Η πανδημία έχει αλλάξει τη ζωή μας με πολλούς τρόπους, ιδιαίτερα στον τομέα της εργασίας. Τα σχήματα εργασίας, τα εργαλεία, τα περιβάλλοντα και οι προτεραιότητας έχουν επηρεαστεί από την κρίση στην Υγεία. Η εργασία από το σπίτι έγινε η νέα κανονικότητα ενώ άλλαξαν και τα ωράρια απασχόλησης. Ποια λοιπόν θα είναι η επόμενη μέρα; Σύμφωνα με τον διευθυντή του Ινστιτούτου Εργασίας (ΙΝΓΕ) της ΓΣΕΕ Χρήστο Γούλα, τρία ιδιαίτερα σημαντικά στοιχεία για να απαντήσει κανείς στο ερώτημα: το πώς θα διαμορφωθεί η αγορά εργασίας όταν πάψουν οι αναστολές και οι κρατικές επιδοτήσεις, το θέμα των αμοιβών και η τηλεργασία.

Σύμφωνα με το σχετικό κεφάλαιο της «Ετήσιας Εκθεσης 2021 για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση» που έδωσε στη δημοσιότητα την περασμένη Παρασκευή το ΙΝΓΕ, η διαχείριση της πανδημικής κρίσης και η κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας το 2020 επέφεραν σύνθετες επιπτώσεις στην αγορά εργασίας. Το μέτρο της αναστολής των συμβάσεων μπορεί να απέτρεψε την αύξηση του ποσοστού ανεργίας, ωστόσο, η αισθητή κάμψη στον αριθμό των απασχολουμένων είναι αυτή που αποτυπώνει καλύτερα την τρέχουσα κατάσταση. Παράλληλα, επισημαίνεται και η αρνητική επίδραση της πανδημικής κρίσης στα εισοδήματα, ενώ η υψηλή αβεβαιότητα στις συνθήκες εργασίας λόγω πανδημίας έρχεται να προστεθεί σε ένα περιβάλλον υψηλής εργασιακής επισφάλειας και ανασφάλειας, δημιουργώντας ένα ισχυρό μείγμα κοινωνικής αστάθειας.

 

Εκτίναξη του αριθμού των μη ενεργών

Σύμφωνα με τα στοιχεία, καταγράφονται μεγάλες μεταβολές στην απασχόληση το β΄ τρίμηνο του 2020 λόγω των μέτρων αντιμετώπισης του πρώτου κύματος της πανδημίας: μείωση των απασχολουμένων κατά 302.000 άτομα σε σχέση με το 2019 και αύξηση του αριθμού των μη ενεργών κατά 297.000 άτομα. Η άρση των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης το γ’ τρίμηνο του 2020 είχε ως αποτέλεσμα οι μεταβολές να είναι λιγότερο σημαντικές, ενώ το δ’ τρίμηνο υπάρχει μια εκ νέου μεγάλη μεταβολή (λόγω των μέτρων αντιμετώπισης του δεύτερου κύματος) αλλά με σταθερή δυναμική. Εκτίναξη του αριθμού των μη ενεργών (αύξηση κατά 196.000 άτομα σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2020) σημειώνεται τον Ιανουάριο του 2021, με παράλληλη μείωση του αριθμού των απασχολουμένων (κατά 154.500 άτομα) και των ανέργων (κατά 72.000 άτομα).

Η εξήγηση για την αύξηση του αριθμού των μη οικονομικά ενεργών βρίσκεται στο γεγονός ότι στην κατηγορία αυτήν εντάσσονται όσοι βρέθηκαν σε αναστολή εργασίας για περισσότερο από ένα τρίμηνο.

«Η εξέλιξη στην αγορά εργασίας στους επόμενους μήνες», σημειώνεται στην Εκθεση, «θα εξαρτηθεί από τον τρόπο με τον οποίο θα γίνει η επανεκκίνηση της λειτουργίας των επιχειρήσεων σε κλάδους οι οποίοι μέχρι και τον Απρίλιο βρίσκονταν σε αναστολή λειτουργίας, από το πώς θα κινηθεί η οικονομία κατά τους θερινούς μήνες και σαφώς από τον χρόνο οριστικής εξόδου της οικονομίας από την πανδημική κρίση. Ωστόσο, τα παραπάνω ευρήματα αναδεικνύουν μια εύθραυστη αγορά εργασίας όσον αφορά την απασχόληση, στην οποία ο κίνδυνος η άρση της αναστολής λειτουργίας των επιχειρήσεων να οδηγήσει σε αύξηση της ανεργίας είναι υψηλός. Συνεπώς, θα πρέπει άμεσα να σχεδιαστούν παρεμβάσεις που να στοχεύουν στην προστασία της απασχόλησης έως ότου ομαλοποιηθεί η λειτουργία της οικονομίας και σταθεροποιηθεί η ανάκαμψή της».

