Καθώς οΝτόναλντ Τραμπεπιδιώκει να αναδειχθεί ο προεδρικός υποψήφιος του «νόμου και της τάξης», παρουσιάζεται από τους συμμάχους και τους συνεργάτες του ως ο διάδοχος τουΡίτσαρντ Νίξον ο οποίος κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας το 1968 επιδίωκε ακριβώς το ίδιο: να προβληθεί ως ο εγγυητής της ασφάλειας των Αμερικανών. Αυτό τουλάχιστον ισχυρίζονται οιΜάικλ ΜπαρμπάροκαιΑλεξάντερ Μπερνστζουλάι, δημοσιογράφοι των «New York Times», με αφορμή τα όσα διαδραματίζονται στο Εθνικό Συνέδριο του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος που ξεκίνησε τη Δευτέρα στο Κλίβελαντ του Οχάιο.
«Αφήστε τον Τραμπ να είναι ο Τραμπ, επέμεναν πάντα οι βοηθοί του. Και επιτρέψτε να αποτελέσει το συνέδριό του ένα αμεταμέλητο αφιέρωμα στην ιδιαίτερη, ασυνεπή, αδάμαστη προσωπικότητά του. «Θέλω», έχει δηλώσει αρκετές φορές ο προεδρικός υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών, «να είμαι ο εαυτός μου». Αλλά κατά την πρώτη ημέρα του Ρεπουμπλικανικού Εθνικού Συνεδρίου ο Ντόναλντ Τραμπεμφανώς προσπαθούσε να επικαλεστεί κάποιον άλλον: τον Ρίτσαρντ Νίξον»σημειώνουν στο ρεπορτάζ τους οι δύο αμερικανοί δημοσιογράφοι και προσδιορίζουν πως τη Δευτέρα, «κατά τη διάρκεια ενός απογεύματος αυστηρών ομιλιών που θύμιζαν, όσον αφορά και τον τόνο και τα ζητήματα για τα οποία έγινε αναφορά, την επιτυχημένη προεκλογική εκστρατεία του Ρίτσαρντ Νίξον το 1968, οι σύμμαχοι και οι βοηθοί του κ. Τραμπ τον παρουσίασαν περήφανα ως τον κληρονόμο του ατιμασμένου πρώην προέδρου».

Και προς επίρρωση του ισχυρισμού τους επικαλούνται τονΠολ Μάναφορτ, επικεφαλής της προεκλογικής εκστρατείας του κ. Τραμπ, ο οποίος δεν δίστασε να δηλώσει –και μάλιστα απροκάλυπτα –ότι ο νεοϋορκέζος μεγιστάνας χρησιμοποίησε ως πρότυπο για την κύρια ομιλία του με την οποία θα αποδεχθεί το χρίσμα που εξασφάλισε και επίσημα την Τρίτη την ομιλία που εκφώνησε ο Ρίτσαρντ Νίξον πριν από 48 χρόνια στο Μαϊάμι. «Αν ανατρέξετε στο παρελθόν και διαβάσετε, εκείνη η ομιλία συνάδει με πολλά από τα ζητήματα του σήμερα» είπε σε δημοσιογράφο του Bloomberg.

Ποντάρει στον φόβο των λευκών Αμερικανών

Κάνοντας λόγο για μια«αξιοσημείωτη, ανοιχτή και δίχως ίχνος δισταγμού αποδοχή των πολωτικών τακτικών»που εφάρμοσε κατά τη δική του προεκλογική εκστρατεία ο Νίξον, με κύρια σημεία αναφοράς τον πόλεμο του Βιετνάμ, την έντονη κοινωνική αναταραχή και τις φυλετικές εντάσεις, υποστηρίζουν ότι ο κ. Τραμπ θεωρεί πως θα μπορέσει να περάσει το κατώφλι του Λευκού Οίκου μέσω της εκμετάλλευσης των ανησυχιών του μέσου λευκού Αμερικανού για τα φυλετικά ζητήματα, των φόβων τους για την τρομοκρατία και της γενικότερης απογοήτευσής τους, ειδικά των λευκών μελών της εργατικής τάξης.
«Πιστεύω πως αυτό που κατάλαβε ο Νίξον είναι ότι όταν ο κόσμος καταρρέει οι άνθρωποι θέλουν έναν ισχυρό ηγέτη του οποίου η πρώτη προτεραιότητα είναι η προστασία της Αμερικής, Κατά τη δεκαετία του 1960 η κατάσταση ήταν άσχημη, πολύ άσχημη. Και πολύ άσχημη είναι και σήμερα» δήλωσε πρόσφατα ο Τραμπ. Και το απόγευμα της Δευτέρας, ανέλαβαν οι σύμμαχοι και οι υποστηρικτές του στο κόμμα να τονίσουν ότι είναι ο μοναδικός που μπορεί να διασφαλίσει την εφαρμογή του νόμου και την τήρηση της τάξης σε μια καταρρέουσα Αμερική.

«Ο τρόπος ζωής μας βρίσκεται σε κίνδυνο»

«Η συντριπτική πλειονότητα των Αμερικανών σήμερα δεν αισθάνεται ασφαλής. Φοβούνται για τα παιδιά τους. Φοβούνται για τους ίδιους τους εαυτούς τους»δήλωσε οΡούντολφ Τζουλιάνι,πρώην δήμαρχος της Νέας Υόρκης.«Ο τρόπος ζωής μας βρίσκεται σε κίνδυνο»επισήμανε με τη σειρά του ο αντιστράτηγος εν αποστρατείαΜάικλ Φλιν,ενώ οΜάικλ Μακ Κολ, πρόεδρος της Επιτροπής Εσωτερικής Ασφάλειας του αμερικανικού Κογκρέσου, προέτρεψε τους Αμερικανούς«να πάρουν πίσω την πατρίδα τους και να κάνουν ξανά ασφαλή την Αμερική».
Ο πολιτικός αρθρογράφος Τζεφ Γκρίνφιλντ, ο οποίος το 1968 συμμετείχε στην προεκλογική εκστρατεία του Ρόμπερτ Κένεντι, χαρακτήρισε γελοία τη σύγκριση του τρέχοντος πολιτικού κλίματος με εκείνο που επικρατούσε πριν από σχεδόν μισό αιώνα. Αλλά ο κ. Τραμπ φαίνεται πως ποντάρει στη γενικευμένη επιφυλακτικότητα που διέπει πλέον την αμερικανική κοινωνία. «Η διάθεση στη χώρα δεν είναι καλή, οπότε ακόμη και αν ο νόμος και η τάξη δεν είναι η κατάλληλη απάντηση, παρατηρείται μια εξομοίωση. Η απώλεια θέσεων εργασίας, η αίσθηση της πολιτισμικής δυσφορίας ή αναταραχής, η αίσθηση ότι με κάποιον τρόπο τα πράγματα καταρρέουν» προσδιόρισε ο κ. Γκρίνφιλντ.

HeliosPlus