Καμιά φορά η κύστη θυμώνει κι άλλοτε κάνει επίσχεση ούρων, άλλοτε συχνουρία εξαιτίας όσων τραβάει από τον διογκωμένο προστάτη της. Να μια εικόνα από την ουρολογία που περιγράφει τη σχέση της κοινωνίας με τον προστατευτικό της καπιταλισμό, διότι, ανατομικά μιλώντας, η Δημοκρατία μας είναι “α-προστάτευτη” παρά την φημολογούμενη επιστροφή του Δημητριάδη στο Μαξίμου.

Τέτοια τρελά μου έρχονται στο νου ακούγοντας τις αισιοδοξίες του Μητσοτάκη προς μια κουρασμένη κοινωνία σε ασύγγνωστη κατάθλιψη, όπου η ιδιωτική δυσαρέσκεια δεν μετατρέπεται σε θυμό απλούστατα διότι ο «προστάτης» την έχει πείσει πως μπορεί να γυμνάζει την κύστη της πίνοντας πολλά νερά μπροστά στην τηλεόραση.

Μου έρχονται όμως και λογικά πράγματα στο μυαλό όταν βλέπω στο τέλος του μήνα την σύνταξή μου, ή όταν η πολιτική μου σκευή ως “ζώου πολιτικού” καταλήγει σε συμφέρουσες όσο και ταπεινωτικές επιλογές στα Λιντλ ή σε νεύρα μπροστά στο εξελιγμένο σμάρτφον που αποσπά την προσοχή από την επιβεβεβλημένη μελέτη θανάτου, υποκαθιστώντας την με τα αμελητέα “αμελέτητα” του σκουπιδοχώρου.

Και επειδή μόνον οι γέροι και οι φυλακισμένοι έχουν πλέον χρόνο να διαβάσουν, θα έπρεπε να ακολουθήσω την συμβουλή του Μαρκ Φίσερ για να ξανακερδίσω τον χρόνο μου:
«Μόνον οι φυλακισμένοι έχουν πια χρόνο για να διαβάσουν οπότε, αν θέλετε να καταπιαστείτε με ένα εικοσαετές κρατικά χρηματοδοτούμενο ερευνητικό πρόγραμμα, θα πρέπει να σκοτώσετε κάποιον»..

Ο Φίσερ όμως αυτοκτόνησε νεότατος και έτσι απάντησε στο, κατά τον Καμύ, κορυφαίο φιλοσοφικό πρόβλημα (την αυτοκτονία) χωρίς να προλάβει να λάβει το γέρας του γήρατος και προφανώς χωρίς να ακολουθήσει μιαν άλλη απόφανση του Καμύ: “Γράφω για να αποφύγω το έγκλημα.”

Με την” Ακύρωση του μέλλοντος”, ο Φίσερ φαίνεται ότι κατάλαβε πως ο περιβόητος αλτουσεριανός τίτλος ” Το μέλλον διαρκεί πολύ,” έχει ήδη συμβεί, διότι το μέλλον έχει ακυρωθεί πριν καν γίνει μέλλων διαρκείας. Και καλά ο Φίσερ, εμείς οι εν ζωή, έχουμε πειστεί/ πιστέψει πως κάθε “εναλλακτική” είναι αδύνατη και πως το κεφάλαιο δεν παρακάμπτεται παρά μόνο με ένα πιο έξυπνο κεφάλαιο, του συναισθήματος (διαφημίσεις και τηλεπαιχνίδια σε αγαπησιάρικη ατμόσφαιρα).

«Δεν είναι μόνον ότι οι άνθρωποι υιοθετούν ορισμένες πεποιθήσεις, αλλά μάλλον ότι οι πεποιθήσεις των ανθρώπων αντανακλούν τον τρόπο με τον οποίο συντίθενται οι κοινωνικές δυνάμεις».
Εξού και οι δημοσκοπήσεις κάθε τρεις και λίγο.Τα ερωτήματα που θέτουν οι δημοσκόποι τα έχουν ήδη απαντήσει οι ίδιοι ως ερωτώμενοι.

Χημεία του εγκεφάλου( δυσφορία) – Φτώχεια ( Λιντλ) – Ψηφοφόρος (MRB) και ιδού πώς οι ιδιοφυείς νεοφιλελεύθερες δημοκρατίες και οι ιδιοφυέστεροι συνταγματολόγοι τους, διαιωνίζουν τη

«Μεγάλη αυταπάτη» (Ζαν Ρενουάρ) και τις «Χαμένες αυταπάτες» (Μπαλζάκ).

«Ακύρωση του μέλλοντος» πάει να πει απαγορεύεται και να αυταπατάσαι: Να διαβάζεις λογοτεχνία. Να βλέπεις προπολεμικό σινεμά. Να κατανοείς το παρόν μέσα από δυο σπουδαία ομόλογα βιβλία: Την “Ανθρώπινη κωμωδία” και το “Κεφάλαιο”.

