αυτό να καταστεί μαγνήτης για τους αιτούντες άσυλο.
Κρίσιμο είναι ότι η Σύμβαση της Γενεύης δεν προσφέρει κάποια διάταξη για τη διαχείριση αυτού του τύπου ενδοευρωπαϊκής μετακίνησης, έχοντας συνταχθεί για έναν κόσμο όπου το άσυλο ήταν μια διαδικασία από σημείο σε σημείο και όχι μέρος ενός πολυεπίπεδου διεθνούς συστήματος.
Επιπρόσθετα, η Σύμβαση της Γενεύης, αν και ιστορικά θεμελιώδης, φαίνεται όλο και λιγότερο να ευθυγραμμίζεται με τη φύση των σύγχρονων δυνάμεων εκτοπισμού. Με άλλα λόγια, αδυνατεί να συμπεριλάβει επαρκώς τους αναδυόμενους παράγοντες της αναγκαστικής μετανάστευσης όπως είναι η κλιματική αλλαγή, οι περιβαλλοντικές καταστροφές ή γενικευμένη βία που ασκείται από μη κρατικούς φορείς — όλοι σημαντικοί παράγοντες που συμβάλλουν στον παγκόσμιο εκτοπισμό, αλλά πέρα από το αρχικό πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης.
Ομοίως, οι ανάγκες προστασίας που προκύπτουν από τη βία λόγω φύλου, τις διώξεις ΛΟΑΤΚΙ+, την εμπορία παιδιών ή τη χρήση ψηφιακής επιτήρησης από αυταρχικά καθεστώτα αναγνωρίζονται μόνο εν μέρει —αν όχι καθόλου— εντός της νομικής δομής της Σύμβασης.
Μια επιπλέον κραυγαλέα έλλειψη της Σύμβασης είναι η εκκωφαντική «σιωπή» της αναφορικά με τους μηχανισμούς επιστροφής. Ενώ περιγράφει και προσδιορίζει με σαφήνεια, δηλαδή, το δικαίωμα των ατόμων να αναζητούν διεθνή προστασία, δεν προσφέρει κάποιο πλαίσιο για τη διαχείριση όσων οι αιτήσεις τους απορρίπτονται τελεσίδικα.
Έτσι, στη σημερινή πραγματικότητα- όπου ένα σημαντικό μέρος των αιτήσεων ασύλου απορρίπτεται- αυτή η ανισορροπία οδηγεί σε πολιτικές και κοινωνικές αντιδράσεις. Αυτό συμβαίνει επειδή πολλοί απορριφθέντες αιτούντες άσυλο παραμένουν σε νομικό κενό, καθώς η έλλειψη διμερών συμφωνιών ή η απροθυμία των χωρών προέλευσης να συνεργαστούν, καθιστούν τον επαναπατρισμό των ανωτέρω στις χώρες τους τουλάχιστον προβληματικό.
Και ως εκ τούτου η απογοήτευση της κοινής γνώμης αυξάνεται καθώς οι ευρωπαίοι φορολογούμενοι χρηματοδοτούν άτομα που, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία και το ενωσιακό δίκαιο, δεν έχουν νομική βάση για να παραμείνουν στα ευρωπαϊκά εδάφη.
Ελλείψει, λοιπόν, συναίνεσης ως προς την ομοιόμορφη εφαρμογή της, οι χώρες που έχουν προχωρήσει στην κύρωση της Συμβάσεως προσπαθούν να καλύψουν τα νομοθετικά κενά και τις επιχειρησιακές αποκλίσεις με εθνικές λύσεις.
Αυτό, όμως, έχει οδηγήσει σε νομικό κατακερματισμό και δημιουργία ενός ετερόκλιτου δικτύου προστασίας, τη στιγμή που ορισμένα κράτη έχουν υιοθετήσει συμπληρωματικούς μηχανισμούς όπως για παράδειγμα είναι το καθεστώς «επικουρικής προστασίας» κατόπιν της σχετικής Οδηγίας της ΕΕ ή της «ανθρωπιστικής προστασίας».
