Στη στρατηγική της Τουρκίας μετά τη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ και πώς θα κινηθεί μετά την νίκη της επί των αιτημάτων που πρόβαλε για να άρει το βέτο απέναντι στις υποψηφιότητες της Φινλανδίας και της Σουηδίας αναφέρεται άρθρο της ιστοσελίδας CHATHAM HOUSE. Το άρθρο εκφράζει την εκτίμηση ότι τα παζάρια θα συνεχιστούν με φόντο τόσο τις δύο σκανδιναβικές χώρες, όσο και τις ευρύτερες διεκδικήσεις της Άγκυρας.

Όπως αναφέρεται με τη νέα Στρατηγική Αντίληψη του ΝΑΤΟ να σχεδιάζεται για να αντιμετωπίσει ένα παγκόσμιο περιβάλλον ασφάλειας που καθορίζεται από τον ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων, ήταν βασικό για την Άγκυρα να διασφαλίσει ότι το θέμα της τρομοκρατίας δεν θα αποδυναμωνόταν, και έτσι το γεγονός ότι αυτό διατηρήθηκε ως ένα σημαντικό στοιχείο σε αυτή ήταν νίκη για την Τουρκία.

Παραμερίζοντας σημαντικά παγκόσμια θέματα όπως το κλίμα, η κυβερνοασφάλεια ή ο ανταγωνισμός στο διάστημα, είναι οι κρατο – κεντρικές και συμβατικές απειλές για την ασφάλεια αυτές που καθόρισαν τελικά το πνεύμα αυτού του εγγράφου, σημειώνει το δημοσίευμα.

Η Άγκυρα θα πιέσει περισσότερο

Το άρθρο εκτιμά πως προχωρώντας μπροστά, η Άγκυρα πιθανότατα θα χρησιμοποιήσει αυτό το έγγραφο –και το νέο της τριμερές μνημόνιο με τη Σουηδία και τη Φινλανδία– για να πιέσει το ΝΑΤΟ και τα μέλη του να παράσχουν περισσότερη υποστήριξη στον αγώνα της ενάντια στο Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (PKK) και να απόσχει από την υποστήριξη των Κούρδων της Συρίας του YPG και το συνδεδεμένο με αυτό Κόμμα Δημοκρατικής Ένωσης (PYD).

Ωστόσο, καθώς το PYD/YPG απαγορεύεται ως τρομοκρατική οργάνωση μόνο από την Τουρκία και όχι από κανένα άλλο κράτος του ΝΑΤΟ, αυτό το θέμα πιθανότατα θα συνεχίσει να προκαλεί ένταση στις σχέσεις – ειδικά με τις ΗΠΑ ως τον κύριο εταίρο της ομάδας.

Η σχέση Ρωσίας – Τουρκίας

Το δημοσίευμα συνεχίζει σημειώνοντας ότι με την εισβολή στην Ουκρανία, είναι κατανοητό ότι η ανατολική πλευρά έχει γίνει πρωταρχικό επίκεντρο της δράσης του ΝΑΤΟ, αλλά η Ρωσία αναμφισβήτητα δεν είχε ποτέ τόσο μεγάλη παρουσία στη Μεσόγειο, όντας σημαντικός παίκτης στη Συρία, τη Λιβύη και την ανατολική Μεσόγειο και διατηρώντας εξαιρετικά στενές σχέσεις με την Αλγερία και την Αίγυπτο – η Μόσχα έχει αεροπορικές και ναυτικές βάσεις στη Συρία, τη Λιβύη και την Αλγερία. Αλλά από τη ρωσική σκοπιά, η ανατολή και ο νότος δεν θεωρούνται ως δύο ξεχωριστοί χώροι αλλά ως ένας ενιαίος χώρος, και η Τουρκία είναι ένας σημαντικός παράγοντας και στους δύο.

Και προσθέτει ότι η Άγκυρα είναι ισχυρή δύναμη στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας, αλλά η Τουρκία και η Ρωσία βρίσκονται ήδη αντιμέτωπες σε πολλές μεσογειακές συγκρούσεις, ιδίως στη Συρία και τη Λιβύη. Και έτσι, ενόψει της συνεχιζόμενης περιφερειακής αστάθειας και αταξίας, της κατάρρευσης του κράτους και των αυξανόμενων ρωσικών και κινεζικών αποτυπωμάτων, η Τουρκία θέλει το ΝΑΤΟ να παραμείνει δεσμευμένο στη νότια πλευρά και στη νότια γειτονιά. Η έντονη έμφαση στη νότια γειτονιά, τη Μέση Ανατολή και την Αφρική, στο έγγραφο ήταν σύμφωνη με αυτή την προτίμηση.

Το ΝΑΤΟ είναι πιο ευρωπαϊκό, αλλά και πιο παγκόσμιο

Ως μέλος του ΝΑΤΟ, η Τουρκία χαιρετίζει τις συζητήσεις για την ευρωπαϊκή ασφάλεια που διεξάγονται σε επίπεδο ΝΑΤΟ και όχι σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Και πιστεύει ότι η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έδειξε ότι η ιδέα της ευρωπαϊκής στρατηγικής αυτονομίας στερείται περιεχομένου και δύναμης, τουλάχιστον προς το παρόν, αναφέρεται.