Ουτοπία; Μπροστά στην δυσχρονία, ασφαλώς ουτοπία. Μα πόσες φορές και με ποιον άλλο τρόπο θα το πω; «Σαν να ανοίγεις φύλλο», γράφει η ποιήτρια της «Ρήξης». «Η ζωή, όσο την μελετά κανείς, εκπτύσσεται και λεπταίνει».

Προχωρά η κοινωνία με την metaphora για τυρόπιτες; Ναι, αλλά το μπελαλίδικο φύλλο πρέπει ν’ ανοίγεται στο χέρι, όπως ένα γραπτό.

Εκείνο λοιπόν το «γονάτισε και θα πιστέψεις» του Πασκάλ, σημαίνει άραγε «ταπεινώσου» (γονάτισε) και θα πιστέψεις μετά, ή ότι επειδή ήδη θέλεις να πιστεύεις, γονατίζεις; Ή, πάλι, μπορεί να στέκεσαι όρθιος και απέναντι και παραταύτα να πιστεύεις; Ή, τίποτα από αυτά όπου, σύμφωνα με τον Δάντη: «Εάν πέσω, δεν θα πέσω στα γόνατα». Πέσε όμως πρώτα, ντε! Δείξε τους πως ξέρεις να χάνεις χωρίς να ταπεινώνεσαι. Ή μήπως χασούρα- κέρδος είναι το ίδιο νόμισμα;

Η πίστη είναι το κρίσιμο όλες τις φορές. Πίστεψες πως έτσι θα πάει η ζωή σου με την προστατίτιδα σε μια κοινωνία που καρκινοβατεί. Είσαι ήδη ο εγκαλούμενος από την ιδεολογία.

Κι αυτό που η ιδεολογία σου ζητά, είναι να πράττεις ως εάν να πίστευες. Το ζήτημά σου (και η ζωή σου) διακυβεύεται σ’ εκείνο το «ως εάν», δηλαδή στο “τάχα”. Μέχρι τώρα ο καπιταλισμός σε εγκαλούσε «ως εάν» να είσαι ψηφοφόρος ή πολίτης. Από τότε όμως που ο «καπιταλιστικός ρεαλισμός» απάντησε στο παλαιό λενινιστικό «Τι να κάνουμε;», με το «Να πιστεύουμε», η αυταπάτη της αλλαγής μένει για τον Κουτσούμπα. Εσύ, ενώ ενδέχεται να θεωρήσεις γελοίο αυτό που καλείσαι να κάνεις και διερωτάσαι γιατί, παρόλα αυτά το κάνεις. Με μια ύπουλη εξάπλωση του επιχειρηματικού ιδιώματος, «αντικαθιστάς την φυσική σου γλώσσα με το tic toc. Δεν υπολογίζεις πως σήμερα το κεφάλαιο επιζητά να εκμεταλλευτεί την κοινωνικότητα σου σε όλους τους τομείς της εργασίας. Όταν όλοι γινόμαστε “ανθρώπινο κεφάλαιο” δεν έχουμε απλώς μια δουλειά, δεν κάνουμε απλώς μια δουλειά, είμαστε η δουλειά».

«Και δεν αντιλαμβάνεσαι τις συνέπειες για εκείνη την περίεργη υπαρξιακή κατάσταση όπου η εξάντληση καταλήγει σε αϋπνία και υπερδιέγερση (όσο κουρασμένοι κι αν είμαστε, υπάρχει ακόμα χρόνος για ένα ακόμη κλικ) και η απόλαυση συνυπάρχει με το άγχος (η ανάγκη να ελέγξουμε τα μέιλ μας, για παράδειγμα, είναι ταυτόχρονα ένα εργασιακό καθήκον και ένας λιβιδινικός καταναγκασμός, μια ψυχαναλυτική ορμή που δεν ικανοποιείται ποτέ, όσα μηνύματα και αν λάβουμε).»

Αυτά διάβαζα και απορούσα για την λιβιδινική προσκόλλησή μου στο σμάρτφον ως εάν να είχε φτάσει ο καιρός να αναφωνήσω το μαλλαρμικό: «Η σάρκα αλίμονο είναι θλιβερή και έχω διαβάσει όλα τα βιβλία»

ΥΓ.

Αυτές τις μέρες πριν 9 χρόνια, πέθανε ο Δημήτρης Μαρωνίτης. Μεγάλος ελληνιστής, ευαίσθητος άνθρωπος, σκληρό καρύδι. Κανείς δεν τον θυμάται.

«Οι σύντροφοι τέλειωσαν με τη σειρά,
με χαμηλωμένα μάτια. Τα κουπιά τους
δείχνουν το μέρος που κοιμούνται στ’ ακρογιάλι.

Κανείς δεν τους θυμάται. Δικαιοσύνη.»