Με την προϋπόθεση ότι θα τιθασευτεί επιτέλους η πανδημία του κορωνοϊού, οι οικονομικές προοπτικές για τον ανατέλλοντα νέο χρόνο δείχνουν αισιόδοξες και ασφαλώς στα περισσότερα από τα φιλοξενούμενα άρθρα στο ειδικό αυτό αφιέρωμα θα διαβάσετε τα στοιχεία και τα επιχειρήματα που επιτρέπουν αυτή την αισιοδοξία. Ομως υφίσταται και μια σειρά από αρνητικά δεδομένα, που η υποτίμησή τους δεν επιτρέπει ρεαλιστική προσέγγιση της πραγματικότητας.

l Με πρωτογενές έλλειμμα 7,3% του ΑΕΠ και δημόσιο χρέος που ξεπερνά τα 355 δισ. ευρώ η αξιοπιστία της ελληνικής οικονομίας χωλαίνει και θα γίνει ακόμα προβληματικότερη. Οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης παραμένουν επιφυλακτικοί και τελούν σε αναμονή έως ότου διευκρινιστεί από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αν όντως θα πάψει να αγοράζει ελληνικά ομόλογα όταν τερματιστεί το έκτακτο πρόγραμμά της τον Μάρτιο 2022 και θα αρκεστεί απλώς να ανανεώνει όσα ομόλογα λήγουν. Γιατί έτσι η ανάγκη συνέχισης του δανεισμού από τις διεθνείς αγορές θα γίνεται και πάλι με υψηλό κόστος. Αλλωστε ο εκ νέου καλπάζων πληθωρισμός, που ήδη πλησιάζει το 5%, ωθεί και αυτός ανοδικά τα επιτόκια καθώς η ενεργειακή κρίση είναι σε εξέλιξη και οι τιμές φυσικού αερίου και πετρελαίου καλπάζουν ανοδικά. Πάντως η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, κυρία Λαγκάρντ, μας έκανε ως πρωτοχρονιάτικο δώρο τη διαβεβαίωση ότι θα συνεχίσει να δέχεται ελληνικά ομόλογα, έστω κι αν τα θεωρούν σκουπίδια οι οίκοι αξιολόγησης. Παρά τα προβλήματα που δημιουργούν η συνεχιζόμενη με ασταμάτητες μεταλλάξεις πανδημία και η προστεθείσα, πρόσφατα, ενεργειακή κρίση, παραμένει η αισιοδοξία από την προσδοκώμενη εισροή των δισεκατομμυρίων του Ταμείου Ανάκαμψης και τις επενδύσεις που πρόκειται να πραγματοποιηθούν από αυτά, αλλά και από ιδιωτικά κεφάλαια που θα συμπράξουν. Οι προσδοκίες είναι όντως βάσιμες. Ομως φοβούμεθα ότι οι υποψήφιοι επενδυτές παραγνωρίζουν ή υποτιμούν τα εμπόδια που θα συναντήσουν και που συνδέονται με τις χρονοβόρες διαδικασίες του Δημοσίου και την απέραντη γραφειοκρατία, την οποία πάντως ελπίζεται ότι θα περιορίσει ο προς ψήφιση νέος αναπτυξιακός νόμος. Οι προτιθέμενοι να προβούν σε επενδύσεις και γενικά σε συνεργασία με την ελληνική οικονομία, παρά την αυξημένη, τελευταία, διάθεση και το γενικότερο θετικό κλίμα που έχει αναπτυχθεί διεθνώς, καλό είναι να γνωρίζουν ότι έχουν να αντιμετωπίσουν και τα ακόλουθα αρνητικά δεδομένα.

l Την πρωτοφανή πολυνομία, η παραγωγή της οποίας συνεχίζεται ασυγκράτητη και από τη σημερινή κυβέρνηση, που καθημερινά καταθέτει στη Βουλή νομοσχέδια για ψήφιση. Από τη Μεταπολίτευση (1974) και μετά υπολογίζεται ότι έχουν ψηφιστεί τουλάχιστον 5.000 νόμοι και αναρίθμητες διοικητικές ή κανονιστικές διατάξεις. Εκτιμάται ότι κάθε τρεις μέρες ψηφίζεται στη χώρα μας ένας καινούργιος νόμος. Επιπλέον σε κάθε ένα στα τρία νομοσχέδια που φτάνουν για ψήφιση στη Βουλή περιλαμβάνονται άσχετες προς το αντικείμενό τους διατάξεις, παρότι αυτό απαγορεύεται από το Σύνταγμα, αλλά η απαγόρευση παραβιάζεται από όλες τις κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια.

