Ταξιδεύουμε με το πλοιάριο «Δονούσα Μάγισσα» γύρω από την πιο μακρινή των Μικρών Κυκλάδων, στη συμβολή του Αιγαίου με το Ικάριο Πέλαγος, και στο ηλιοκαμένο πρόσωπό μας λάμπει η πεμπτουσία του ελληνικού καλοκαιριού: των βράχων τα αγάλματα, το ουράνιο τόξο των θαλασσινών νερών, τα λευκά σπίτια, οι καμπύλες των ξωκλησιών, τα σχέδια με τον ασβέστη στα σοκάκια. Θρυλείται ότι ο Διόνυσος έκρυψε την Αριάδνη στη Δονούσα σαν κάτι πολύτιμο, μακριά από τα βλέμματα των πολλών αδιάκριτων και επίβουλων. Αυτόν τον χαρακτήρα διατηρεί το νησί στους μοντέρνους καιρούς. Σε μπλέκει στον μύθο της και σε προστατεύει από την κακή ενέργεια του πλήθους, όπως κρύβει και τις βαρύτιμες χάρες της, το καθαρό και αυθεντικό πρόσωπό της, τη ζωντανή θάλασσά της, τα ειδυλλιακά υγρά και στεριανά μονοπάτια της, τις απαστράπτουσες αμμουδιές της, τα αυθεντικά ξεφαντώματά της: της Παναγίας, του Σταυρού, της Αγίας Σοφίας. Oλα συμμαζεμένα στα ανθρώπινα μέτρα.
Ο καπετάν Ηλίας πήρε το θαλασσινό μονοπάτι για την Καλοταρίτισσα παρακάμπτοντας την ανήσυχη συνοικία των γλάρων στα βράχια κάτω από το εστιατόριο «Ηλιοβασίλεμα», κι εμείς πήραμε το χερσαίο, διατρέχοντας τον μονάκριβο δρόμο του νησιού, μήκους 14 χλμ. Eνας γλάρος έφερε την αναστάτωση στην κοινότητα των ομοίων του, καθώς προσγειώθηκε ανάμεσά τους κρατώντας στο ράμφος του έναν «γερμανό». Αυτά τα ψάρια, που σε κάποια νησιά τα έχουν περί πολλού για τη νοστιμιά τους, ονομάστηκαν έτσι γιατί εμφανίστηκαν στο Αιγαίο στην αρχή της Κατοχής, πάνοπλα, φορτωμένα αγκάθια, και έχουν το χρώμα της στολής των γερμανών στρατιωτών. Σε ένα τέτοιο ζωντανό τοπίο, οι γλάροι είναι παντού, ακριβά στολίδια των μικρών νησίδων και των βράχων που μας δείχνει από ψηλά ο ξεναγός μας Δημήτρης Πράσινος.
Στον Κέδρο, οι κολυμβητές λες και φτερουγίζουν σαν γλάροι στον αέρα. Στην πραγματικότητα κολυμπούν σε διάφανα νερά που επιτρέπουν να σχεδιάζεται καθαρά στον αμμουδερό βυθό το σκαρί ενός γερμανικού πλωτού φορτηγού που στον Μεγάλο Πόλεμο αναζήτησε καταφύγιο εδώ αλλά δεν κατάφερε να κρυφτεί από τα συμμαχικά αεροπλάνα που το βύθισαν. Τώρα, αυτό το απομεινάρι του Πολέμου σού στέλνει ειρηνικά μηνύματα από τον βυθό, καθώς το περιεργάζεσαι φορώντας τη μάσκα σου, έχοντας στα αφτιά σου αυτόν τον υποβρύχιο αχό και τη μουσική της ανάσας σου καθώς μπαινοβγαίνει στον αναπνευστήρα. Είναι ένας θερινός παράδεισος εδώ, και ακολουθούν κι άλλοι.
Λιβάδι και Φύκιο, χαμόγελα της ορεινής ακτής, απροσπέλαστα από αυτοκινητόδρομο, προσβάσιμα μόνο από μονοπάτι ή με σκάφος από τη θάλασσα. Απλετο φως, άμμος που το αντανακλά και διάφανα νερά που το αφήνουν να εισχωρήσει μέχρι τα βάθη της ψυχής τους. Και η ελευθερία της διαμονής κάτω από τις ελιές. Από πάνω κρέμονται το Μερσίνι και η ταβέρνα «Η Κόρη του Μιχάλη». Ολον τον χειμώνα η κυρία Κυριακή (η κόρη) ρεμβάζει σε αυτόν τον εξώστη αγναντεύοντας το πέλαγος και φαντάζεται τι θα μαγειρέψει στους επισκέπτες του θέρους. Ετσι φαντάστηκε και την καπνιστή μελιτζάνα με ψημένα ντοματίνια, ξινότυρο και μαντζουράνα, τον «καλόγερο» (με καταγωγή από την Αμοργό)
–μελιτζάνα, μοσχάρι κοκκινιστό, ξινομυζήθρα και λαδοτύρι –σε πήλινο στον φούρνο, τον καλοκαιριάτικο καγιανά –φρέσκα αβγά, σάλτσα από περιβολίσιες ντομάτες και ντοματίνια -, τα αβγοκαλάμαρα, μια παραδοσιακή συνταγή με λεπτή ομελέτα γεμισμένη με τσιγαριστό κιμά και παραδοσιακό λαδοτύρι, τα σκορδομακάρονα, επίσης παραδοσιακό πιάτο με χοντρά μακαρόνια και σάλτσα φρέσκιας ντομάτας με λιαστές ντομάτες και πάστα σκόρδου, και χίλιες δυο άλλες νοστιμιές.
