«Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος για το Brexit μπορεί να λειτουργήσει ως ένα χρήσιμο μήνυμα αφύπνισης για την ΕΕ και τους κεντρικούς θεσμούς της. Ανώτεροι αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής Ενωσης όπως ο Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ και ο Μάρτιν Σουλτς έφεραν το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης στα όριά του, και αποτελεί γεγονός πως ο βρετανικός λαός (και όχι μόνον οι υποστηρικτές του Brexit) δεν είναι ο μοναδικός στην Ευρώπη που εμφανίζεται ανήσυχος όσον αφορά την πορεία ανάπτυξης και εξέλιξης της ΕΕ. Τα δύο ζητήματα που απασχολούν τους Ευρωπαίους είναι η νεοφιλελεύθερη ατζέντα που έχει ως στόχο μια Ευρώπη των Τραπεζιτών και των Μεγαλοεπιχειρηματιών και όχι την Ευρώπη των Λαών και το αυξανόμενο έλλειμμα δημοκρατίας. Θεωρώ πως ήρθε η ώρα να εστιάσει εκ νέου η ΕΕ σε όλα όσα ξέρει να κάνει καλύτερα, ήτοι να παράσχει διευρωπαϊκές οικονομικές ελευθερίες (αντί για υπερβολικές ρυθμίσεις) και διευρωπαϊκά δίκτυα κοινής ωφελείας όσον αφορά τις μετακινήσεις και τις υποδομές. Ολα τα υπόλοιπα θα πρέπει να αφεθούν στη δικαιοδοσία των κρατών-μελών».

Αυτά δηλώνει μιλώντας στο «Βήμα» ο δρ Γιοργκ Ματίας, καθηγητής Πολιτικών Επιστημών και Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο του Αστον στο Μπέρμιγχαμ και ακαδημαϊκός συνεργάτης του ιδρύματος Aston Center for Europe. Εκτιμά ότι οι πρώτες συνέπειες του Brexit θα είναι αρνητικές, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, τόσο για τις χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης όσο και για τη Βρετανία. Αλλά η εξέλιξη αυτή συνιστά μια ευκαιρία για ρεαλιστική και φιλολαϊκή πολιτική. Και σύμφωνα με τον γερμανό πανεπιστημιακό το πιο δύσκολο έργο καλείται να το επιτελέσει η Τερέζα Μέι, η νέα πρωθυπουργός της Βρετανίας.
Πώς θα μπορούσε να είναι «επιτυχημένο» το Brexit για τον βρετανικό λαό;
«Το κύριο ζήτημα είναι η διαχείριση του Μεταναστευτικού. Είναι ξεκάθαρο πως η Τερέζα Μέι είναι το πλέον ακατάλληλο πρόσωπο για αυτή τη δουλειά, καθώς υπήρξε υπεύθυνη των σχετικών πολιτικών, ως υπουργός Εσωτερικών, κατά την περίοδο της διακυβέρνησης της Βρετανίας από τον Ντέιβιντ Κάμερον αλλά απέτυχε να πιάσει τους στόχους που είχαν προκαθοριστεί. Το Brexit μπορεί να βάλει τέλος στην ελεύθερη μετακίνηση προσώπων από την ΕΕ στη Βρετανία και αντίστροφα αλλά δεν θα συμβάλει στη διαχείριση του κατά πολύ μεγαλύτερου αριθμού μεταναστών από χώρες εκτός της ΕΕ.
Προς το παρόν δεν θεωρώ πως το Brexit μπορεί να έχει θετικό αντίκτυπο για τους Βρετανούς. Βραχυπρόθεσμα, τα μειονεκτήματα θα ξεπεράσουν τα πλεονεκτήματα. Η Τερέζα Μέι έχει ήδη δηλώσει ότι η Βρετανία χρειάζεται μια έκρηξη παραγωγικότητας ώστε να έχει μια επιτυχημένη πορεία στην παγκόσμια οικονομία –αυτό είναι αλήθεια –αλλά για να συμβεί αυτό είναι απαραίτητες οι κατάλληλες επενδύσεις, συμπεριλαμβανομένων επενδύσεων στο ανθρώπινο δυναμικό.
Οι συντηρητικές κυβερνήσεις, ωστόσο, των οποίων η βρετανίδα πρωθυπουργός υπήρξε μέλος, έκαναν ακριβώς το αντίθετο, εφαρμόζοντας ένα πρόγραμμα λιτότητας ως τμήμα μιας ευρύτερης και ιδιαίτερα νεοφιλελεύθερης ατζέντας στο εσωτερικό της οποίας οι άνθρωποι εκλαμβάνονται στο σύνολό τους ως παράγοντας κόστους και όχι ως επενδυτικό αγαθό. Είναι απαραίτητη μια στροφή 180 μοιρών από τη νέα κυβέρνηση των Συντηρητικών αλλά αμφιβάλλω αν πολιτικοί όπως η πρωθυπουργός Τερέζα Μέι, ο υπουργός Εξωτερικών Μπόρις Τζόνσον και ο υπουργός Διεθνούς Εμπορίου Λίαμ Φοξ είναι τα κατάλληλα άτομα για αυτό το δύσκολο έργο».
Τι θα πρέπει να προσέξει περισσότερο η πρωθυπουργός Τερέζα Μέι στην προσπάθειά της να μετατρέψει το Brexit σε επιτυχία;