Είναι προφανές ότι με τέτοια πολυνομία, χωρίς συνοχή ως προς το αντικείμενο των ψηφιζόμενων νόμων, καθίσταται δυσχερές να κρίνεται από τους ενδιαφερομένους αλλά και από τα δικαστήρια τι ακριβώς ισχύει. Ετσι εκδίδονται ακόμα και εκτός νομιμότητας αποφάσεις, με αποτέλεσμα τις συχνές προσφυγές στα ανώτατα δικαστήρια για να αποφανθούν τι πραγματικά ισχύει. Σύμφωνα με έρευνα της διαΝΕΟσις, το 2014 ψηφίστηκαν πέραν των νόμων 45 διάσπαρτες σε άλλους νόμους διατάξεις με φορολογικό αντικείμενο, που άλλαζαν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο ρυθμίσεις φορολογικών νόμων που ήδη ισχύουν. Σύμφωνα με έρευνα της συναδέλφου Ιωάννας Μάνδρου («Καθημερινή», 28/11) κάθε χρόνο εκδίδονται περίπου 200 υπουργικές εγκύκλιοι, ενώ τα τελευταία 17 χρόνια έχουν ψηφιστεί από τη Βουλή 37 φορολογικά νομοσχέδια. Για να εκτιμηθεί αυτή η νομοθετική παραφροσύνη που διακατέχει την ελληνική πολιτεία, ας επισημανθεί ότι στις ΗΠΑ από της ιδρύσεώς τους ως ανεξάρτητου κράτους το 1861 έως σήμερα έχουν ψηφιστεί μόνο 60 φορολογικοί νόμοι. Ετσι γνωρίζουν οι αμερικανοί πολίτες τι ισχύει και οι επενδυτές δεν κινδυνεύουν όπως στην Ελλάδα να εμπλακούν σε νομικές περιπέτειες χωρίς τέλος. Η σημερινή κυβέρνησή μας, προκειμένου να διευθετηθεί αυτό το χάος, συνέστησε επιτροπή για να προβεί στην κωδικοποίηση της νομοθεσίας. Το έργο της προβλέπεται να περατωθεί σε 20 χρόνια (!). Και εν τω μεταξύ θα συνεχιστεί η ψήφιση φορολογικών νόμων που θα δυσχεραίνουν ακόμα περισσότερο την κωδικοποίηση.

l Τα ισχύοντα στην απονομή της δικαιοσύνης. Τραγική είναι η έλλειψη σε αριθμό και καταλληλότητα αιθουσών για τη διεξαγωγή των δικών. Ως συνέπεια μια δίκη να διαρκεί ακόμα και πέντε χρόνια ή και περισσότερα (η δίκη του Χρηματιστηρίου διήρκεσε 20 χρόνια, όταν εν τω μεταξύ ορισμένοι εκ των κατηγορουμένων είχαν πεθάνει λόγω γήρατος). Αλλά και προ της δίκης οι καθυστερήσεις προετοιμασίας από τους αρμόδιους εισαγγελείς είναι χωρίς χρονικό όριο, για να ακολουθήσει μετά η αλυσίδα των αναβολών. Τις χρονοβόρες διαδικασίες επιτείνουν το περιορισμένο ωράριο των δικών (διάρκεια δίκης το πολύ πέντε ώρες ημερησίως) και οι σκανδαλωδώς μακρές διακοπές των δικαστικών λειτουργών (2 μήνες το καλοκαίρι και κάπου έναν μήνα αθροιστικά στις γιορτές Χριστουγέννων και Πάσχα).

Ολα τα προαναφερθέντα συνιστούν τροχοπέδη για την πραγματοποίηση ξένων παραγωγικών επενδύσεων στην Ελλάδα. Πολλοί απ’ τους επενδυτές αγνοούν αυτή την πραγματικότητα, στην οποία πρέπει να προστεθούν και οι αλλεπάλληλες προσφυγές στο Συμβούλιο Επικρατείας που προσβλέπουν στη ματαίωση των επενδύσεων. Ουκ ολίγοι διαπίστωσαν ότι ματαιοπονούν και εγκατέλειψαν τα σχέδιά τους. Αλλοι που κατάφεραν ύστερα από πολλά βάσανα και περιπέτειες να πραγματοποιήσουν την επένδυσή τους, όπως η κινεζική COSCO, διαπιστώνουν ότι πέραν όλων των προαναφερθέντων εμποδίων που κατάφεραν να ξεπεράσουν έχουν να αντιμετωπίσουν και έναν ακόμα παράτυπο αλλά πανίσχυρο εχθρό: το ΠΑΜΕ, εργατικό συνδικάτο του ΚΚΕ. Οι αλλεπάλληλες παράνομες απεργίες του έχουν δημιουργήσει στην COSCO μείζονα προβλήματα. Γιατί ναι μεν χαρακτηρίζονται παράνομες οι απεργίες τους, όμως οι εκάστοτε κυβερνώντες αποφεύγουν να επιβάλουν τη νομιμότητα καθώς δεν τολμούν να τα βάλουν με το ακραίων πρακτικών ΚΚΕ, έστω κι αν αυτό εκπροσωπεί το μόλις 5% του εκλογικού σώματος. Ευτυχώς που σημαντικοί έλληνες κεφαλαιούχοι και κάποιοι παράτολμοι ή ανίδεοι ξένοι πραγματοποιούν κάποιες επενδύσεις, αλλά που δεν αρκούν για να μετασχηματιστεί η ελληνική οικονομία σε ανθούσα καπιταλιστική χώρα.