Τα ελληνικά πανεπιστήμια έχουν τρία ΑΦΜ: αυτό του τακτικού τους προϋπολογισμού, του Ειδικού Λογαριασμού Κονδυλίων Ερευνας (ΕΛΚΕ) και της Εταιρείας Αξιοποίησης και Διαχείρισης της Περιουσίας (ΕΑΔΙΠ) τους. Αυτό σημαίνει ότι έχουν τρεις πηγές εσόδων: κατ’ αντιστοιχία, την ετήσια κρατική επιχορήγηση που λαμβάνεται από το υπουργείο Παιδείας, τα έσοδα από την παρακράτηση ποσοστού επί του προϋπολογισμού ερευνητικών έργων και τέλος τα έσοδα από τη διαχείριση της ίδιας τους της περιουσίας.

Είναι κοινά πανθομολογούμενο ότι η κρατική ενίσχυση είναι αναιμική και αγγίζει μόνο ένα μικρό ποσοστό αυτής που δινόταν προ κρίσης. Κάθε αύξηση, προφανώς, είναι ευπρόσδεκτη και είναι σαφές ότι οι διοικήσεις των ΑΕΙ οφείλουν να αιτούνται και να πιέζουν προς αυτήν την κατεύθυνση. Αυξημένες δημόσιες δαπάνες σημαίνει καλύτερες υποδομές, καλύτερο περιβάλλον εκπαίδευσης και εργασίας, καλύτερα διδακτήρια, εργαστήρια και εξοπλισμό και εν τέλει καλύτερη μάθηση και καλύτερους νέους επιστήμονες. Παρενθετικά αναφέρω ότι μόνο πρόσφατα η πολιτεία αντιλήφθηκε την αξία της διασύνδεσης της γνώσης και των ερευνητικών αποτελεσμάτων που παράγεται μέσα στα πανεπιστήμια με την αγορά, τη βιομηχανία και τον παραγωγικό ιστό. Η πληθώρα δράσεων που υλοποιούνται και σχεδιάζονται καταδεικνύουν την πρόθεση διάχυσης της καινοτόμου νέας γνώσης, την αφομοίωσή της από τους εγχώριους οικονομικούς και παραγωγικούς φορείς με στόχευση τελικά την ανάπτυξη της οικονομίας. Σημαντικά παραδείγματα είναι το νέο νομοθετικό πλαίσιο για την ίδρυση εταιρειών spin-off, η ίδρυση των Κέντρων Ικανοτήτων, η δράση «HEInnovate» και η χρηματοδότηση για την ίδρυση κόμβων και δικτύων Μεταφοράς Τεχνολογίας με τη σύμπραξη ακαδημαϊκών και ερευνητικών φορέων.

Τα πανεπιστήμια χρειάζονται χρήματα για να επιτελέσουν το έργο τους και δεδομένης της μικρής, για τις πραγματικές τους ανάγκες, κρατικής ενίσχυσης, καταφεύγουν σε ίδιους πόρους, κύρια στα έσοδα των ΕΛΚΕ. Δεν αποτελεί υπερβολή να ειπωθεί ότι σε μεγάλο βαθμό αυτοσυντηρούνται, παρέχοντας αποζημιώσεις για την κάλυψη αναγκών σε διοικητικό προσωπικό, τη συντήρηση υποδομών και εγκαταστάσεων, την παροχή υποτροφιών και τη στήριξη ερευνητικών δράσεων σε πολλά επίπεδα.

Ανεξάρτητα όμως της χρηματοδότησης από την πολιτεία για την αύξηση της οποίας μόνο αιτήματα μπορούν να υποβληθούν, τα πανεπιστήμια οφείλουν να εξετάσουν και την αύξηση των εσόδων τους μέσω της ορθολογικής και αποτελεσματικής αξιοποίησης της περιουσίας τους, υλικής και άυλης. Σε ορισμένα ΑΕΙ μάλιστα αυτή δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητη: κληροδοτήματα, τεχνολογικά πάρκα, πρόσοδοι από την οργάνωση προγραμμάτων κατάρτισης, εκμετάλλευση συμβόλων και εμβλημάτων, εκμετάλλευση εκτυπωτικών μονάδων, ενοικίαση χώρων για εστίαση και οργάνωση συνεδρίων, είναι ορισμένα παραδείγματα. Τα προηγούμενα δεν είναι κάτι καινούριο ή καινοφανές. Είναι πρόταση για υιοθέτηση των καλών πρακτικών που εφαρμόζονται στα σύγχρονα πανεπιστήμια ανά τον κόσμο.

Θεωρώ ότι είναι καθήκον των διοικήσεων, και έτσι πρέπει να εκληφθεί, η οικονομική αξιοποίηση των υφιστάμενων δομών και περιουσιακών στοιχείων των πανεπιστημίων με στόχο τη μεγιστοποίηση του διαχειριστικού τους οφέλους. Απλοποιητικές και απαξιωτικές αναφορές, οι οποίες εκτοξεύονται άκριτα υπό μορφή συνθημάτων, του είδους «όχι στην εμπορευματοποίηση των πανεπιστημίων» και «όχι στο πανεπιστήμιο επιχείρηση», απηχούν μόνο απαρχαιωμένες αντιλήψεις με ξεκάθαρα αποτυχημένο ιδεολογικό υπόβαθρο που δεν έχουν καμία σχέση με το σύγχρονο περιβάλλον και τις τρέχουσες συνθήκες. Ούτως ή άλλως, αυτές οι αντιλήψεις ήταν εν τη γενέσει τους αποτυχημένες και επιδίωκαν μία αέναη ιδεολογική σύγκρουση με στόχευση την εγκαθίδρυση ενός βαθιά συντηρητικού και ιδιότυπου καθεστώτος ανελευθερίας, εχθρικού προς κάθε τι νέο και προοδευτικό μέσα στα πανεπιστήμια.

Σκοπός του πανεπιστημίου δεν είναι να εμπλακεί στην επιχειρηματική αρένα και στον οικονομικό ανταγωνισμό. Ο ευγενής του ρόλος περιορίζεται στην παροχή μόρφωσης και γαλούχησης των νέων επιστημόνων, στην παραγωγή νέας γνώσης, στην εκτέλεση έρευνας και στη στήριξη της κοινωνίας. Ταυτόχρονα όμως είναι απόλυτα κατακριτέα η παράλειψη αξιοποίησης της ίδιας τους της περιουσίας, υλικής και άυλης, και όλων των δυνατοτήτων που προσφέρονται για ανεύρεση πόρων. Ο αυτοδιοικούμενος και συνταγματικά κατοχυρωμένος χαρακτήρας των πανεπιστημίων προσθέτει επιπλέον ευθύνες τις οποίες οι διοικήσεις τους οφείλουν να αναλάβουν. Διαφορετικά αναμετρώνται με το καθήκον τους.

Ο κ. Ιωάννης Κ. Χατζηγεωργίου
είναι αντιπρύτανης Ερευνας
και Διά Βίου Εκπαίδευσης ΕΜΠ.