Αυτή, λοιπόν, η πεπερασμένη λειτουργικότητα της Σύμβασης συνεπάγεται την εμφάνιση νομικών γκρίζων ζωνών— τα οποία εκμεταλλεύονται λαθρέμποροι, διακινητές, ακόμη και άτομα που χειραγωγούν σκόπιμα τη διαδικασία ασύλου.
Ορισμένοι αιτούντες, για παράδειγμα, καταστρέφουν ταξιδιωτικά έγγραφα, αποκρύπτουν την ταυτότητά τους ή κατασκευάζουν αφηγήσεις για να ενισχύσουν τις πιθανότητες επιτυχίας τους. Και μολονότι ορισμένες από αυτές τις ενέργειες μπορεί να έχουν τις ρίζες τους στην απόγνωση και την απέλπιδα προσπάθεια για ένα καλύτερο μέλλον, την ίδια στιγμή διαβρώνουν την εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης και ενισχύουν τη ρητορική κάποιων κυβερνήσεων περί άμεσης αναθεώρησης του υπάρχοντος συστήματος.
Συμπερασματικά, στην καρδιά της σημερινής δυσλειτουργίας της παροχής διεθνούς προστασίας βρίσκεται η απουσία ενός ενιαίου, σύγχρονου πλαισίου απονομής ασύλου σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση — ένα κενό που έχει επιτρέψει μεγάλες αποκλίσεις στις εθνικές διαδικασίες ασύλου και στις νομικές ερμηνείες.
Αυτός ο νομικός κατακερματισμός έχει ευνοήσει άμεσα το φαινόμενο του Asylum shopping, όπου οι αιτούντες περιπλανιόνται στο σύστημα αναζητώντας κράτη μέλη με υψηλότερα ποσοστά αναγνώρισης, πιο γενναιόδωρες παροχές κοινωνικής πρόνοιας ή ταχύτερους χρόνους επεξεργασίας.
Μόνο που τέτοιες ανισότητες όχι μόνο υπονομεύουν την αρχή της ίσης μεταχείρισης, αλλά και δίνουν κίνητρα για παράτυπες δευτερογενείς μετακινήσεις σε ολόκληρη τη Ζώνη Σένγκεν.
Εν κατακλείδι, η Σύμβαση της Γενεύης, κάποτε ορόσημο του μεταπολεμικού ανθρωπισμού, τώρα βρίσκεται υπό πίεση υπό το βάρος των γεωπολιτικών πραγματικοτήτων του 21ου αιώνα.
Ενώ οι αρχές της παραμένουν ηθικά ηχηρές, η δομή της αποσυνδέεται ολοένα και περισσότερο από την πολύπλοκη φύση του σύγχρονου εκτοπισμού και τις πολιτικές απαιτήσεις που αντιμετωπίζουν τα ευρωπαϊκά κράτη.
Η σιωπή της Σύμβασης σχετικά με τους μηχανισμούς επιστροφής, η αδυναμία της να λάβει υπόψη τους μη παραδοσιακούς παράγοντες της αναγκαστικής μετανάστευσης και το άκαμπτο νομικό της πεδίο εφαρμογής έχουν δημιουργήσει χώρο για αποκλίνουσες εθνικές ερμηνείες και διαδικαστικές ασυνέπειες.
Αυτά τα κενά όχι μόνο έχουν ενθαρρύνει την «κατάχρηση ασύλου» και την παράτυπη μετακίνηση, αλλά έχουν επίσης διαβρώσει την εμπιστοσύνη των Ευρωπαίων πολιτών στην αναγκαιότητα της διεθνούς προστασίας, γεγονός που συνιστά και τη μεγαλύτερη σύγχρονη αποτυχία στον τομέα διαχείρισης της μετανάστευσης.