Και σημειώνεται ότι η εισβολή φαίνεται να έχει σβήσει αυτές τις συζητήσεις, και με τη Γαλλία – τον ​​κύριο υποστηρικτή της ιδέας – να μιλάει πολύ λιγότερο για αυτά τα σχέδια τώρα. Εκτός από την Πολωνία, ήταν τα μέλη του ΝΑΤΟ που δεν είναι μέλη της ΕΕ –δηλαδή οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Τουρκία– που ήταν πιο πρόθυμα από νωρίς να παράσχουν στην Ουκρανία στρατιωτικό εξοπλισμό, ειδικά πυραύλους και μη επανδρωμένα αεροσκάφη.

Ο ρόλος της ΕΕ

Προχωρώντας προς τα εμπρός, μια διαφορά προοπτικών και πολιτικών μεταξύ της ΕΕ και των μη μελών του ΝΑΤΟ στην ΕΕ όσον αφορά την προσέγγιση της ευρωπαϊκής ασφάλειας είναι πιθανό να φανεί στο προσκήνιο. Επιπλέον, η συζήτηση εντός της ΕΕ πρέπει να έχει περισσότερη σαφήνεια όσον αφορά τον ρόλο και τη θέση των τεσσάρων ευρωπαϊκών παραγόντων εκτός ΕΕ – του ΗΒ, της Τουρκίας, της Νορβηγίας και της Ουκρανίας. Αλλά ο ρόλος της Τουρκίας στην ευρωπαϊκή ασφάλεια στις συζητήσεις σε επίπεδο ΕΕ, συμπεριλαμβανομένου δυνητικού ρόλου της στην Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ) της ΕΕ, παραμένει απροσδιόριστος, σημειώνει ο αρθρογράφος.

Για να προσθέσει ωστόσο, ότι η εμπειρία της περιόδου Τραμπ και το ενδεχόμενο ενός άλλου προέδρου σαν τον Τραμπ στις ΗΠΑ σημαίνει ότι η δέσμευση των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ και στην ευρωπαϊκή ασφάλεια δεν μπορεί πλέον να θεωρείται δεδομένη.

Σε ένα τέτοιο σενάριο, τα κράτη της ΕΕ θα αναγκαστούν να διαδραματίσουν μεγαλύτερο ρόλο στην ευρωπαϊκή ασφάλεια – και το ίδιο σενάριο υπογραμμίζει περαιτέρω τη σημασία ενός δομημένου διαλόγου μεταξύ Τουρκίας και ΕΕ σχετικά με την ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφάλειας.

Η σύνθεση του ΝΑΤΟ γίνεται πιο ευρωπαϊκή

Σύμφωνα με το CHATHAM HOUSE, με την προοπτική ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας, την παρουσία των ηγετών της Αυστραλίας, της Νέας Ζηλανδίας, της Ιαπωνίας και της Νότιας Κορέας στη Μαδρίτη και την έμφαση στον συστημικό ανταγωνισμό με την Κίνα στη Στρατηγική Αντίληψη, το ΝΑΤΟ έχει γίνει πιο ευρωπαϊκό στη σύνθεση των μελών του, αλλά περισσότερο παγκόσμιο στη φιλοδοξία του, αυξάνοντας τους δεσμούς μεταξύ της ασφάλειας ανάμεσα στο Ευρωατλαντικό και την Ασία-Ειρηνικό. Αυτή η παγκοσμιοποίηση του ΝΑΤΟ είναι πιθανό να αυξήσει την ανάγκη για έναν ισχυρότερο ευρωπαϊκό πυλώνα εντός του ΝΑΤΟ, επομένως αυξάνει την ανάγκη για έναν πανευρωπαϊκό διάλογο για την ασφάλεια μεταξύ της ΕΕ και των ευρωπαϊκών δυνάμεων εκτός ΕΕ.

Τέλος, όπως ήταν αναμενόμενο, – τονίζει το άρθρο – η Ρωσία κατατάσσεται στην κατηγορία του εχθρού  από τη Στρατηγική Αντίληψη, γεγονός που μπορεί να επιβαρύνει τη σύνθετη σχέση της Τουρκίας με τη Ρωσία, καθώς και οι δύο χώρες έχουν αναπτύξει ανταγωνιστική συνεργασία μέσα από διαφορετικές ζώνες συγκρούσεων – Συρία, Λιβύη και Ναγκόρνο-Καραμπάχ –  τα τελευταία χρόνια. Μια ρήξη αυτών των δεσμών θα είχε σημαντικό κόστος για την Άγκυρα, αλλά ο τύπος της σχέσης Άγκυρας-Μόσχας που αναπτύχθηκε πριν από την εισβολή στην Ουκρανία είναι επίσης απίθανο να παραμείνει βιώσιμος.

