1. Η εξωτερική πολιτική της χώρας μας σε σχέση με τα – όχι ευάριθμα – προβλήματα με τους γείτονές μας καταγράφει σειρά χαμένων ευκαιριών, αν όχι αποτυχιών. Αξίζει να σημειωθεί ότι το σύνολο των προβλημάτων μεταξύ κρατών από τον Ψυχρό Πόλεμο λύθηκε με τη λήξη του. Ομοίως, τα προβλήματα που προέκυψαν από τη διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας με άλλες όμορες χώρες έχουν λυθεί. Πλην βεβαίως του προβλήματος της χώρας μας με την ΠΓΔΜ.
Συνήθως κατάλληλη ευκαιρία για την επίλυση τέτοιων προβλημάτων είναι ο χρόνος πριν την είσοδο ενός κράτους σε διεθνείς οργανισμούς. Μία τέτοια ευκαιρία δίνεται τώρα, ενόψει της πιθανότητας ένταξης της ΠΓΔΜ σε ΝΑΤΟ και Ε.Ε..

Συντρέχουν μάλιστα περισσότεροι παράγοντες, όπως η θέση της νέας κυβέρνησης της ΠΓΔΜ, η οικονομική της κατάσταση, αλλά και η βούληση πολλών ισχυρών κρατών, στα πλαίσια της προσπάθειάς τους να εντάξουν στους διεθνείς Οργανισμούς κράτη των Δυτικών Βαλκανίων. Άλλωστε η κυβέρνηση Τραμπ έχει αλλάξει σημαντικά τη σταθερή επί δεκαετίες εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, οι οποίες σήμερα φαίνεται να έχουν αποφασίσει να συνδράμουν δυναμικά στην επίλυση του προβλήματος.

2. Από την άλλη πλευρά, η χώρα μας οφείλει να έχει συνολική στρατηγική ασφάλειας στην περιοχή των Βαλκανίων, ώστε μέσω αυτής να εξυπηρετεί και τα εθνικά συμφέροντα. Βασικός μας στόχος πρέπει να είναι το συντομότερο δυνατόν να κλείσουν τα μέτωπα, ειδικά στα βόρεια σύνορά μας. Χάθηκε ήδη η ευκαιρία να λυθούν τα θέματα με την Αλβανία (μειονοτικά και υφαλοκρηπίδα) πριν την είσοδό της στο ΝΑΤΟ. Όμως, το, χρονίζον πλέον, «μακεδονικό» πρόβλημα δεν πρέπει να παραμείνει άλυτο, καθώς η λύση του θα συντελέσει στην ειρήνευση στην περιοχή και θα μας επιτρέψει να επικεντρωθούμε σε άλλα πιο φλέγοντα και επικίνδυνα εξωτερικά θέματα.

Οφείλουμε λοιπόν να δούμε το πρόβλημα με την ΠΓΔΜ ως μέρος της εθνικής μας στρατηγικής και όχι μεμονωμένα. Και τούτο για τον πρόσθετο λόγο ότι το κράτος της ΠΓΔΜ βρίσκεται σε δεινή πολιτική και οικονομική θέση, ενώ διακινούνται διάφορα σενάρια για το μέλλον του. Από κάθε πλευρά εξυπηρετεί την εθνική πολιτική για την ασφάλεια η ύπαρξη ενός ισχυρού και αξιόπιστου γείτονα στα βόρεια σύνορά μας, που να μετέχει στους διεθνείς Οργανισμούς, παρά ενός κράτους ευεπίφορου σε κάθε πίεση ή προστασία. Διότι ένα τέτοιο κράτος μπορεί να είναι εύκολος στόχος για οποιονδήποτε, όπως π.χ. το ιδεολόγημα της «Μεγάλης Αλβανίας», της «Μεγάλης Βουλγαρίας» ή το λεγόμενο «μουσουλμανικό τόξο» κ.ά.

3. Δυστυχώς, σειρά αβελτηριών και κακών χειρισμών δεκαετιών έφεραν τη χώρα μας σε δύσκολη θέση διεθνώς. Η δε υπόθεση του ονόματος περιλαμβάνει και άλλον παίκτη, καθώς η Βουλγαρία ήδη φέρεται να διαφωνεί σε πιθανό όνομα «Βόρεια Μακεδονία» λόγω του Πιρίν.

Σημαντικό επίσης είναι να ληφθεί υπόψη ότι αυτό που η Ελλάδα καλείται να δώσει, δηλαδή η αναγνώριση του ονόματος και η συναίνεσή της στην είσοδο σε ΝΑΤΟ και Ε.Ε., δίδεται εφάπαξ. Αντίθετα, η πολιτική ασκείται συνεχώς και αενάως και μπορεί να είναι κάποτε ειρηνική και κάποτε αλυτρωτική. Συνεπώς είναι σημαντικό να προσεχθούν οι εγγυήσεις αλλά και οι διατυπώσεις στα κείμενα των συμβάσεων, ώστε να εξασφαλιστεί στο μέτρο του δυνατού ότι οι αλλαγές που θα συμφωνηθούν στο Σύνταγμα της ΠΓΔΜ, στη νομοθεσία της και στο εκπαιδευτικό της σύστημα ή όπου αλλού θα είναι πάγιες και δεν θα εξαρτώνται από κάθε πολιτική αλλαγή.

Το πρόβλημα βεβαίως δεν είναι απλό. Ούτε πρέπει να λυθεί όπως-όπως. Στην παρούσα πάντως φάση διαφαίνεται μία ευνοϊκή συγκυρία για πιθανή επίλυσή του. Ίσως πρόκειται για μία τελευταία ευκαιρία που δεν πρέπει να σπαταληθεί. Όμως η λύση απαιτεί ευρείες πολιτικές συναινέσεις και στις δύο χώρες. Και το θέμα είναι πολύ σοβαρό για μικροκομματικά παιχνίδια και στις δύο πλευρές.


Ο Θωμάς Παπαλιάγκας είναι πολιτικός, επικεφαλής της Δημοκρατικής Ευθύνης, δικηγόρος