Η ενεργειακή ασφάλεια της Ευρωπαϊκής Ενωσης και της Ελλάδας θα επηρεαστεί καταλυτικά από τις επιπτώσεις του ρωσο-ουκρανικού πολέμου. Σχεδόν κανείς στην Ευρώπη δεν αμφισβητεί πλέον την επιτακτικότητα της απεξάρτησής μας από το ρωσικό φυσικό αέριο.
Η απεξάρτηση αυτή δεν μπορεί παρά να συντελεστεί μεσο-μακροπρόθεσμα αλλά δεν μπορεί να συντελεστεί σε βάρος της ενεργειακής μας μετάβασης,
Πρέπει να παραμείνουμε αταλάντευτοι στην επίτευξη των στόχων μας σε ό,τι αφορά ένα ρεαλιστικό χρονοδιάγραμμα απόσυρσης των παλαιών λιγνιτικών μας μονάδων και της αύξησης των ΑΠΕ στο ηλεκτροπαραγωγικό μας μείγμα.
Η στρατηγική μας επένδυση στις ΑΠΕ δεν αποτελεί μόνο κλιματική αναγκαιότητα. Εξυπηρετεί παράλληλα την ενεργειακή και εθνική μας ασφάλεια καθώς κανένας δεν μπορεί να παίξει πολιτικά παιχνίδια με την παροχή είτε του ηλίου είτε του ανέμου.
Οπως είχε ο αμερικανός πρόεδρος Jimmy Carter, ένας από τους πρωτοπόρους της πράσινης ενέργειας παγκοσμίως, όταν κλήθηκε να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της ενεργειακής κρίσης στα τέλη της δεκαετίας του ’70, «κανείς δεν μπορεί να επιβάλει εμπάργκο στον ήλιο. Κανένα καρτέλ δεν ελέγχει τον ήλιο».
Ωστόσο, η επιτάχυνση της ενεργειακής μας μετάβασης για να επιτύχει πρέπει να στηρίζεται σε στέρεες βάσεις. Καθόσον ωριμάζουν οι τεχνολογίες αποθήκευσης ενέργειας η γέφυρα της ενεργειακής μας μετάβασης πρέπει να στηριχθεί σε δύο βασικά υποστυλώματα: α) την πυρηνική ενέργεια και β) το φυσικό αέριο.
Πέραν ωστόσο από τις δυνητικές αυξήσεις πυρηνικής ενέργειας από τη Βουλγαρία μέσω ενός δυνητικού μακροπρόθεσμου PPA, για την Ελλάδα η αξιοποίηση των εγχώριων δυνητικών κοιτασμάτων Υ/Α αποτελεί το κλειδί για την ασφάλεια της ενεργειακής μας μετάβασης.
Το ΦΑ αποτελεί το καύσιμο-«γέφυρα» για την οικονομία του Υδρογόνου που θα έρθει εμφαντικά μετά το 2030-2035 και παράλληλα μας επιτρέπει να προχωρήσουμε στην αντικατάσταση αφενός της χρήσης λιγνίτη στην ηλεκτροπαραγωγή και αφετέρου της χρήσης πετρελαίου στην οικιακή θέρμανση.
Ηδη η κατανάλωση ΦΑ στη χώρα μας αυξάνεται με γρήγορους ρυθμούς. Από τα 5 δισ. κυβικά μέτρα τον χρόνο το 2019 έφτασε τα 6,5 ΔΚΜ το 2021 και μπορεί να φτάσει έως τα 9 ή και τα 10 ΔΚΜ έως το τέλος της δεκαετίας.
Θα ήταν παντελώς παράλογο εάν συνεχίζαμε να εισάγουμε όλες αυτές τις ποσότητες την ώρα που σύμφωνα με μελέτες της ΕΔΕΥ έχουμε σοβαρές πιθανότητες να ανακαλύψουμε και να αξιοποιήσουμε σημαντικά κοιτάσματα Υ/Α στη χώρα μας «λογιστικής» αξίας άνω των €250 δισ.
