Κατά τις τελευταίες τρείς δεκαετίες, η Γερμανία, όπως και τα άλλα κράτη – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφήρμοσαν αντιπληθωριστικές και ουσιαστικά ανεργιοφόρες (διεύρυνση κάθε μορφής ευελιξίας στην αγορά εργασίας) πολιτικές προσαρμογής στα κριτήρια της Συνθήκης του Μάαστριχτ.
Παράλληλα, οι ελλειμματικές προϋποθέσεις του ενιαίου νομίσματος, η δυναμική ένταξη στον νέο διεθνή καταμερισμό εργασίας της παγκοσμιοποίησης και η στρατηγική επιλογή «σταθεροποίηση της οικονομίας με αποσταθεροποίηση της εργασίας», κατέληξαν, κατά κυριολεξία, στη σταδιακή αποδιάρθρωση της αγοράς εργασίας και στη συρρίκνωση του «γερμανικού κοινωνικού μοντέλου».
Στην κατεύθυνση αυτή, η Γερμανία από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 (πέντε έτη μετά την Ένωση), στο πλαίσιο του αναπτυξιακού παραδείγματος του ελεγχόμενου ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ, με στόχο την επίτευξη «σταθερών και ενάρετων μακροχρόνιων οικονομικών κύκλων», αποφάσισε (Agenda 2010 του Gerhard Schroder) τη σταδιακή αύξηση των εισφορών παράλληλα με την μείωση των συντάξεων καθώς και τη θεσμοθέτηση της ευελιξίας της αγοράς εργασίας, με αποτέλεσμα, μεταξύ των άλλων, τον περιορισμό της σημασίας των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και της συνδικαλιστικής δράσης (βλ. επίσης πρόσφατα (2017) Προεδρικά Διατάγματα του E. Macron), καθώς και των συνθηκών κοινωνικού dumping που δημιουργήθηκαν στην γερμανική αγορά εργασίας.
Σ΄αυτό το οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον, τα συνδικάτα των εργαζομένων «πιεζόμενα» από τις συνέπειες της μετεγκατάστασης των γερμανικών επιχειρήσεων στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, συνυπέγραψαν με τους εργοδότες, στο πλαίσιο των συλλογικών διαπραγματεύσεων αυτής της περιόδου, την συγκράτηση των μισθών στην Γερμανία. Οι κλαδικές συμβάσεις εργασίας δεν εφαρμόζονται υποχρεωτικά σε όλες τις επιχειρήσεις του κλάδου, όταν οι εργοδότες τους δεν είναι μέλη του εργοδοτικού συνδικάτου.
Η κατά τον νόμο αυτή παρέκκλιση στην Γερμανία, ουσιαστικά, αποδυναμώνει τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, δεδομένου ότι τα υποκατάστατα τους, δηλαδή οι επιχειρησιακές και ατομικές συμβάσεις εργασίας απομακρύνονται, μεταξύ των άλλων, από την πλήρη κάλυψη των εργαζομένων του κλάδου καθώς και από την υποχρέωση να μη παραβιάζουν το επίπεδο του κατώτατου μισθού.
Στις συνθήκες αυτές στην Γερμανία καλύπτεται (2016) το 56% των μισθωτών από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, ενώ στην Ευρωπαϊκή Ένωση – 28 η κάλυψη, κατά μέσο όρο, υπερβαίνει το 60% των μισθωτών. Το ίδιο και με την έκταση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης, η Γερμανία βρίσκεται σε ποσοστό που αντιστοιχεί πάνω από το 25% των μισθωτών (Ε.Ε-28, 20%) και μεταξύ αυτών 7,8 εκατομ. άτομα ( 19% των μισθωτών), έχοντας μηνιαίο εισόδημα κάτω των 450 ευρώ και μη καταβάλλοντας ασφαλιστικές εισφορές, δεν είναι δικαιούχοι των παροχών κοινωνικής προστασίας και κυρίως των συνταξιοδοτικών παροχών.
