Πώς μπορούμε να αξιολογήσουμε το Σύνταγμα 50 χρόνια μετά από την θέσπισή του; Στο πρόσφατο συνέδριο του Κύκλου Ιδεών στο Ζάππειο, άκουσα πολλούς εκλεκτούς συναδέλφους νομικούς και ιστορικούς να συμπεραίνουν ότι το Σύνταγμά μας πέτυχε. Παρατηρώντας ότι κατά τα τελευταία 50 χρόνια η χώρα απέφυγε τις αποτυχίες του κοινοβουλευτισμού που ζήσαμε την περίοδο μετά τον πόλεμο, έκριναν ότι το ισοζύγιο είναι θετικό. Εφόσον η χώρα μας δεν έζησε παρασύνταγμα, δεν έφτιαξε στρατόπεδα συγκεντρώσεως για αντιφρονούντες, δεν είχε διώξεις πολιτικών αντιπάλων, αποστασίες και εξαγορές βουλευτών, ή πραξικοπήματα, τότε το Σύνταγμα, λένε, πέτυχε τον στόχο του.
Έχω διαφορετική άποψη, την οποία διατύπωσα περιληπτικά στο συνέδριο αυτό. Το κριτήριο επιτυχίας του συντάγματος δεν θα πρέπει να αφορά μόνο τον κοινοβουλευτισμό και την αρχή της δεδηλωμένης. Το κριτήριο επιτυχίας μας το εξήγησε ο Αριστόβουλος Μάνεσης, ο οποίος έλεγε ότι το συνταγματικό δίκαιο είναι η «τεχνική της πολιτικής ελευθερίας». Το κριτήριο της επιτυχίας του Συντάγματος είναι να καταφέρνει να οργανώσει και προστατεύσει την πολιτική ελευθερία των πολιτών, τόσο στις σχέσεις των πολιτών μεταξύ τους όσο και στις σχέσεις τους με το κράτος.
Ως τεχνική των θεσμών, το Σύνταγμα πρέπει να προσαρμόζεται στις ιστορικές συνθήκες με ευελιξία, αλλά και να οδηγεί το πολιτικό σύστημα σε δίκαιες και δημοκρατικές λύσεις. Αυτό πρέπει να ισχύσει σε εμάς όπως ακριβώς ισχύει και στην Γερμανία, την Γαλλία ή την Αγγλία. Αυτό νομίζω εννοούσε ο Μάνεσης. Η θεωρία ότι εμείς είμαστε «ειδική» περίπτωση χώρας, με δήθεν τοπικά και «ειδικά» προβλήματα με την βασιλεία, ή τον στρατό ή τους «συμμορίτες» ή την Τουρκία απέναντί μας, είναι μια θεωρία χωρίς βάση στην ιστορία μας. Ακριβώς τις ίδιες προκλήσεις είχαν και η Γαλλία και η Ιταλία, που επίσης εξελίχθηκαν από ολιγαρχικές προς πιο δημοκρατικές κοινωνίες τον εικοστό αιώνα (π.χ. με εμφύλιο πόλεμο και ισχυρά κομμουνιστικά κόμματα, αλλά και με παλαιούς ανταγωνιστές στα σύνορά τους).
Η Ελλάδα είναι αναπόσπαστο τμήμα της πολιτικής ιστορίας της Δυτικής Ευρώπης με όλα όσα αυτό συνεπάγεται. Όσοι από εμάς έχουμε ζήσει μεγάλα διαστήματα στην Δυτική Ευρώπη το καταλαβαίνουμε από πρώτο χέρι. Οι αδυναμίες μας είναι οικουμενικές αδυναμίες, υπάρχουν παντού. Είναι λάθος λοιπόν να λέμε ότι είμαστε μια δήθεν εξαιρετική περίπτωση καθυστερημένης νεωτερικότητας. Το ίδιο καθυστερημένη ήταν η προσαρμογή της Γερμανίας και της Ιταλίας, για να μην αναφερθούμε στην άτυχη Πολωνία ή την Ουγγαρία. Οι χώρες όμως αλλάζουν, μόνο αν το θέλουν.