«Νομίζω ότι πρέπει να προσέξει τέσσερα ζητήματα, τα εξής:

1. Η Τερέζα Μέι δεν θα πρέπει να ανησυχεί ιδιαίτερα για το ζήτημα της πρόσβασης των βρετανικών βιομηχανιών στην Ενιαία Αγορά καθώς οι επιχειρηματικοί ηγέτες της Βρετανίας και της ΕΕ θα βρίσκουν πάντα κατάλληλους τρόπους ώστε να συναλλάσσονται μεταξύ τους, ανεξάρτητα, και συχνά καθ’ υπέρβαση, των προθέσεων των όποιων κυβερνήσεων. Κατά κανόνα, οι Τόρις εμπιστεύονται τα μέλη της επιχειρηματικής κοινότητας, οπότε, γιατί όχι και αυτή τη φορά;
2. Θα πρέπει να διαχειριστεί το ζήτημα της διαμονής των πολιτών της ΕΕ στη Βρετανία. Το να αντιμετωπίζει τους ευρωπαίους πολίτες ως ομήρους ώστε να μπορέσει να κερδίσει κάποιο πλεονέκτημα εν όψει των διαπραγματεύσεων για την αποχώρηση της Βρετανίας από την Ενωση είναι απαράδεκτο. Αν η κατάσταση εξελιχθεί άσχημα, η κυρία Μέι θα μπορούσε να χάσει χιλιάδες πολίτες χωρών-μελών της ΕΕ που βρίσκονται σε ηλικίας εργασίας και συνεισφέρουν σημαντικά στην οικονομία και να λάβει ως αντάλλαγμα χιλιάδες βρετανούς συνταξιούχους που θα αναγκαστούν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους από την Ισπανία και άλλες χώρες της Νότιας Ευρώπης. Η άφιξή τους θα έχει σημαντικό αντίκτυπο στο Εθνικό Σύστημα Υγείας και στα συνταξιοδοτικά ταμεία καθώς ο οδοντίατρος από την Ουγγαρία και η νοσοκόμα από την Τσεχία όχι μόνο θα έχουν φύγει από τη χώρα αλλά θα έχουν σταματήσει να πληρώνουν και τις ασφαλιστικές τους εισφορές.
3. Θα πρέπει να βρει μια λύση και για τη Σκωτία και για τη Βόρεια Ιρλανδία, χώρες όπου η πλειοψηφία των πολιτών τάσσεται υπέρ της παραμονής στην ΕΕ. Η διεξαγωγή ενός νέου δημοψηφίσματος στη Σκωτία αποτελεί μια πραγματική απειλή, αν και όχι στον βαθμό που θα ήθελε να το παρουσιάσει η Νίκολα Στέρτζον. Η σύνδεση της Βόρειας Ιρλανδίας με την Ιρλανδία δεν αποτελεί άμεση απειλή αλλά απαιτείται μια λύση ώστε να παραμείνει οικονομικά βιώσιμη η ευρύτερη περιοχή και αυτό σημαίνει πως τόσο το Δουβλίνο όσο και το Λονδίνο θα πρέπει να αντικαταστήσουν τα ευρωπαϊκά κονδύλια για τη Βόρεια Ιρλανδία. Και στην περίπτωση που είτε η Σκωτία είτε η Βόρεια Ιρλανδία εγκαταλείψουν τη Βρετανία, τότε η οικονομία της χώρας δεν θα είναι πια η 5η μεγαλύτερη στον κόσμο, ισχυρισμός που άλλωστε τίθεται ήδη εν αμφιβόλω.
4. Εχοντας στο μυαλό της ότι πλέον δεν αποτελούν βρετανικές αποικίες και πως έχουν τα δικά τους εθνικά συμφέροντα, η Τερέζα Μέι θα πρέπει πάση θυσία να αναθερμάνει τους παραδοσιακούς δεσμούς της Βρετανίας με χώρες εκτός της Ευρώπης. Η συνεργασία είναι επιθυμητή αλλά το ενδιαφέρον των μη Ευρωπαίων για τη Βρετανία ενδέχεται να είναι περιορισμένο. Το γεγονός ότι η Βρετανία δεν θα είναι πλέον σε θέση να λειτουργεί ως γέφυρα ανάμεσα στην Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο αποτελεί ένα σημαντικό μειονέκτημα του Brexit, ειδικά όσον αφορά τις σχέσεις της Βρετανίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής».

HeliosPlus