Μαθήματα… ψυχολογικής προετοιμασίας και στήριξης πραγματοποιούν τις τελευταίες ημέρες οι 65 πυροσβέστες που στελεχώνουν τα επιχειρησιακά και κυρίως τα τηλεφωνικά κέντρα της Πυροσβεστικής στην Αθήνα, μετά την αποκάλυψη των συνομιλιών τους (στο πρόσφατο εισαγγελικό πόρισμα) με τους πολίτες στο Μάτι τη μοιραία 23η Ιουλίου 2018!

Σε αρκετές από αυτές τις συνομιλίες ακούγονται οι τηλεφωνητές είτε να δίνουν λανθασμένες εντολές στους έντρομους πολίτες ή να μιλούν με αγενή και περιφρονητικό τρόπο. Την ίδια ώρα έχει διαπιστωθεί από σχετικό εσωτερικό έλεγχο ότι σε 1.500 από τις τηλεφωνικές κλήσεις που πραγματοποιήθηκαν από πυροπλήκτους εκείνο το μοιραίο απόγευμα δεν υπήρξε οποιαδήποτε απόκριση από το επιχειρησιακό κέντρο της Πυροσβεστικής λόγω του μεγάλου αριθμού των τηλεφωνικών κλήσεων και του πανικού που είχε επικρατήσει. Κάτι που πιθανόν οδήγησε σε ορισμένες σπασμωδικές κινήσεις των άτυχων ανθρώπων. Στο σύνολο των 6.000 κλήσεων που είχε δεχθεί το τηλεφωνικό κέντρο του μηχανισμού δασοπυρόσβεσης στο Χαλάνδρι υπήρξε τελικώς «απάντηση» σε 4.500 εξ αυτών.

Στο πρόσφατο λοιπόν εισαγγελικό πόρισμα για την τραγωδία στο Μάτι με τους 100 νεκρούς, περιλαμβάνονται πολλές στιχομυθίες  από το τηλεφωνικό κέντρο της Πυροσβεστικής όπου καλούσαν πολίτες για να ενημερώσουν για τη φωτιά που πλησίαζε και να λάβουν σχετική  βοήθεια.