Πρέπει συνεπώς να ξεκινήσουμε από την παρατήρηση ότι την δεκαετία του 50 οι Ευρωπαϊκοί θεσμοί άλλαξαν ριζικά. Οι χώρες της Δυτικής Ευρώπης έφτιαξαν νέα συνταγματικά δικαστήρια σε Γερμανία και Ιταλία, επέκτειναν ριζικά το κοινωνικό κράτος, έφτιαξαν πλήθος ανεξάρτητων διοικητικών αρχών, ρύθμισαν την χρηματοδότηση και λογοδοσία των κομμάτων αλλά και ρύθμισαν την ιδιωτική ιδιοκτησία οργανώνοντας τον δημόσιο χώρο και τις υποδομές με πλήρη χωροταξικά σχέδια που κάλυπταν όλη τη χώρα, όχι μόνο τις πόλεις και προστάτεψαν το περιβάλλον. Οι ευρωπαϊκές χώρες επίσης μοιράστηκαν την κυριαρχία τους τόσο στην τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα όσο και το Συμβούλιο της Ευρώπης με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου – με το παράλληλο κτίσιμο διεθνών πολυμερών θεσμών και έμφαση στο κοινωνικό κράτος, την ανοικτή οικονομία και το κράτος δικαίου.
Οι χώρες αυτές πήραν στα σοβαρά το αίτημα της πολιτικής και κοινωνικής ισότητας, ακούγοντας τα αιτήματα του εργατικού κινήματος. Ξεπέρασαν την ολιγαρχική λογική του κράτους του 19ου αιώνα και όπως έχουν εξηγήσει πολλοί οικονομολόγοι, οδήγησαν μέσω της ισότητας ευκαιριών, ακολουθώντας το αγγλικό μοντέλο ελεύθερης αγοράς, και του κοινωνικού κράτους, που αναπτύχθηκε παράλληλα στην Βρετανία αλλά και την Γερμανία και Γαλλία μετά τον πόλεμο, στο οικονομικό θαύμα της οικονομικής ανάπτυξης της Ευρώπης καθ’ όλη την μεταπολεμική περίοδο. Στην Ευρώπη η ανοικτή κοινωνία υπήρξε παράγοντας οικονομικής ισχύος και ανάπτυξης.
Δυστυχώς εμείς δεν παρακολουθήσαμε αυτές τις εξελίξεις, ή το κάναμε μόνο αποσπασματικά (αν και είμασταν από τα πρώτα κοινοβουλευτικά συστήματα στην Ευρώπη ήδη από το 1844 και το κοινοβούλιό μας είναι αρχαιότερο από αυτό της Γερμανίας, το οποίο ξεκίνησε το 1848 στην τότε Πρωσία). Την αμέσως μεταπολεμική περίοδο κυριάρχησαν σε εμάς το εμφύλιο μίσος και οι διώξεις ενώ οι συντηρητικές κυβερνήσεις έστελναν τους διαφωνούντες στην Μακρόνησο. Δυστυχώς δεν είχαμε συντηρητικούς πολιτικούς σαν τον Κόνραντ Αντενάουερ ή προοδευτικούς σαν τον Βίλλυ Μπραντ, που εργάστηκαν για την συμφιλίωση Δεξιάς και Αριστεράς, καθολικών και προτεσταντών, Γερμανών και Γάλλων.
Φτάσαμε στο σημείο εθνικής συμφιλίωσης με τριάντα χρόνια καθυστέρηση το 1974, πιστεύω με μεγάλη ευθύνη των ηγετών της συντηρητικής παράταξης, που δεν φάνηκαν άξιοι των περιστάσεων. Την μεταπολεμική περίοδο στήσαμε ένα ολιγαρχικό κράτος, μόνο επιφανειακά δημοκρατικό.
Σε κάθε περίπτωση το Σύνταγμα του 1975 έλυσε τα προβλήματα της δεκαετίας του 1960, προβλήματα όμως που είχαν ήδη ξεπεραστεί αλλού στην Ευρώπη. Τα δεδομένα όμως προχώρησαν πολύ γρήγορα για μας. Το 1981 μπήκαμε στην ΕΟΚ ενώ το 2001 ενταχθήκαμε στο Ευρώ. Το θεσμικό μας περιβάλλον άλλαξε οριστικά εφόσον η οικονομία μας και τα σύνορά μας άνοιξαν προς την Ευρώπη. Περάσαμε από την περίοδο μια κλειστής οικονομίας στην περίοδο μιας Ευρωπαϊκής διακυβέρνησης, ή του «Ευρωπαϊκού Κεκτημένου». Εκεί βρίσκεται η αρχή της οικονομικής μας κρίσης.
