Σκέφτομαι συχνά πως από το 2008 έως και την πανδημία του κορωνοϊού δεν πέρασαν σχεδόν δεκαπέντε χρόνια αλλά σε συμπύκνωση μια μετάβαση ολόκληρου αιώνα.

Από τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, που έδειξε με τον πλέον τραγικό τρόπο την ευαλωτότητα του πολίτη απέναντι στο κρατικό μονοπώλιο της βίας, έως τη βαθιά οικονομική και πολιτική κρίση που ακολούθησε για να καταστρέψει κάθε μεταπολιτευτική ασφάλεια (ή αυταπάτη), γίναμε κυριολεκτικά άλλοι άνθρωποι.

Και η υγειονομική κρίση του COVID μετέφερε την εξωτερική επισφάλεια βαθιά μέσα μας: για πρώτη ίσως φορά μετά το AIDS (την τελευταία μεγάλη πανδημία των 44 εκ. θυμάτων) η ανθρωπότητα βίωσε τον φόβο ενδοφλεβίως και κυτταρικά.

Μια από τις επιπτώσεις αυτής της τραυματικής βίωσης των πολλών συγκλονισμών σε μικρό χρόνο ήταν και ένα γενικευμένο αίσθημα απάθειας που διαπέρασε το κοινωνικό σώμα.

Σε αντίθεση με την περίοδο των πλατειών και των αγανακτισμένων, ξαφνικά, με άλλοθι την επιδίωξη ή τη διαφύλαξη μιας κανονικότητας (που να σας πω την αλήθεια δυσκολεύομαι κάπως να τη δω) αρχίσαμε να συμφιλιωνόμαστε με τα πάντα. Το προσφυγικό μοιάζει ανύπαρκτο στις καθημερινές συζητήσεις καφενείου – ποιος άλλωστε να νοιαστεί αν το Αιγαίο γεμίζει πτώματα όταν το ΕΣΠΑ συνεχίζει να στέλνει χρήματα;

Οι γυναικοκτονίες είναι απλώς κάτι «χτυπήματα» στη ροή των ειδησεογραφικών ιστοσελίδων και τα έμφυλα ζητήματα γενικώς μια υπόθεση αποφοίτων του Παντείου. Ακόμα και η ραγδαία αύξηση των τιμών αντιμετωπίζεται με στωικότητα – ποιος μπορεί εξάλλου να τα ελέγξει αυτά τα πράγματα; Δεν έχει περάσει άλλωστε πολύς καιρός από τότε που συμβιβαστήκαμε με τις ακραίες τιμές της ενέργειας, αποδίδοντάς τες βολικά στον πόλεμο στην Ουκρανία.

Κάπως έτσι όλο και περισσότερο πλέον τους δρόμους του κέντρου της πόλης δεν τους κλείνουν διαδηλωτές για σοβαρά κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα, αλλά αθλητικές δραστηριότητες. Οι μαραθώνιοι, ποδηλατικοί αγώνες και λοιπά

δρώμενα είναι πλέον πιο συχνά από τις πορείες. Με εξαίρεση τη μεγάλη διαδήλωση για τα Τέμπη τον περασμένο Φεβρουάριο, ένα περίεργο νέφος κοινωνικής ειρήνης μοιάζει να σκεπάζει την πόλη, ακολουθώντας την ακατάπαυστη επέλαση τραπεζοκαθισμάτων και διαμερισμάτων βραχυχρόνιας μίσθωσης.

Σε αυτό το φόντο, η σημερινή πανελλαδική απεργία μοιάζει να αποτελεί ένα σοβαρό στοίχημα. Μπορεί ένα σκληρό νομοσχέδιο, όπως αυτό για τα εργασιακά, να κινητοποιήσει ξαφνικά την κοινωνία;

Πριν είκοσι χρόνια το ερώτημα θα ήταν ρητορικό, καθώς παρόμοιες απειλές σε κεκτημένα δικαιώματα αντιμετωπίζονταν αυτονόητα με έντονες κοινωνικές αντιδράσεις. Σήμερα ωστόσο τίποτα δεν είναι δεδομένο. Με την εξαίρεση ενός πυρήνα συνδικαλιστών, η συνολική κοινωνία μοιάζει αδιάφορη απέναντι σε αυτές τις μορφές της αντίδρασης.

Την ίδια στιγμή που, δημοσκοπικά τουλάχιστον, εκφράζεται ανησυχία και δυσαρέσκεια, τα αισθήματα αυτά δεν φαίνεται να βρίσκουν διέξοδο, παραμένοντας μια αόριστη (κι ως εκ τούτου ακίνδυνη για την εξουσία) γκρίνια.

Εντελώς συμπτωματικά, η 1η Οκτωβρίου είναι η ημερομηνία της κυκλοφορίας του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου του Καρλ Μαρξ. Το magnum opus του μεγάλου στοχαστή έθεσε τις βάσεις, αν και θεωρητικό έργο, για μια περίοδο έντονης ανάπτυξης και δυναμικής παρουσίας του εργατικού κινήματος. Αυτό που πέτυχε ο Μαρξ είναι να συμφιλιώσει δύσκολες οικονομικοπολιτικές αναλύσεις με ένα ξεκάθαρο πρόταγμα κοινωνικής δράσης.

Ό,τι δηλαδή λείπει σήμερα. Αυτή η έλλειψη, εξάλλου, είναι που έχει κάνει κυρίαρχο στον δημόσιο λόγο το κλισέ περί ανίσχυρης (αν όχι ανύπαρκτης) αντιπολίτευσης. Διότι η απουσία μιας πειστικής απάντησης στο «γιατί» των προβλημάτων ή στο «πώς» των λύσεων μεταφράζεται εντέλει ως ανυπαρξία πολιτικής πράξης.