Μείωση αποδοχών κατά 2,5%

Μέσα στο 2020 σημειώθηκε μείωση του μέσου μισθού κατά περίπου 2,5%. Το γεγονός αυτό γίνεται πιο σημαντικό αν ληφθεί υπόψη η οικονομική κρίση της περασμένης δεκαετίας και η μεγάλη πτώση των μισθών που επέφερε. Σημειώνεται ότι η Ελλάδα είναι το μόνο κράτος-μέλος της ΕΕ στο οποίο ο μέσος μισθός μειώνεται σωρευτικά από το 2010, κάτι που αποτυπώνει, κατά τους συντάκτες της έκθεσης, τη συρρίκνωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων. Η Ελλάδα είναι από τα λίγα κράτη-μέλη της ΕΕ στα οποία ο καθαρός μέσος μισθός μειώθηκε το 2020, ενώ είναι το μόνο κράτος-μέλος στο οποίο ο καθαρός μέσος μισθός είναι χαμηλότερος από αυτόν του 2010.

Επίσης είναι το μόνο κράτος-μέλος της ΕΕ στο οποίο δεν υπήρξε καμία διαδικασία διαπραγμάτευσης του κατώτατου μισθού το 2020, ο οποίος παρέμεινε στο ύψος του Φεβρουαρίου του 2019. Μελετώντας τα στοιχεία από τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ σε 17 από αυτές παρατηρείται αύξηση στον ωριαίο κατώτατο μισθό (με τη μεγαλύτερη να σημειώνεται στη Λετονία κατά 16,3%) ενώ σε 3 κράτη έμεινε αμετάβλητος από τον Ιανουάριο του 2020.

 

Μη βιώσιμο υπόδειγμα ανάπτυξης

«Αν προσπαθούσα να περιγράψω πώς θα είναι η χώρα μας τους επόμενους μήνες ή τα αμέσως επόμενα χρόνια», λέει ο επιστημονικός δ/ντής του Ινστιτούτου Εργασίας ΙΝΕ ΓΣΕΕ και καθηγητής στο Οικονομικό Τμήμα του Πανεπιστημίου της Αθήνας Γιώργος Αργείτης, «θα σας έλεγα ότι στο μακροοικονομικό κομμάτι θα έχουμε μια χώρα που θα εμφανίζει μάλλον υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Και αυτό, πρώτον, εξαιτίας των πόρων από το ταμείο ανάκαμψης και δεύτερον επειδή βασικά μεγέθη της οικονομίας συγκρατήθηκαν. Για παράδειγμα: η κατανάλωση μειώθηκε αρκετά δισ. (κυρίως λόγω των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης), ενώ το διαθέσιμο εισόδημα μειώθηκε κατά ελάχιστα δισ. Υπάρχει και μια τρίτη πηγή, ο τουρισμός – φαίνεται, εκτός κι αν συμβεί κάτι απρόβλεπτο από την πλευρά της πανδημίας, ότι θα πάει καλά και η πορεία του θα εξομαλυνθεί το επόμενο διάστημα. Αρα η ανάπτυξη της χώρας μπαίνει μάλλον σε μια δυναμική πορεία. Το ερώτημα είναι αν η διάχυση του οφέλους θα είναι δίκαιη. Ας δούμε τα πράγματα συγκεκριμένα: Το τι θα συμβεί με την ανεργία είναι ένα ανοιχτό ερώτημα, δεν μπορεί να γίνει εκτίμηση στην παρούσα φάση. Το αν, τώρα που η οικονομία επανέρχεται στην κανονικότητα, όσοι εντάχθηκαν στον οικονομικά μη ενεργό πληθυσμό επιστρέψουν στις δουλειές τους ή πάνε στην ανεργία, μένει να το δούμε. Οσον αφορά το θέμα των αμοιβών, με βάση τα στοιχεία που έχουμε, στους μισθούς η Ελλάδα είναι… Βαλκάνια. Και όσον αφορά τον χρόνο εργασίας ή καλύτερα υπερεργασίας, είμαστε μόλις πίσω από την Τουρκία. Δηλαδή είμαστε μια χώρα που θέλουμε να είμαστε στην ευρωζώνη, πιθανόν να πετύχουμε υψηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης (ανάπτυξης), αλλά η αγορά εργασίας μας δεν θα θυμίζει καθόλου την Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη αλλά μάλλον τον υπανάπτυκτο Νότο της Ευρώπης με στοιχεία απορυθμισμένων αγορών των πρώην ανατολικών χωρών. Αυτό μας ανησυχεί. Μας ανησυχεί γιατί θεωρούμε ότι βαδίζουμε σε ένα υπόδειγμα ανάπτυξης το οποίο δεν το θεωρούμε βιώσιμο. Και σίγουρα δεν είναι δίκαιο».