Υπενθυμίζει δε ότι μετά το μεγάλο κόστος που είχε η Τουρκία για την αγορά των ρωσικών πυραυλικών συστημάτων S-400 – που προκάλεσαν επίσης τις κυρώσεις των ΗΠΑ ,CAATSA και την αποβολή της Τουρκίας από το πρόγραμμα μαχητικών αεροσκαφών F-35 – η Άγκυρα επένδυσε πρόσφατα περισσότερο χρόνο και ενέργεια για την κάλυψη των αμυντικών της αναγκών από δυτικές πηγές, όπως τα αεροσκάφη F-16 από τις ΗΠΑ και το σύστημα αεράμυνας SAMP/T από την Ιταλία και τη Γαλλία.

Η νέα συμφωνία με τη Σουηδία και τη Φινλανδία χρειάζεται ακόμα δουλειά

Στο δημοσίευμα σημειώνεται ότι η Τουρκία απέσπασε παραχωρήσεις τόσο από τη Σουηδία όσο και από τη Φινλανδία ως τίμημα για την έγκριση της υποψηφιότητάς τους για ένταξη στο ΝΑΤΟ σε μια συμφωνία που είδε το σκανδιναβικό δίδυμο να δεσμεύεται να περιορίσει σε μεγάλο βαθμό τις δραστηριότητες του PKK, να απέχει από την παροχή υποστήριξης στο PYD/YPG και να άρει το εμπάργκο όπλων στην Τουρκία που επιβλήθηκε μετά τη στρατιωτική επιχείρηση της Τουρκίας στη βορειοανατολική Συρία το 2019.

Και υπογραμμίζεται ότι τα ανταλλάγματα μεταξύ του Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και του προέδρου των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν βοήθησαν επίσης στο να σφραγίσουν τη συμφωνία μεταξύ της Τουρκίας και του σκανδιναβικού διδύμου, καθώς και στη βελτίωση της ατμόσφαιρας των σχέσεων Τουρκίας-ΝΑΤΟ/ΗΠΑ και επέτρεψαν στα υπάρχοντα και επίδοξα μέλη του ΝΑΤΟ να αναπνεύσουν ανακούφιση και επίδειξη ενότητας. Ο Μπάιντεν επανέλαβε τα δικά τουυποστήριξηγια την προσπάθεια της Τουρκίας να αγοράσει 40 νέα μαχητικά αεροσκάφη F-16 και την αναβάθμιση ακόμα 80, που ήδη διαθέτει η Άγκυρα από τις ΗΠΑ.

Ένας δρόμος με προβλήματα

Όπως εκτιμά το δημοσίευμα παρά την πρόοδο, ο δρόμος προς την πλήρη ένταξη για τη Σουηδία και τη Φινλανδία είναι ακόμα πιθανό να είναι γεμάτος προβλήματα καθώς τα πρωτόκολλα προσχώρησής τους πρέπει να επικυρωθούν από όλα τα μέλη του ΝΑΤΟ. Η Τουρκία θα προτιμούσε να καθυστερήσει αυτή τη διαδικασία, ώστε να τη χρησιμοποιήσει ως μοχλό πίεσης στο σκανδιναβικό δίδυμο να εφαρμόσει τις δεσμεύσεις του –ακόμη και να θέσει νέες απαιτήσεις πέραν της τριμερούς συμφωνίας.

Αλλά το όλο έπος σχετικά με την απειλή βέτο της Τουρκίας πιθανότατα κόστισε στην Άγκυρα την  καλή θέληση από πλευράς Στοκχόλμης και Ελσίνκι, δύο πρωτεύουσες που υποστήριξαν την προσπάθεια ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ. Και το ζήτημα της εφαρμογής είναι στενά συνδεδεμένο με το ζήτημα της ερμηνείας της συμφωνίας.

Σημειώνει ακόμα ότι η Στοκχόλμη και το Ελσίνκι πιθανότατα θα υιοθετούσαν μια μινιμαλιστική ερμηνεία της συμφωνίας, ενώ η Άγκυρα θα προτιμούσε μια μαξιμαλιστική εκδοχή. Ο Ερντογάν έχει ήδη ισχυριστεί ότι η Σουηδία δεσμεύτηκε να εκδώσει 73 άτομα με κατηγορίες για τρομοκρατία, αλλά η Στοκχόλμη το αρνήθηκε, λέγοντας ότι οποιοδήποτε αίτημα έκδοσης πρέπει να περάσει από τις δέουσες νομικές διαδικασίες.

Και καταλήγει τονίζοντας ότι αν και η απειλή του βέτο από την Τουρκία στην προσπάθεια ένταξης και των δύο χωρών έχει πλέον αρθεί, επιπλέον παζάρια και διαφωνίες μεταξύ της Τουρκίας και των δύο σκανδιναβικών χωρών, και επομένως περισσότερες καθυστερήσεις, είναι πιθανό να παραμείνουν στον ορίζοντα έως ότου η Στοκχόλμη και το Ελσίνκι γίνουν τελικά πλήρη μέλη του ΝΑΤΟ.