Ο Βαγγέλης Βενιζέλος μίλησε εύστοχα στο συνέδριο του Κύκλου Ιδεών για το «επαυξημένο σύνταγμα», δηλαδή το ελληνικό σύνταγμα αυξημένο με τους κανόνες του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Η παρατήρηση είναι ολόσωστη: το δίκαιο της ΕΕ έχει πλέον συνταγματικό ρόλο στην έννομη τάξη των κρατών μελών. Στην περίπτωση της Ελλάδας όμως το δίκαιο της ΕΕ ζήτησε από εμάς πράγματα που ήταν εξαιρετικά δύσκολο να γίνουν. Η πολιτική και η κοινωνία δεν προσαρμόστηκαν στις νέες ανάγκες, παρά τις προειδοποιήσεις των οικονομολόγων την περίοδο που μπήκαμε στο ευρώ. Συμπεριφερθήκαμε για χρόνια, ιδίως την περίοδο 2004-2009, σαν να μην έχει αλλάξει τίποτε. Αυτό μας οδήγησε στην χρεοκοπία του 2010. Η ένταξη στο Ευρώ σήμανε αλλαγές που το πολιτικό σύστημα δεν μπόρεσε να αφομοιώσει εγκαίρως, και που ίσως να μην έχει ακόμα αφομοιώσει, (όπως δείχνει το εύρος και βάθος του πρόσφατου σκανδάλου στις αγροτικές επιδοτήσεις).
Η συμμετοχή στην ΕΕ προϋποθέτει από τα κράτη μέλη της ότι έχουν – λίγο ως πολύ -τους μεταπολεμικούς θεσμούς της πολιτικής ελευθερίας, όπως π.χ. ισχυρό κράτος δικαίου, ανεξάρτητα δικαστήρια, ικανή ανώτατη δημόσια διοίκηση, έντιμη τοπική αυτοδιοίκηση, έλλογη διαχείριση του χώρου μέσω της χωροταξίας, την προστασία του περιβάλλοντος μέσα από μια διαρκή επιστημονική αξιολόγηση των δεδομένων, αξιόπιστα πολιτικά κόμματα.
Δυστυχώς η χώρα μας δεν απέκτησε τους θεσμούς αυτούς την περίοδο 1981 με 2001. Μπήκαμε στην Ευρωζώνη με τεράστια θεσμικά κενά, που δεν μπορέσαμε να αναπληρώσουμε. Ελάχιστοι πολιτικοί ηγέτες αντιλήφθηκαν τα κενά αυτά. Ένας από αυτούς ήταν ο Κώστας Σημίτης, ο οποίος έκανε ό,τι μπορούσε για να εκσυγχρονίσει τη διοίκηση, τις τράπεζες, την παιδεία αλλά και την εξωτερική μας πολιτική.
Το συμπτώματα αυτών των θεσμικών κενών της χώρας τα βλέπουμε όμως μόνο περιστασιακά, όταν κάποιο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ή ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας εντοπίσει κάποια παραβίαση του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Είναι εντυπωσιακό πόσες αποφάσεις αυτές αφορούν συστημικά προβλήματα της ελληνικής δημόσιας ζωής. Τα ποιοτικά χαρακτηριστικά αυτών των θεσμικών κρίσεων δείχνουν την απόσταση του ελληνικού κράτους από το κράτος της πολιτικής ελευθερίας.
Έχουμε για παράδειγμα μια σειρά αποφάσεων για την προστασία του περιβάλλοντος και της χρήσης γης, από την ανυπαρξία προστασίας για τις περιοχές NATURA ή για την θαλάσσια χωροταξία ή για την διαχείριση των υδάτων, που δείχνουν πώς τα συμφέροντα των πολλών θυσιάζονται στα συμφέροντα των λίγων, μεγάλων εταιριών ενέργειας ή κατασκευών. Έχουμε την καταδίκη στην υπόθεση του «βασικού μετόχου» όπου το Δικαστήριο της ΕΕ δεν μπόρεσε να αποδεχθεί την αναλογικότητα της απαγόρευσης της συμμετοχής ιδιοκτήτη μέσου ενημέρωσης σε διαγωνισμούς για τα δημόσια έργα.