Συναντήσαμε το «Δονούσα Μάγισσα» αραγμένο στον Βλυχό, στον όρμο της Καλοταρίτισσας, και προλάβαμε να λουστούμε στις μικρές θαλασσινές αγκαλιές Σαπουνόχωμα, Μέσα Αμμο και Τρυπητή, προτού αποπλεύσει για να ολοκληρώσει τον γύρο του νησιού. Ομως, για χάρη μας, ο καπετάν Ηλίας γύρισε πίσω προκειμένου να απολαύσουμε το υπερθέαμα της Φωκοσπηλιάς, η οποία βρίσκεται μετά τον κάβο Μοσχονάς: τη φαντασμαγορία των νερών, του φωτός και της σκιάς. Επιστρέφουμε για να καβατζάρουμε το Σκουλονήσι. Μακαρίζουμε τον μοναχικό βαρκάρη που, σαν τα νησιά Μάκαρες, απέναντι από τη Μεσαριά που συναντήσαμε ερχόμενοι, εξερευνούσε τον βυθό της Καλοταρίτισσας με την καθετή του, μέσα στη γαλήνη.
Στον μοναχικό, εγκαταλελειμμένο φάρο και στο μονάκριβο νησάκι κάνουν παρέα δυο-τρεις κορμοράνοι που στεγνώνουν τα φτερά τους μετά το μακροβούτι για το επιούσιο ψαράκι. Και η ακτή όλο και να φοβερίζει με τα υπερβατικά σχήματα που έχουν πάρει οι βράχοι από την αέναη ενέργεια του αγέρα και των κυμάτων, και στο βάθος ένα «χαμόγελο», το Αμμούδι, στο πλαίσιο του Ξυλομπάτη, καμωμένο από τα γλυπτά της φύσης. Βράχος, θάλασσα, χιλιόχρονοι σταλακτίτες και αδιάκοπο παιχνίδι του φωτός και της σκιάς επάνω στα νερά και στη Σπηλιά του Τοίχου, που, επιπλέον, σου επιτρέπει να κοιτάξεις μέσα από την κορνίζα του έμπα της το νησάκι που αρμενίζει παράλληλα με την ακτή. Το προσπερνούμε, γιατί βιαζόμαστε να επιστρέψουμε στο λιμάνι του Σταυρού, γιατί επάνω στην εκκλησία της Παναγίας δοξάζεται μεγαλοπρεπώς το ηλιοβασίλεμα.
Σχέδιο το σχέδιο, οι εικαστικές δημιουργίες που συνθέτουν οι γραμμές του ασβέστη σε οδηγούν στο περίβλεπτο μοναστήρι της Παναγίας και του Αϊ-Γιάννη, πάνω από τον Σταυρό, για να εξερευνήσεις τα όρια ενός αυθεντικού νησιωτικού τοπίου, με αμμουδιές, μικρά χωράφια με ξερολιθιές, σκίνα και θυμάρια, τη θέα της Αμοργού να διαγράφεται στον ορίζοντα, το λιμάνι με τα λευκά σπίτια έναν γύρο και, βεβαίως, τον ήλιο να γέρνει προς την ψηλή Νάξο και το χαμηλό Κουφονήσι. Και όσο κατεβαίνει ο ήλιος, κατεβαίνεις κι εσύ το καλλιτεχνικό δρομάκι, με τα αναγνωρίσιμα και μη σχήματα, προς το λιμάνι, όπου το σκάφος που έχει μαζέψει τα πανιά του και μπαίνει νωχελικά σαν να του φέρνει την ηρεμία. Την ηρεμία και το γλυκό φως του ηλιοβασιλέματος που δεν θα φύγουν ποτέ από το πρόσωπο της Δονούσας, λες και έχει κάθε ημέρα πανηγύρι του Σταυρού και παίζουν ασταμάτητα τα βιολιά.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 5 Ιουλίου 2018.