Ο πόνος τους ήταν βουβός. Το βλέμμα τους χαμένο. Μπορεί να σώθηκαν από τις θανατηφόρες φλόγες και να δοξάζουν την τύχη τους για αυτό, αλλά όχι, δεν μπορούν να χαρούν. Δεν μπορούν να χαμογελάσουν. Δεν μπορούν να ξεχάσουν…
«Τη νύχτα τινάζονται στον ύπνο τους» λέει η μητέρα δύο υπέροχων παιδιών, μαθητών του Δημοτικού, που ήρθαν αντιμέτωπα με αυτές τις τρομακτικές εικόνες σε αυτή την τρυφερή ηλικία. Χαίρονταν τις καλοκαιρινές τους διακοπές στο εξοχικό τους στο Μάτι μαζί με τον παππού και τη γιαγιά τους, περνώντας ανέμελες στιγμές με φίλους τους και ξαφνικά «συστήθηκαν» με τον θάνατο. Ενιωσαν τον τρόμο από κάτι που δεν μπορεί ακόμη το παιδικό μυαλό τους να καταλάβει, να διαχειριστεί.
Και ακόμη σκέφτονται «γιατί;». Γιατί άρχισαν ξαφνικά να τρέχουν, με τις φλόγες να τα πλησιάζουν απειλητικά, αφήνοντας το σημάδι τους στο τρυφερό χεράκι του κοριτσιού;
Και πολλά άλλα ερωτήματα που κατακλύζουν το κεφαλάκι τους. Τι απέγιναν οι φίλοι τους; Ο παππούς, η γιαγιά; Γιατί δεν είναι μαζί τους;
«Μου φτάνει που ζουν τα παιδιά»
Τα δύο παιδιά κάθονταν με τη μητέρα τους στα κρεβάτια τους, στο Νοσοκομείο Παίδων «Η Αγία Σοφία». Ηταν ένα από τα νοσοκομεία που εφημέρευαν εκείνη την ημέρα.
«Τι είναι δημοσιογράφος;» με ρώτησε το κοριτσάκι το οποίο ζωγράφιζε στο κρεβάτι του. Αφού μου έκανε η μητέρα του νεύμα να πλησιάσω, προχώρησα και του απάντησα. Ο αδερφός της, στο διπλανό κρεβάτι, σήκωσε το βλέμμα, με κοίταξε και συνέχισε να ζωγραφίζει. «Πάω να πετάξω ένα σκουπιδάκι» τους ενημέρωσε η μητέρα τους και γυρνώντας προς εμένα είπε: «Θα μου κάνετε παρέα;».
Προχωρήσαμε στον διάδρομο. Δεν ήθελε να μιλήσει μπροστά στα παιδιά. Να τους ξαναζωντανέψει τη φρίκη. Αρχισε να μιλάει χωρίς να περιμένει ερώτηση. Η φωνή της έτρεμε, το βλέμμα της χαμένο.
«Ημασταν με τον άντρα μου στην Αθήνα. Δουλεύαμε. Τα παιδιά ήταν εκεί με τους παππούδες τους. Τις καθημερινές, που δεν ήμασταν μαζί τους, κάθε απόγευμα τους παίρναμε τηλέφωνο για να δούμε τι κάνουν. Ετσι κι εκείνη την ημέρα. Γύρω στις 6.30 τηλεφωνήσαμε. Δεν απάντησε κανείς. Σκεφτήκαμε ότι θα έχουν βγει βόλτα και δεν ακούν το τηλέφωνο. Τυχαία ανοίξαμε την τηλεόραση. Δεν είδαμε κάτι. Σε λίγα λεπτά όμως ακούσαμε για πυρκαγιά στην Πεντέλη. Ο άντρας μου ανησύχησε. «Γιατί ανησυχείς;» τον ρώτησα. «Τι δουλειά έχει η Πεντέλη με το Μάτι;». Ξαναπήραμε τηλέφωνο. Τίποτε. «Φεύγουμε για Μάτι» μου λέει ο άντρας μου και μου δείχνει τη φορά του ανέμου. «Είναι δυτικός. Φύγαμε». Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και προσπαθήσαμε να φτάσουμε. Ηταν αδύνατον. Ολοι οι δρόμοι ήταν κλειστοί. Δεν φτάσαμε ποτέ. Τα παιδιά μου και όλοι οι δικοί μας έφτασαν με ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ. Οι γονείς μου και ο πεθερός μου νοσηλεύονται με εγκαύματα στον Ευαγγελισμό. Εχουν εγκαύματα αλλά κανείς δεν χρειάστηκε να μπει στην Εντατική. Ημασταν τυχεροί. Το σπίτι μας ήταν κοντά στον δρόμο. Δυστυχώς, το Μάτι είναι δαιδαλώδες. Ο κόσμος δεν ήξερε από πού να πάει για να βγει στη θάλασσα. Και εκεί έχει βράχια. Πώς να έφθανε πλοιάριο;».
Τη ρωτάω για το σπίτι. «Κάηκε η αυλή. Δεν με νοιάζει το σπίτι, ούτε το αυτοκίνητο. Δεν με νοιάζει τίποτα. Φτάνει που είμαστε καλά».
12χρονος ψάχνει τον πατέρα του…
Μέχρι την περασμένη Πέμπτη είχαν μείνει στο Νοσοκομείο Παίδων για νοσηλεία τέσσερα παιδιά. Ευτυχώς, τα περισσότερα δεν είχαν σοβαρά εγκαύματα.
«Πιο σοβαρά νοσηλεύεται ένα παιδάκι με εγκαύματα στο σώμα, ακόμη και στις πατούσες του διότι ήταν ξυπόλυτο. Και πάλι όμως, τα εγκαύματα που έχει είναι επιφανειακά. Θα γίνει καλά. Ο πατέρας του εργάζεται στο εξωτερικό και ήρθε αμέσως μόλις έγινε γνωστό το τι συνέβη. Η μητέρα του, ο παππούς του και η γιαγιά του νοσηλεύονται με εγκαύματα στο «Γ. Γεννηματάς». Πολλά από τα άλλα παιδιά νοσηλεύτηκαν είτε με ήπια αναπνευστικά προβλήματα ή για κοινωνικούς λόγους. Εχουμε ένα αγοράκι 12 ετών που ψάχνει τον πατέρα του (σ.σ.: πρόκειται για το αγοράκι από το Βέλγιο του οποίου ο πατέρας ανασύρθηκε νεκρός, κάτι το οποίο δεν του είχε γίνει ακόμη γνωστό) και ένα κοριτσάκι που ψάχνει τη μητέρα της» μας λέει γιατρός του νοσοκομείου.