Παράλληλα, από τα μέσα της δεκαετίας του 2000, ο συνολικός αριθμός των πολιτών στην Γερμανία που διαβιούν κάτω από τα όρια της φτώχειας έχει αυξηθεί, ιδιαίτερα ο αριθμός των συνταξιούχων (4,8 εκατομ. άτομα άνω των 65 ετών, 2015), φθάνοντας σήμερα στο 16% (13 εκατομ. άτομα) του πληθυσμού της χώρας. Αξίζει να σημειωθεί ότι ενώ το ποσοστό ανεργίας (5,7%) στην Γερμανία, καταγράφεται ως το μικρότερο της Ε.Ε. – 28, εντούτοις τα άτομα που λαμβάνουν επιδόματα έχουν αυξηθεί, ιδιαίτερα κατά την τελευταία πενταετία, κατά 2,1 εκατομ. άτομα (7,2% του συνολικού πληθυσμού) επειδή οι αμοιβές τους, λόγω των ευέλικτων μορφών απασχόλησης, δεν επαρκούν για να καλύψουν τις ανάγκες διαβίωσης τους.
Επιπλέον, οι δυσμενείς αυτές κοινωνικο – οικονομικές εξελίξεις στην Γερμανία, από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, συνοδεύονται από την σταδιακή μείωση των κοινωνικών δαπανών (25,8% του ΑΕΠ, 2015) καθώς και από τις δυσμενείς δημογραφικές προοπτικές της χώρας, με την έννοια της μείωσης του πληθυσμού της σε 77,8 εκατομ. άτομα το 2080 από 81,2 εκατομ. άτομα το 2015 (Eurostat, Ιούλιος 2017), λόγω του υψηλού επιπέδου υπογεννητικότητας και της αύξησης της γήρανσης του πληθυσμού.
Έτσι, η παρατηρούμενη αύξηση της εξαγωγικής δραστηριότητας των γερμανικών επιχειρήσεων και τα πλεονάσματα στο εμπορικό ισοζύγιο της Γερμανίας, σημειώθηκαν περισσότερο σε όρους ανταγωνιστικότητας – κόστους εργασίας και λιγότερο σε όρους ανταγωνιστικότητας – τιμής. Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι η βασική συνιστώσα των ευρωπαϊκών και διεθνών εξαγωγικών και άλλων επιδόσεων της γερμανικής οικονομίας, αποτελούν, μεταξύ των άλλων, οι οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες, η ευελιξία της αγοράς εργασίας, η διεύρυνση της φτωχοποίησης, η διάβρωση της κοινωνικής συνοχής, κ.λ.π.
Οι συνθήκες αυτές, όπως εξάλλου αποδεικνύεται και από τα αποτελέσματα των γερμανικών εκλογών, συνέβαλαν στην ενδυνάμωση των δυνάμεων του εθνικισμού, του νεοναζισμού, του εθνοκεντρισμού, του ρατσισμού, της ξενοφοβίας (προσφυγικό – μεταναστευτικό), των διακρίσεων, του κοινωνικού διχασμού, κ.λ.π. Κι’ αυτό γιατί εάν λάβει κανείς υπόψη ότι από τα 4,1 εκατομ. περίπου ψήφων που συγκέντρωσε το τρίτο κόμμα (AfD – εθνικιστική δεξιά), οι 3 στους 4 ψήφους προέρχονται από όλα τα άλλα γερμανικά κόμματα και ο 1 στους 4 ψήφους αφορά νέους ψηφοφόρους.
Παράλληλα, αξίζει να σημειωθεί ότι στο σύνολο των ψηφοφόρων του AfD, το 36% ψήφισε, κατά δήλωση του, το συγκεκριμένο κόμμα για τις ιδέες του και το 60% ψήφισε για να αναμετρηθεί με τις ασκούμενες πολιτικές των άλλων κομμάτων.


*Ο κ. Σάββας Γ. Ρομπόλης είναι Ομότιμος Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου και ο κ. Βασίλειος Γ. Μπέτσης υποψήφιος Διδάκτορας Παντείου Πανεπιστημίου