Η ελληνική κυβέρνηση δεν μπόρεσε να εξηγήσει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο πώς είναι δυνατόν η Ελλάδα να παίρνει μέτρα μόνο για την ενδεχόμενη διαφθορά των κατασκευαστικών εταιρειών, απαγορεύοντας την συμμετοχή τους σε δημόσιους διαγωνισμούς δημοσίων έργων όταν ήταν «βασικοί μέτοχοι» σε μέσα ενημέρωσης, ενώ αδιαφορούσε για το ευρύτερο πρόβλημα της πολιτικής επιρροής στους δημόσιους αυτούς διαγωνισμούς (άρα επέτρεπε διαφθορά άλλου είδους). Ο ελληνικός πολιτικός κόσμος δεν μπορούσε την δεκαετία του 1990 να διανοηθεί ότι στην ΕΕ τα πολιτικά πρόσωπα απαγορεύεται να εμπλέκονται με οποιονδήποτε τρόπο σε διαγωνισμούς δημοσίων έργων και ότι η εμπλοκή αυτή θεωρείται στην Ευρώπη όχι μόνο πράξη ανέντιμη αλλά και ποινικά κολάσιμη ως πράξη διαφθοράς και απιστίας.
Ένα άλλο παράδειγμα θεαματικής αποτυχίας της θεσμικής λογικής της χώρας μας είναι και η απόφαση 642/2017 της Επιτροπής Ανταγωνισμού η οποία κατά κάποιο τρόπο είναι το δεύτερο μέρος του σήριαλ «Βασικός Μέτοχος». Η Επιτροπή Ανταγωνισμού επέβαλε τεράστια πρόστιμα στις πιο μεγάλες ελληνικές κατασκευαστικές εταιρείες για την παραβίαση των υποχρεώσεών τους από το δίκαιο του ανταγωνισμού.
Η Επιτροπή Ανταγωνισμού βρήκε συντριπτικά στοιχεία σε βάρος τους – και οι εταιρείες το παραδέχθηκαν για να κερδίσουν επιεικέστερα πρόστιμα – ότι οι μεγάλες εταιρείες, ΑΚΤΩΡ, ΤΕΡΝΑ, ΙΝΤΡΑΚΑΤ και σχεδόν όλες οι άλλες εταιρείας 7ης τάξης εξαπατούσαν το δημόσιο σε πολλές και διάφορες περιπτώσεις την περίοδο 1983 έως τουλάχιστον το 2015 συμμετέχοντας με εικονικές προσφορές σε διαγωνισμούς, με σκοπό να μοιράσουν μεταξύ τους τα δημόσια έργα χωρίς πραγματικούς διαγωνισμούς. Πετύχαιναν έτσι πολύ υψηλότερες τιμές αλλά και πολύ χειρότερα αποτελέσματα για τον φορολογούμενο, εξαπατώντας το δημόσιο αλλά και την ΕΕ.
Σε οποιαδήποτε ευρωπαϊκή χώρα οι διευθυντές των εταιρειών αυτών, που ήταν ήδη στο στόχαστρο της δημοσιότητας, θα είχαν διωχθεί στα ποινικά δικαστήρια με το ερώτημα της διάπραξης σοβαρών οικονομικών εγκλημάτων μέσω του παράνομου και αποδεδειγμένου καρτέλ. Σε εμάς, η υπόθεση πέρασε στα ψιλά. Μάλιστα, η απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού είναι διατυπωμένη με πλήρη ανωνυμία, ώστε τα ονόματα των απατεώνων που πρωταγωνίστησαν σε αυτό έμειναν κρυμμένα από την δημοσιότητα. Κάποιοι από αυτούς τώρα ενδεχομένως διώκονται για άλλες απάτες από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, αυτήν τη φορά για την σύμβαση 717 περί εκσυγχρονισμού της σήμανσης των σιδηροδρόμων που ίσως συνέβαλε – έμμεσα – και στην τραγωδία των Τεμπών.
Όταν αποκαλύφθηκε η πραγματικότητα για τις κατασκευαστικές εταιρείες το 2017, ο πολιτικός κόσμος – στο σύνολό του – σιώπησε, ίσως επειδή το καρτέλ των κατασκευαστικών εταιρειών συνεχίζει να ελέγχει τα ΜΜΕ και τις ιστοσελίδες της χώρας. Τόσο οι δημοσιογράφοι όσο και οι πολιτικοί δίνουν την εντύπωση ότι φοβούνται να τα βάλουν με τις παντοδύναμες κατασκευαστικές εταιρείες, που συνεχίζουν να δεσπόζουν στην επιχειρηματική ζωή του τόπου – και φυσικά να παίρνουν δημόσια έργα, συχνά με απ’ ευθείας αναθέσεις ή με δήθεν διαγωνισμούς με έναν μόνον υποψήφιο. Είναι σαν η αποκάλυψη του παράνομου καρτέλ να μην μας έχει διδάξει τίποτα απολύτως.