Διασώστες ΕΚΑΒ: «Δεν ξέραμε ποιος δρόμος ήταν ανοιχτός»

Τραγικές στιγμές έζησαν οι διασώστες του ΕΚΑΒ. Σύμφωνα με τον πρόεδρο του συλλόγου εργαζομένων Γιώργο Μαθιόπουλο «με το που πέρασε η φωτιά από τον Νέο Βουτζά στο Μάτι δεχθήκαμε τις πρώτες κλήσεις. Δεχόμασταν κλήσεις που μας έλεγαν ότι υπάρχουν άνθρωποι καμένοι στην περιοχή. Δυστυχώς τις πρώτες ώρες δεν μπορούσαμε να φτάσουμε και γυρνούσαμε πίσω. Το άγχος των διασωστών ήταν μεγάλο. Για αρκετή ώρα ήμασταν στη διασταύρωση της Ραφήνας και στην πλατεία της περιοχής και δεν είχαμε ενημέρωση από πού να πάμε μέσα στο Μάτι. Δεν ξέραμε αν υπήρχε ανοιχτός δρόμος και δεν το μάθαμε ποτέ. Δεν ξέρω πώς έκλεισαν οι δρόμοι… Μπορεί να έπρεπε να κλείσουν, αλλά έπρεπε να υπάρχουν έξοδοι διαφυγής. Δεν ξέρω, μπορεί να έγιναν και λάθη». Ο κ. Μαθιόπουλος θυμάται ότι «όταν μειώθηκε η ένταση της φωτιάς και καταφέραμε να μπούμε στο Μάτι, οι συνάδελφοί μου αντίκρισαν ανθρώπους απανθρακωμένους σε μηχανάκια, μέσα σε αυτοκίνητα, κάτω στον δρόμο, μικρά παιδάκια αγκαλιασμένα… Ζήσαμε πρωτόγνωρες καταστάσεις. Ενα ασθενοφόρο γλίτωσε παρά τρίχα να καταπλακωθεί από κολόνα που έπεσε ακριβώς δίπλα του».