Είναι χαρακτηριστικοί οι διάλογοι όπου πολίτης αναφέρει στο 199 το περιστατικό έναρξης πυρκαγιάς στο Νταού Πεντέλης, λέγοντας «έχει ντουμανιάσει η περιοχή εδώ πέρα όλη» και ο τηλεφωνητής να του απαντάει «Κινέτα, Κινέτα, κύριε», εκτιμώντας αυθαίρετα ότι ο καπνός οφείλεται στην πρωινή πυρκαγιά που είχε ξεσπάσει εκείνη την ημέρα στη Δυτική Αττική. Επιπλέον, όταν πολίτης ανέφερε τηλεφωνικά στο 199 «καήκαμε πέρσι, να καούμε και φέτος;», ο τηλεφωνητής απάντησε ψευδώς: «Δεν θα καείτε. Να ‘στε καλά». Επίσης σε άλλη περίπτωση όταν η πυρκαγιά έφτανε στον Ν. Βουτζά, ανέφερε σε γυναίκα που τηλεφωνούσε από τον Ν. Βουτζά και η οποία κινδύνευε από τους καπνούς: «Αμα, κυρία μου, δεν βλέπετε φωτιά μη φοβάστε, καπνός είναι, τίποτε». Επίσης στο σχετικό πόρισμα αναφέρονται και άλλες ασαφείς εντολές από το επιχειρησιακό κέντρο της Πυροσβεστικής προς τους πολίτες, του τύπου: «Να πάνε κάτω στο λιμάνι», «όταν πατάτε το καμένο δεν καίγεσαι, δεν υπάρχει περίπτωση να καείς», «ε, κατεβείτε, ξεκινήστε να κατεβαίνετε και έρχεται» (σ.σ.: η βοήθεια), «προς τη θάλασσα, κυρία, να πάτε». Τέλος, σε άλλη περίπτωση, όταν μια γυναίκα είπε ότι έχουν σπάσει τα τζάμια της από τη θερμική ακτινοβολία τη συμβουλεύει: «Μάλιστα, να προσέχετε μην μπει καμιά καύτρα μέσα, σας παρακαλώ, καταρχήν, νερό έχετε;».
«Το Βήμα» επικοινώνησε με στελέχη της Πυροσβεστικής σχετικά με τους συγκεκριμένους διαλόγους που καταγράφονται στο εισαγγελικό πόρισμα. Οπως σημείωσαν «στα τηλεφωνικά κέντρα της  Πυροσβεστικής απασχολούνται συνολικά 65 άτομα στην Αττική και 250 σε πανελλαδική κλίμακα (προϊστάμενος της υπηρεσίας είναι πλέον ο υποστράτηγος Ιάκωβος Κλεφτοσπύρος). Εχει καθιερωθεί να εργάζονται σε βάρδιες των 10 πυροσβεστών-τηλεφωνητών σε 24ωρη βάση προκειμένου να μη γίνονται κάθε εξάωρο και οκτάωρο αλλαγές του προσωπικού. Και έτσι χάνεται η σειρά ορισμένων περιστατικών αλλά και πολύτιμος χρόνος μεταξύ των αλληλοενημερώσεων της κάθε βάρδιας. Εκείνη την ημέρα λοιπόν οι τηλεφωνητές είχαν χειρισθεί από το πρωί την πυρκαγιά της Κινέτας κι ακολούθως αυτή στο Μάτι, στην πιο εξοντωτική και δύσκολη ημέρα στην ιστορία της Πυροσβεστικής. Το τηλεφωνικό κέντρο της Πυροσβεστικής δεν είναι σαν αυτό του 100 που μπορεί να στείλει ένα περιπολικό για να επιληφθεί ενός καταγγελλόμενου περιστατικού. Αυτό της Πυροσβεστικής καταγράφει τις αναφορές των πολιτών, δημιουργεί αντίστοιχες ενημερωτικές κάρτες στο επιχειρησιακό κέντρο για να υπάρξει αντίστοιχη διάταξη των πυροσβεστικών δυνάμεων. Καθ’ ότι δεν υπάρχει «ζωντανή» εικόνα της φωτιάς – μόνο από την τηλεόραση – κι όλα βασίζονται στους ηλεκτρονικούς χάρτες, τις προσομοιώσεις και τις αναφορές από το σημείο των πυρκαγιών. Το λάθος των τηλεφωνητών ήταν ότι υπό την πίεση των γεγονότων και των εκκλήσεων των πολιτών δεν αρκέστηκαν σε μια τυποποιημένη καταγραφή των κλήσεων των πολιτών αλλά άρχισαν συζητήσεις μαζί τους, να δίνουν συμβουλές κ.λπ. Λόγω της συναισθηματικής φόρτισης και του πανικού, ξεκίνησαν λανθασμένα να το κουβεντιάζουν με τους πολίτες ενώ θα έπρεπε απλώς να λένε ότι τα δεδομένα που μετέφεραν καταγράφηκαν. Για αυτόν τον λόγο γίνονται τώρα αυτά τα σεμινάρια και ψυχολογικής υποστήριξης όπου διδάσκουν τρεις πυροσβέστες που υπηρετούν στη νεοσυσταθείσα υπηρεσία της Πυροσβεστικής για τέτοιου είδους ιατρική βοήθεια και οι οποίοι είχαν θητεία και στο τηλεφωνικό μας κέντρο. Ομως πολλοί συνάδελφοί μας που ήταν εκείνη την ημέρα στο τηλεφωνικό κέντρο υποστηρίζουν ότι στο εισαγγελικό πόρισμα απομονώθηκαν 8-10 αμφιλεγόμενοι διάλογοι, χωρίς να καταγράφεται η συνολική εικόνα».

Από την εικόνα που υπάρχει πάντως δεν φέρεται να έχει κινηθεί δικαστικά ή εσωτερικά στην Πυροσβεστική διαδικασία ελέγχου των  αναφερομένων στο τηλεφωνικό κέντρο (δηλαδή ποιος ακριβώς και γιατί προχώρησε στις λανθασμένες ή στις απαξιωτικές αναφορές) και τα οποία επισημαίνονται στο εισαγγελικό πόρισμα.

Οσον αφορά τις διαμαρτυρίες πολιτών ότι «τηλεφωνούσαν στην Πυροσβεστική και δεν υπήρχε καμιά απόκριση», οι ίδιοι αξιωματικοί σημείωναν ότι «το τηλεφωνικό κέντρο της Πυροσβεστικής, μετά από κεντρική απόφαση, δεν έχει το γνωστό μήνυμα «αναμονής κλήσης« όπως της Αμεσης Δράσης κ.λπ., λόγω του επείγοντος ορισμένων περιστατικών. Κι έτσι να μη δημιουργεί περαιτέρω ανησυχία και πανικό  το τυποποιημένο μήνυμα αναμονής κλήσης. Οι πολίτες λοιπόν άκουγαν απλώς το τηλέφωνο να καλεί, είχαν μικρά περιθώρια χρόνου κι έτσι λόγω και του πλήθους των κλήσεων είχαν την εντύπωση ότι «κανείς δεν απαντά στην Πυροσβεστική». Ομως είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι, από τον επανέλεγχο στον οποίο προχωρήσαμε, δεν υπήρξε απόκριση σε 1.500 κλήσεις πολιτών».

Σημειώνεται ότι οι τηλεφωνητές της Πυροσβεστικής φέρεται να ακολουθούν κι άλλες μηνιαίες εκπαιδεύσεις, όπως «ορθή χρήση τηλεφωνικού κέντρου», «εντοπισμός και αναγνώριση περιοχής στον χάρτη», «κεντρικές οδικές αρτηρίες, δευτερεύουσες τοπικές οδοί» κ.λπ.