Πόσο πιο εύκολη θα ήταν η αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης και πόσο πιο ουσιαστική η εξοικονόμηση του κόστους της ενεργειακής μας μετάβασης εάν υπήρχε διαθέσιμο ακόμη και μόνο το 20% ενός τέτοιου εθνικού δυνητικού κεφαλαίου;
Πάρα τα γνωστά προβλήματα που αντιμετωπίζουμε στην Ελλάδα και την καχυποψία με την οποία ενίοτε μας αντιμετωπίζουν οι διεθνείς πετρελαϊκές εταιρείες, η συγκυρία του ρωσο-ουκρανικού πολέμου και η προσωπική δέσμευση του κ. Πρωθυπουργού επί συγκεκριμένων χρονοδιαγραμμάτων δημιουργούν νέα δεδομένα.
Το πρώτο ορόσημο της διαδικασίας επιτάχυνσης αφορά την ολοκλήρωση των σεισμογραφικών εξερευνήσεων εντός του 2023 στα 6 τεμάχια προτεραιότητας.
Η δραματική πτώση των τιμών που ακολούθησε λόγω της πανδημικής κρίσης μεταξύ 2020-2022 υποχρέωσε πολλές εταιρείες να ανακόψουν ή να αναθεωρήσουν τις επενδύσεις τους παγκοσμίως, ενώ ορισμένες δυστυχώς έφυγαν από την Ελλάδα όπως η Repsol ή δρομολόγησαν την έξοδό τους όπως η Total.
Πλέον η τάση αυτή τόσο σε παγκόσμιο όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο αντιστρέφεται, υποβοηθούμενη από τις υψηλότερος τιμές πετρελαίου σε μία σχεδόν δεκαετία. Η τάση αυτή επιβεβαιώνεται σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Βρετανίας, της Ιταλίας, ενδεχομένως ακόμη και της Γερμανίας.
Την ίδια έμφαση πρέπει να δώσουμε στην αξιοποίηση των δικών μας δυνητικών κοιτασμάτων. Πρέπει να επιταχύνουμε τις διαδικασίες που θα μας επιτρέψουν να διαπιστώσουμε το πραγματικό δυναμικό της χώρας μας μέσω γεωτρήσεων εντός των επομένων δύο-τριών ετών έτσι ώστε να ξεκινήσουμε την παραγωγή του δικού μας ΦΑ έως το 2027-2028.
Αυτή είναι η καλύτερη μεσοπρόθεσμη εγγύηση απεξάρτησης από την Gazprom.
Για να επιτευχθεί ωστόσο κάτι τέτοιο πρέπει να πληρωθούν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
1. Να προστατευθεί η διαδικασία από μικροκομματικούς και ιδεοληπτικούς ανταγωνισμούς των δυο «άκρων»: και εκείνων που πιστεύουν ότι η κλιματική αλλαγή είναι λίγο-πολύ «fake news» και εκείνων που πιστεύουν ότι η αντικατάσταση των Υ/Α από το ενεργειακό μείγμα μπορεί να γίνει αύριο-μεθαύριο με μπαταρίες, Η2 και λοιπές τεχνολογίες που είτε δεν υπάρχουν είτε ακόμη δεν έχουν επαρκώς δοκιμασθεί.
2. Η διαδικασία θα πρέπει να αναγνωρισθεί ως εθνικής στρατηγικής σημασίας ώστε να προστατεύεται κατά το μέτρο του δυνατού και πάντοτε στο πλαίσιο της νομιμότητας από ατέρμονες γραφειοκρατικές καθυστερήσεις και δικαστικές προσφυγές.
3. Πρέπει να ενισχυθεί ουσιαστικά η αρμόδια εθνική αρχή, η ΕΔΕΥ, έτσι ώστε να μπορεί να διασφαλίσει τις βέλτιστες περιβαλλοντικές πρακτικές και να καλύψει εφεξής τα δυνητικά κενά και τις τυχόν καθυστερήσεις των συμβασιούχων εταιρειών. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσω της αύξησης του προϋπολογισμού της και μέσω της απόκτησης διοικητικής ευελιξίας ανάλογης με αυτή που έχει ήδη δοθεί σε εισηγμένες ΔΕΚΟ.
Ο κ. Θεόδωρος Τσακίρης είναι αναπληρωτής καθηγητής Γεωπολιτικής και Ενεργειακής Πολιτικής Πανεπιστημίου Λευκωσίας.