Να σημειωθεί ότι το ΕΚΑΒ δέχθηκε 185 κλήσεις κατ’ όνομα (για κάθε όνομα έγιναν περισσότερες από δύο και τρεις κλήσεις) και μετέφερε στα νοσοκομεία περίπου 75 – 80 περιστατικά (οι υπόλοιποι διακομίστηκαν με δικό τους μέσο).

Ευαγγελισμός: «Στα Επείγοντα μύριζε κάρβουνο»

Αναστατωμένοι ήταν οι γιατροί των νοσοκομείων που κλήθηκαν να περιθάλψουν την αποφράδα εκείνη ημέρα τραυματίες και δη εγκαυματίες που κατέφθαναν είτε με ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ ή με ιδιωτικό μέσο κατά δεκάδες.
«Εκείνες τις ώρες ήταν τέτοια η προσέλευση που δεν μπορούσες να εντρυφήσεις στο προσωπικό δράμα του καθενός. Επρεπε να διασφαλίσεις ότι ο άνθρωπος που έχεις στα χέρια σου θα ζήσει. Να εκτιμήσεις ποιος ήταν πιο βαριά και να κάνεις τα πάντα για να τον σώσεις. Μόνο στον Ευαγγελισμό ήρθαν μέσα σε λίγες ώρες περισσότερα από 70 χειρουργικά περιστατικά και πάνω από 60 πνευμονολογικά. Τα φορεία τοποθετούνταν σαν… τέτρις. Στα Επείγοντα μύριζε κάρβουνο. Μαζί με τα ρούχα των εγκαυματιών έβγαιναν και σάρκες. Η κατάσταση θύμιζε πόλεμο». Με τα λόγια αυτά περιγράφει ο καρδιολόγος του Ευαγγελισμού Γιώργος Φερεντίνος τι συνέβαινε στο νοσοκομείο εκείνες τις ώρες. Ο ίδιος, παρότι είχε την ειδικότητα του καρδιολόγου, ήταν εκεί μαζί με πολλούς άλλους συναδέλφους του.

«Ηρθαν γιατροί όλων των ειδικοτήτων και νοσηλευτές που δεν εφημέρευαν για να βοηθήσουν. Δεν χρειάστηκε να τους καλέσει κανείς. Ηρθαν όλοι οικειοθελώς. Είναι περιττό να πω ότι βοηθούσαν όλες οι ειδικότητες του χειρουργικού τομέα και όχι μόνο οι γενικοί και οι πλαστικοί χειρουργοί που βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή. Παράλληλα, σημειώστε ότι συνεχιζόταν και η κανονική ροή της εφημερίας, δηλαδή τραυματίες από τροχαία κ.λπ. Οπότε ο όγκος δουλειάς ήταν πολύ μεγάλος» επισημαίνει ο κ. Φερεντίνος.

Πρωτόγνωρες καταστάσεις βίωσαν συνάδελφοί του, ειδικευόμενοι του χειρουργικού τομέα. «Ο χώρος του Τμήματος Επειγόντων Περιστατικών λειτουργούσε σαν πολυϊατρείο. Ζήσαμε τραγικές στιγμές. Δεν μπορούσαμε να ξέρουμε ότι θα ήταν τόσο πολλά περιστατικά. Εμειναν όμως οι συνάδελφοί μας, που υπό κανονικές συνθήκες θα έφευγαν, ήρθαν και άλλοι που δεν εφημέρευαν, και τα καταφέραμε. Δούλεψε το σύστημα».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