Τελευταίο παράδειγμα θεσμικής κατάρρευσης είναι οι δύο αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του περασμένου Ιανουαρίου που αφορούν τις επαναπροωθήσεις μεταναστών στα σύνορα. Στις δύο αυτές αποφάσεις το δικαστήριο ομόφωνα έκρινε ότι οι βίαιες και προδήλως παράνομες απαγωγές, ληστείες και επαναπροωθήσεις αλλοδαπών που ζητούν άσυλο στα ελληνικά χερσαία και θαλάσσια σύνορα είναι προϊόν οργανωμένου σχεδίου με συστηματικά χαρακτηριστικά. Το δικαστήριο ομόφωνα – δηλαδή και με την σύμφωνη γνώμη του θαρραλέου Έλληνα δικαστή – υπονοεί ότι ο έλεγχος των βίαιων αυτών πράξεων βρίσκεται στην καρδιά της ελληνικής κυβέρνησης, ενώ έκρινε ότι τα ελληνικά δικαστήρια είναι στην ουσία ανύπαρκτα και γι αυτό δεν ζήτησε από τους αιτούντες την εξάντληση των εσωτερικών ενδίκων μέσων, αφού τα έκρινε χάσιμο χρόνου για την διερεύνηση των σχετικών κακουργημάτων.
Οι υποθέσεις αυτές – οι οποίες επιβεβαιώθηκαν πριν λίγες μέρες με την οριστική απόρριψη της έφεσης της ελληνικής κυβέρνησης σε δεύτερο βαθμό – είναι εξαιρετικά σημαντικές γιατί κατέρριψαν το αφήγημα της ελληνικής κυβέρνησης περί «μεμονωμένων» περιστατικών. Δεδομένου μάλιστα ότι οι πρακτικές του λιμενικού και η παράλειψη διάσωσης προσφύγων ίσως οδήγησαν στον θάνατο των 650 επιβατών του αλιευτικού «Αντριάνα» το 2023, και αυτό το θέμα εγείρει τεράστια ζητήματα για τις πρακτικές της ελληνικής κυβέρνησης και την επάρκεια της ελληνικής ποινικής δικαιοσύνης.
Η κατάρρευση του κράτους δικαίου στην Ελλάδα σήμερα είναι ένα ήδη διαπιστωμένο γεγονός. Όσο δυσάρεστο και αν είναι να το παραδεχτούμε, αυτή είναι η πραγματικότητα. Η διαρκής ροή τέτοιων αποφάσεων δεν είναι σύμπτωση. Δεν είναι μεμονωμένες δήθεν «παθογένειες». Είναι βασικό χαρακτηριστικό της βασικής δομής του. Το πολιτικό μας σύστημα είναι ένα πελατειακό, ολιγαρχικό, ή καλύτερα «παραταξιακό» κράτος, που αντιτίθεται προς το κράτος δικαίου. Γνωρίζουμε πλέον πολύ καλά την δομή του.
Το κύριο χαρακτηριστικό του «παραταξιακού κράτους» είναι ότι η κορυφή της ελληνικής διοίκησης είναι αυστηρά κομματική αλλά και αδιαφανής. Το κόμμα που κερδίζει – ή απλά η ηγεσία του – διορίζει χιλιάδες κομματικά στελέχη σε όλα τα σημαντικά πόστα της διοίκησης, της οικονομίας αλλά και της δικαιοσύνης. Η χώρα διοικείται από «μετακλητούς» και «αποσπασμένους» με απόλυτη μυστικότητα, που συνομιλούν μεταξύ τους και με όποιον άλλον θέλουν χωρίς καμία πιθανότητα εσωτερικών ελέγχων. Η άσκηση της εξουσίας είναι στην ουσία προφορική, χωρίς τύπους αλλά και χωρίς όρια.
