Οι πρόσφατες εξελίξεις στη δικαιοσύνη, τόσο στην περίπτωση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών Ισ. Ντογιάκου όσο και στο ΣτΕ με τη ματαίωση της διάσκεψής του και τις δηλώσεις του Προέδρου του, οι οποίες είχαν ως συνέπεια την παραίτηση δύο αντιπροέδρων, αποτυπώνουν ανάγλυφα τη βαθύτατη θεσμική κρίση, στην οποία έχει περιέλθει η χώρα μας. Αρκεί να θυμίσουμε επιπλέον τις επιλογές στις ηγεσίες των ανωτάτων δικαστηρίων, την πρόωρη επιλογή και με «βουτιά στην ιεραρχία» της Β. Θάνου στην προεδρία του Αρείου Πάγου απευθείας από την προεδρία της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, τις διώξεις σε βάρος δικαστικών, των οποίων οι χειρισμοί δεν είναι αρεστοί στην κυβέρνηση κλπ. Ταυτόχρονα σχεδόν ξεδιπλώθηκε το θέμα των τηλεοπτικών αδειών, στα όρια της συνταγματικής εκτροπής, που άναψε τη συζήτηση με το θέμα των βοσκοτόπων της Ιθάκης.

Δεν είναι η πρώτη φορά που μία κυβέρνηση παρεμβαίνει εξωθεσμικά στη δικαιοσύνη και μάλιστα για υποθέσεις που ενδιαφέρουν την κοινή γνώμη και έχουν πολιτικές προεκτάσεις. Είναι όμως η πρώτη φορά που με τόσο ωμό τρόπο παρεμβαίνει τόσο απροκάλυπτα σε τόσο μεγάλο βάθος και σε τόσο πολλές υποθέσεις και καταστάσεις. Είναι λοιπόν κυριολεκτικά αδήριτη ανάγκη να ανοίξει ο διάλογος για την αναθεώρηση του Συντάγματος σε πολλά επίπεδα και βεβαίως και στο θέμα της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης.

Η χώρα και η πολιτεία μας χρειάζονται πλήρη αναθέσμιση. Η εμπιστοσύνη στους θεσμούς δεν είναι πια δεδομένη αλλά είναι ανάγκη να κερδίζεται καθημερινά. Και είναι σχέση αμφίδρομη. Όσο οι πολίτες νιώθουν ότι το δικαιικό σύστημα λειτουργεί γρήγορα και αποδίδει πραγματική δικαιοσύνη τόσο θα το εμπιστεύονται. Παρομοίως συμβαίνει και με τους άλλους θεσμούς, όπως π.χ. κράτος, κυβέρνηση, νομοθετική εξουσία, Πανεπιστήμια, εκκλησία, στρατό κλπ.

Η αναθέσμιση πρέπει να ξεκινήσει από την προστασία της ανεξαρτησίας των τριών εξουσιών, ώστε να εξασφαλίζεται ότι η καθεμία θα παίζει σωστά το ρόλο της ως πυλώνα της δημοκρατίας. Η εξασφάλιση της πραγματικής ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης είναι προϋπόθεση της επιδίωξης να της δοθεί η αρμοδιότητα να ελέγχει διαρκώς τη νομιμότητα των πράξεων της κυβέρνησης.

Όσον αφορά στην εκτελεστική και τη νομοθετική εξουσία, πρέπει κι αυτές να διαχωριστούν ουσιαστικά, καθώς με τη διαχρονική κατάχρηση της αρχής της δεδηλωμένης εμφανίζεται μία ολοένα και αυξανόμενη ταύτισή τους, μέχρι του σημείου να είναι πλέον σχεδόν απόλυτη. Έτσι, είναι πλέον απαραίτητο να εισαχθεί ασυμβίβαστο μεταξύ των ιδιοτήτων του υφυπουργού και του βουλευτή, ενώ μόνο ένα μικρό ποσοστό (στην Αγγλία π.χ. είναι 4%) βουλευτών να έχουν δικαίωμα να γίνονται υπουργοί ή αναπληρωτές υπουργοί. Οι δε υφυπουργοί και γενικοί γραμματείς θα πρέπει να κωλύονται να θέσουν υποψηφιότητα για την επόμενη της θητείας τους κοινοβουλευτική περίοδο.

Τέλος, πρέπει να ενισχυθεί η ανεξαρτησία και οι αρμοδιότητες των ανεξάρτητων και των ρυθμιστικών αρχών, οι οποίες πλέον να ελέγχονται πιο τακτικά και ουσιαστικά, αποκλειστικά όμως, από το Κοινοβούλιο.

Τέτοιες και πολλές άλλες, όλες πυρηνικού τύπου, τομές είναι αναγκαίο να γίνουν το συντομότερο στη χώρα και την πολιτεία μας. Τόσο βαθιές τομές (και όχι απλώς «μεταρρυθμίσεις») δεν μπορεί να εισαγάγει ούτε να υποστηρίξει το παρόν πολιτικό σύστημα και οι παραφυάδες του, διότι απλώς στηρίχθηκε και στήριξε όλες αυτές τις στρεβλώσεις. Ούτε μπορούν να τις τολμήσουν επαγγελματίες ή κληρονόμοι της πολιτικής ή τα σημερινά λαϊκίστικα κόμματα, άνθρωποι δηλαδή που εξαρτούν τη διαβίωσή τους από την πολιτική. Μονόδρομος είναι η ανάδειξη νέων σχημάτων που να αποπνέουν πολιτική υγεία και θα αποτελούνται από ανθρώπους καθημερινούς, εργαζομένους, επαγγελματίες, υπαλλήλους, ανέργους, συνταξιούχους, όχι κατ’ ανάγκην νέους στην ηλικία, αλλά σχετικά καινούργιους στην πολιτική. Ανθρώπους που ζουν μες στην κοινωνία και στα προβλήματα και όχι σε γυάλινο πύργο. Και αυτοί είναι οι πολλοί.

* Ο Θωμάς Παπαλιάγκας, είναι δικηγόρος, μέλος του Τριμελούς Συντονιστικού του προσωρινού Εκτελεστικού Συμβουλίου της Δημοκρατικής Ευθύνης.