Περισσότερο πληττόμενες οι ηλικίες 25-29

Η πανδημική κρίση φαίνεται να επηρεάζει περισσότερο την ηλικιακή ομάδα 25-29 ετών (μείωση του ποσοστού απασχόλησής της πάνω από 4% ανά τρίμηνο το 2020, σε σχέση με τα αντίστοιχα του 2019). Αρνητικά επηρεάστηκε και η ηλικιακή ομάδα 30-44 ετών (το ποσοστό απασχόλησής της μειώθηκε το β’ τρίμηνο κατά 1,6%, το γ’ τρίμηνο κατά 1,4% και το δ’ τρίμηνο κατά 0,9%). Λιγότερο φαίνεται να επηρεάστηκε η ηλικιακή ομάδα 45-64 ετών, αφού το γ’ και το δ’ τρίμηνο το ποσοστό απασχόλησής της αυξήθηκε κατά 1,6% και 2,1% αντίστοιχα.

Η τηλεργασία ήρθε για να μείνει

Η τηλεργασία, που μέχρι τώρα βρισκόταν σε νηπιακή μορφή στη χώρα μας, «δοκιμάστηκε» δυνατά στην πανδημία. Σύμφωνα με έρευνα του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής ένα ποσοστό 46% των εργαζομένων (περίπου οι μισοί δηλαδή) αναγκάστηκαν να εργαστούν από το σπίτι ενώ μόνον ένας στους έξι (17%) Ελληνες είχε εμπειρία τηλεργασίας πριν από την πανδημία. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε στις αρχές Δεκεμβρίου του 2020 (μετά το πρώτο κύμα και στις απαρχές του δεύτερου κύματος της πανδημίας δηλαδή) σε ένα δείγμα 6.500 ηλεκτρονικών και ανώνυμων ερωτηματολογίων από τα οποία τα 5.700 ήταν εκμεταλλεύσιμα, σε όλες τις ηλικίες και σε όλες τις επαγγελματικές κατηγορίες.

Το γιατί υπάρχει η εκτίμηση ότι η τηλεργασία ήρθε για να μείνει εξηγεί στο «Βήμα» ο ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής Μιχάλης Γλαμπεδάκης, ο οποίος επιμελήθηκε την έρευνα. «Με βάση παλαιότερες έρευνες, το ποσοστό των τηλεργαζομένων στην Ελλάδα καταγραφόταν περίπου 2% σε σταθερή βάση. Στη δική μας έρευνα, το 12% των εργαζομένων δήλωσε ότι ήθελε να συνεχίσει να τηλεργάζεται. Εχουμε, λοιπόν, μετά την εμπειρία, έναν εξαπλασιασμό από τότε που η τηλεργασία ήταν στα σπάργανα στην Ελλάδα. Υπήρχαν, ξέρετε, αμφισβητήσεις και από εργοδότες και από εργαζομένους. Οι μεν εργοδότες πίστευαν ότι είναι δύσκολο να ελέγξουν τους εργαζομένους, οι δε εργαζόμενοι θεωρούσαν ότι θα χάσουν κεκτημένα εργασιακά δικαιώματα. Η αναγκαστική τηλεργασία έφερε σε επαφή εργαζομένους και εργοδότες με το πρόβλημα, και υπάρχουν πλέον δεδομένα, εμπειρία».

Σύμφωνα με την έρευνα, ένας στους τρεις δήλωσε ότι προτιμά την τηλεργασία, ενώ ένας στους πέντε εμφανίζεται εντελώς αντίθετος. Επίσης, τρεις στους δέκα βρήκαν την εργασία από απόσταση εύκολη έως πολύ εύκολη και σχεδόν τέσσερις στους δέκα τη βρήκαν δύσκολη έως αδύνατη. «Υπάρχουν επαγγέλματα, κυρίως του πρωτογενούς τομέα, όπου δεν μπορεί να εφαρμοστεί, σε πολλά όμως είναι εφικτή. Σιγά-σιγά θα αμβλυνθούν οι “παραμορφώσεις” καθώς και οι εργαζόμενοι θα κατανοήσουν ότι η πολιτεία θα τους καλύψει με νομοθετικό έργο ώστε θα φθάσουμε σε μια ισορροπία. Εκτιμώ ότι ένα 20%-25% των εργαζομένων θα είναι με εργασία από το σπίτι».