Σε όλες τις άλλες χώρες της Ευρώπης η ανώτατη δημόσια διοίκηση είναι μόνιμη και αμερόληπτη, και διεξάγεται γραπτώς. Στην Δυτική Ευρώπη οι υπουργοί προσλαμβάνουν το πολύ δύο εξωτερικούς «ειδικούς συμβούλους» ο καθένας. Οι δομές της εξουσίας είναι σύννομες και διαφανείς. Στην Ελλάδα ο υπουργός και υφυπουργός προσλαμβάνουν δεκάδες «μετακλητούς» ίσως 40 και 50 και κυβερνούν ευσυνείδητα μόνο αν το επιθυμούν. Έτσι όμως η εκτελεστική εξουσία στην Ελλάδα έντονα κομματισμένη και παραταξιακή χωρίς καμία θεσμική εγγύηση χρηστής διοίκησης.
Αυτήν την ανυπαρξία ανώτατης διοίκησης και λογοδοσίας, αλλά και μακροπρόθεσμου προγραμματισμού στην Ελλάδα είναι κάτι που δεν μπορούσαν να το καταλάβουν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή πριν την κρίση και ήταν κάτι που το αντιληφθήκαμε με την έκθεση του ΟΟΣΑ για την ελληνική δημόσια διοίκηση το 2010. Στις χώρες της ΕΕ (αλλά και σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες) το κράτος διοικείται από μια μόνιμη διοικητική ιεραρχία. Ο Υπουργός συνεργάζεται με έμπειρα διοικητικά στελέχη που έχουν θεσμική μνήμη και φροντίζουν για την στρατηγική στόχευση της κυβέρνησης και την διοικητική συνέχεια από υπουργό σε υπουργό και κυβέρνηση και κυβέρνηση. Ο εκάστοτε υπουργός έχει ευθύνη για σημαντικές αποφάσεις και στρατηγική αλλά όχι για θέματα της καθημερινότητας.
Μη μπορώντας να στήσει ένα πραγματικά αμερόληπτο κράτος το Σύνταγμα του 1975 απέτυχε να προσαρμοστεί στην Ευρωπαϊκή θεσμική πραγματικότητα. Οι θεσμοί μας επέτρεψαν – όπως έκαναν και στην μεταπολεμική περίοδο – σε κυνικά και ιδιοτελή πρόσωπα, οικογένειες και εταιρείες να εγκαταστήσουν ένα παρα-θεσμικό σύστημα διακυβέρνησης, αδιαφανές και ανεξέλεγκτο, το οποίο επιβιώνει μοιράζοντας – κυριολεκτικά «στο μιλητό» – ευρωπαϊκές επιδοτήσεις και δημόσια έργα και εισπράττοντας δημοσιότητα που εξαργυρώνεται στις βουλευτικές εκλογές (με σταυρό προτίμησης σε τεράστιες εκλογικές περιφέρειες).
Δεν φταίνε όλοι το ίδιο γι αυτό. Πολλοί έντιμοι άνθρωποι προσπάθησαν να αλλάξουν την κατάσταση αυτή, από όλα τα κόμματα. Έχουμε κάνει σημαντικές προόδους τόσο στην οικονομία όσο και τους θεσμούς (π.χ, με σοβαρές ανεξάρτητες αρχές, τη Διαύγεια, τον Συνήγορο του Πολίτη, το ΑΣΕΠ, την ύπαρξη ανεξάρτητης ερευνητικής δημοσιογραφίας που αποκάλυψε τις υποκλοπές, τις Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις που κάνουν την κυβέρνηση να λογοδοτεί στο προσφυγικό και πολλά άλλα). Πολλά έχουν αλλάξει προς το καλύτερο. Συλλογικά όμως, αποτύχαμε.
Το πρόβλημα του ελλιπούς κράτους δικαίου καθώς και η εικόνα της διάχυτης διαφθοράς του πολιτικού κόσμου παραμένει το πιο σημαντικό συνταγματικό πρόβλημα της σημερινής Ελλάδας. Όσο συντομότερα κάνουμε αυτήν την επώδυνη διαπίστωση, τόσο πιο γρήγορα θα ξεκινήσουμε τις μεταρρυθμίσεις που θα καταργήσουν το ιδιόμορφο «παραταξιακό κράτος» των τελευταίων σαράντα χρόνων και θα αποκαταστήσουν το Σύνταγμά μας ως όχημα της πραγματικής πολιτικής ελευθερίας.
Ο κύριος Παύλος Ελευθεριάδης είναι καθηγητής νομικής στα πανεπιστήμια της Νέας Υόρκης και της Οξφόρδης και δικηγόρος στο Λονδίνο. Την περίοδο 2014-2016 ήταν στέλεχος στο Ποτάμι.



