Η τρέχουσα τραπεζική κρίση που εκφράζεται με διαρκή χρηματιστηριακή υποτίμηση των πιστωτικών ιδρυμάτων είναι αληθές πως δεν είναι αβάσιμη.

Προκύπτει από το δυσθεώρητο ύψος των μη εξυπηρετούμενων δανείων και από το παρεπόμενο έλλειμμα κεφαλαίων.

Σχεδόν τα μισά από τα δάνεια των ελληνικών τραπεζών δεν εξυπηρετούνται, έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμα και οι εταιρίες που τα χρωστούν είναι κατά βάση προβληματικές, δεν δύνανται να τα αποπληρώσουν.

Υπό αυτή την έννοια η ανάκτησή τους μόνο εύκολη υπόθεση δεν είναι.

Οι πτωχευτικές διαδικασίες είναι βραδύτατες, τα νομικά μέσα που διαθέτουν οι οφειλέτες είναι ισχυρά και ο χρόνος των πιστωτικών ιδρυμάτων περιορισμένος.

Το πρόβλημα ήταν γνωστό και αποτέλεσμα της μακρόχρονης ελληνικής οικονομικής κρίσης.

Μέχρι πρότινος, όσο ίσχυε η προστασία των προγραμμάτων και των μνημονίων, παρέμεινε κεκαλυμμένο.

Με το τέλος των μνημονίων και την απώλεια στήριξης το πρόβλημα των Τραπεζών συνδυαζόμενο, τόσο με τις δυσκολίες της ελληνικής οικονομίας να βρει μόνη, χωρίς βοήθεια, φθηνούς χρηματοδοτικούς πόρους, όσο και με την έναρξη του εκλογικού κύκλου, μετέφερε κύματα αβεβαιότητας πυροδοτώντας την πίεση των περιώνυμων αγορών, οι οποίες και αδημονούν και δοκιμάζουν τις αντοχές ασθενικών συστημάτων.

Όταν μάλιστα στοχεύσουν μια ζώνη αδιαφορούν για τις συνέπειες, όπως και για τα όποια δίκαια των θιγομένων.

Η αλήθεια είναι ότι οι ελληνικές Τράπεζες είναι σε πολύ καλύτερη θέση απ’ ότι πριν δυο χρόνια. Έχουν βελτιώσει τη θέση τους, η ρευστότητά τους είναι καλύτερη και επιπλέον προσπαθούν ειλικρινά να μειώσουν το βάρος των μη εξυπηρετούμενων δανείων.

Για να επιτύχουν τη ζητούμενη και από τις αγορές εξυγίανσή τους διεκδικούν μόνο χρόνο.

Γιατί απλούστατα οποιαδήποτε άλλη λύση απαιτεί χρήματα, τα οποία είτε δεν υπάρχουν, είτε δεν βρίσκονται πρόθυμοι να τα προσφέρουν.

Οι μέτοχοι έχουν χάσει όσα έχουν μέχρι τώρα επενδύσει στις ελληνικές Τράπεζες, οι φορολογούμενοι δεν αντέχουν άλλους φόρους και για τους καταθέτες δεν τίθεται καν θέμα, γιατί οποιαδήποτε απόπειρα θα κατέληγε σε κρίση εμπιστοσύνης και απόλυτη διάλυση.

Κατόπιν αυτών μόνο ο χρόνος και η ανάκτηση της εμπιστοσύνης μπορούν να λύσουν τον Γόρδιο δεσμό των ελληνικών Τραπεζών.

Το χρόνο τον έχουν προσφέρει οι ευρωπαϊκές αρχές και μπορούν να εγγυηθούν γι’ αυτόν.

Την εμπιστοσύνη όμως οφείλουν να την ξανακερδίσουν η κυβέρνηση και βεβαίως οι διοικήσεις των Τραπεζών.

Η μεν κυβέρνηση εγκαταλείποντας αυτή την τόσο φθοροποιό εκλογική πρακτική και στόχευση, οι δε Τράπεζες αναλαμβάνοντας πρωτοβουλίες που θα βεβαιώνουν για τις διαθέσεις εξυγίανσης και επιταχύνοντας τις διαδικασίες ανάκτησης των δανείων.

Μόνο έτσι θα σπάσει η σημερινή τάση υποτίμησης αξιών και ιδρυμάτων.

Αλλιώς ας προετοιμαζόμαστε άπαντες για νέα δεινά.